Καφές και παρμεζάνα – Του κ. Στάμου Γαλούνη

Μικρές επιθυμίες, απλές χαρές, καθημερινά όνειρα που μοιάζουν ταπεινά, αλλά κουβαλούν μέσα τους την πιο αληθινή ανάγκη της ανθρώπινης ύπαρξης: την αξιοπρέπεια. Ο καφές στην πλατεία και ένα κομμάτι παρμεζάνα στο τραπέζι δεν είναι πολυτέλειες – είναι σύμβολα μιας ήρεμης ζωής, όπως την ονειρεύεται ο συνταξιούχος κυρ Αργύρης, ένας άνθρωπος του μόχθου, που πέρασε τη ζωή του αγωνιζόμενος και περίμενε τη σύνταξη για να γευτεί τις απλές χαρές της ζωής – αλλά όχι! Αυτοί που έχουν οικοδομήσει τον άδικο τούτο κόσμο, δεν είχαν στα σχέδιά τους τους κυρ Αργύρηδες…  

Στο σύντομο, αλλά βαθιά συναισθηματικό, διήγημα που ακολουθεί του αγαπητού φίλου της Ιονικής Οικογένειας κ. Στάμου Γαλούνη, ξεδιπλώνεται μια τυχαία συνάντηση, στην οποία καθρεπτίζεται μιας κοινωνία που ξεχνά τους ταπεινούς της ήρωες. Αλλά αφήνει την ελπίδα της αλληλεγγύης ως ένα μικρό φόρο τιμής στη σπουδαιότητα της καλοσύνης και της ανθρωπιάς.


Καφές και παρμεζάνα

<<Δεν επιθυμώ κι ούτε ποθώ μεγαλεία στη ζωή μου βρέ αδερφέ, μόνο υγεία και τα λογικά μας να’χουμε,να μην πονάμε, ένα καφέ την ημέρα να απολαμβάνω στην πλατεία και για το παραπανίσιο , λίγο τυρί παρμεζάνα να’χω στο τραπέζι . Ετούτα μόνο τα απλά θέλω και λαχταρώ σαν βγώ στη σύνταξη και τίποτα άλλο>>

Αυτά τα ελάχιστα επίγεια αγαθά επιθυμούσε ο κυρ Αργύρης, ένας χαμηλόμισθος κατώτερος υπάλληλος, ο ταλαιπωρημένος απ’ το σακχαροδιαβήτη, τις ανημπόριες και τα βάσανα της ζωής , ένας εργατικός, δοτικός, πάντα διαθέσιμος, χρήσιμος, ευγενικός και καλοσυνάτος άνθρωπος.

Κι ένα φθινοπωρινό μεσημεράκι ένας συνάδελφος του, στην υπηρεσία που εργαζόταν και κοσμούσε ο Αργύρης, τον βλέπει να κάθεται μονάχος, σ’ ένα παγκάκι της Φωκίωνος Νέγρη.

Κοιτούσε με απλανές βλέμμα τους διαβάτες και φαινόταν μαζεμένος και σαν να’ταν πικραμένος.

Τον πλησίασε και με ανυπόκριτη χαρά του λέει.

<< Καλημέρα Αργύρη, χαίρομαι πολύ που σε βλέπω, χαθήκαμε από πρόπερσι που βγήκες στη σύνταξη και μας λείπεις πολύ..Τι κάνεις, πώς είσαι, πως περνάς βρέ θηρίο; >>

-* Ωου καλημέρα Διευθυντή μου. Τι ευχάριστη συνάντηση , κάτσε αν θές να τα πούμε-*

<< Για πες μου, πολύτιμε συνεργάτη μου, απολαμβάνεις τώρα αμέριμνος τον καφέ στην πλατεία και την αγαπημένη σου παρμεζάνα;>>

-* Δυστυχώς όχι φίλε Διευθυντή. Για καφέ , έρχομαι με την γυναίκα μου, κάθε δεύτερη μέρα στη καφετέρια της πλατείας.

Βλέπεις οκτώ ευρώ την ημέρα, διακόσια σαράντα το μήνα είναι πολλά λεφτά για μένα κι έτσι την μια μέρα έρχομαι εδώ, κάθομαι στο παγκάκι και βλέπω τους ανθρώπους να περνούν.

Όσο για την παρμεζάνα, κάπου κάπου και λίγη, σαν μεταλαβιά-*

Μιλούσε αργά ο Αργύρης, χωρίς κλάψα και θυμό, αλλά τα γκρίζα σύννεφα φαινόταν καθαρά μες στα θλιμμένα μάτια του.

Αφού αρνήθηκε από ευγένεια κι αξιοπρέπεια τη πρόσκληση να πάνε στο απέναντι καφέ, λές και βρήκε εξομολόγο κι ήθελε να βγάλει τον καημό του, του μίλησε για τη ζωή που δεν βγαίνει.

Με τη σύνταξη του στο χιλιάρικο , της γυναίκας του στα 550 ευρώ ( η οποία δούλευε- μέχρι πέρυσι- 8,5 μήνες το χρόνο, με μειωμένο ωράριο, σαν τραπεζοκόμος σε ιδιωτικό σχολείο) με την δασκάλα κόρη στην Χαλκίδα αναγκεμένη με ενοίκιο ( εκείνος το πλήρωνε) και χωρισμένη με δύο μικρά παιδιά, τον γιό σώγαμπρο στην Ηλιούπολη με ένα παιδί κι ίσα ίσα να τα φέρνει βόλτα, με δάνειο στα 420 ευρω για το παλιό τριάρι στην Κυψέλη ( δεν ήθελε και να πεθάνει στο ενοίκιο) τα πολλά φάρμακα και τους γιατρούς ( εκείνος με σακχαροδιαβήτη κι η κυρά του με αυτοάνοσο)……δεν έμενε και κανένα φράγκο, για να περάσουν κάπως υποφερτά τα γηρατειά που χτυπούσαν την πόρτα τους με καθημερινό καφέ και παρμεζάνα.

– *Τι είναι ο κάβουρας, τι είναι το ζουμί του, χαμοζωή που λές φίλε διευθυντή και βλέπεις ούτε κι ο θεός αγαπάει τους φτωχούς -* είπε με πικρό παράπονο ο Αργύρης..

Μετά μίλησαν λιγάκι για τη δουλειά και τους ανθρώπους της, χαιρετήθηκαν, αντάλλαξαν τηλέφωνα, υποσχέθηκαν να τα ξαναπούνε και χώρισαν…. με τον Αργύρη να παραμένει μόνος και μαραζαρωμένος στο παγκάκι του.

Ο άλλος με γρήγορα βήματα – αφού πρώτα έμαθε τηλεφωνικά , από κοινό γνωστό την διεύθυνση του Αργύρη- , πήγε στο σούπερ μάρκετ, αγόρασε ένα κεφάλι τυρί παρμεζάνας και σε συσκευασία δώρου το πήγε εκεί κοντά, σε μια μουντή παλιά πολυκατοικία που ήταν το σπίτι του.

Ανέβηκε στο πρώτο όροφο, χτύπησε το κουδούνι, μια ισχνή γυναικεία φωνή ρώτησε ποιος είναι; – βλέπεις ο κόσμος έχει αγριέψει κι οι μεγάλοι άνθρωποι φοβούνται να ανοίξουν σ’ αγνώστους – κι εκείνος της απάντησε.

<< Μια παραγγελία είναι κυρία , για τον κύριο Αργύρη. Σας αφήνω το μικρό δέμα στην πόρτα .. κι όποτε μπορείτε, ανοίξτε να το πάρετε. Καλό σας απόγευμα>>

Όταν έφτασε στεναχωρημένος και προβληματισμένος στο γραφείο, ήρθε κι’ ένα μήνυμα.

-** Νάξερες πόσο με συγκίνησες !! Χίλια ευχαριστώ!! -**

<< Εγώ σ’ ευχαριστώ για όλα, φίλε Αργύρη. Σου εύχομαι από καρδιάς κάθε καλό>> έγραψε κι εκείνος.

Μετά μελαγχόλησε για τις ζωές που μαραίνονται, ντράπηκε για τα τυριά του ψυγείου του και μονολογώντας έβρισε τους οικοδόμους της κακοφτιαγμένης κοινωνίας μας.