ΤΟ ΣΠΙΤΙ στην ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ – Του κ. Στάμου Γαλούνη

Υπάρχουν σπίτια που δεν χτίστηκαν απλώς με πέτρα, ξύλο και κεραμίδι, αλλά με στιγμές, συναισθήματα και μνήμες. Είναι αυτά τα μικρά, ταπεινά σπίτια στην άκρη της θάλασσας που, ενώ μοιάζουν να χάνονται στον χρόνο, παραμένουν ζωντανά μέσα μας σαν αγκαλιά παιδική, σαν το άρωμα της μάνας, σαν το πρώτο φως του καλοκαιρινού πρωινού.

Σήμερα φιλοξενούμε ένα ακόμα υπέροχο διήγημα γεμάτο ευαισθησία και νοσταλγία του αγαπητού φίλου της Ιονικής Οικογένειας κ. Στάμου Γαλούνη. «Το Σπίτι στην Ακρογιαλιά» μας ταξιδεύει σε έναν κόσμο αυθεντικό και αληθινό, με την απλότητα μιας ζωής χωρίς πολυτέλειες, αλλά γεμάτης αγάπη, αγώνα και όνειρα.

Πρόκειται για την ιστορία του Μένιου, ενός αγοριού που μεγάλωσε φτωχικά στο νησί, γνώρισε τον έρωτα, έφυγε για να κυνηγήσει και να πετύχει στη ζωή και κάποια στιγμή ένιωσε την ανάγκη να επιστρέψει… Γιατί όσα κι αν πετύχει κανείς στον κόσμο, πάντα θα υπάρχει μια ακρογιαλιά που τον περιμένει – με τις σκιές των γονιών, τις παιδικές φωνές, την πρώτη αγάπη και το φως της αληθινής πατρίδας. Καμιά φορά η ευτυχία δεν βρίσκεται εκεί που τη ζητήσαμε, αλλά εκεί που την αφήσαμε… όταν ήμασταν παιδιά.


ΤΟ ΣΠΙΤΙ στην ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ

<< Βγείτε επιτέλους παιδιά απ’ τή θάλασσα κι ελάτε για φαγητό> ακούστηκε απ’ το μαγεργιό η ηχηρή μουσική φωνή της μάνας.

< Πάλι ψάρια έχουμε μάνα ..όλο ψάρια τρώμε> απάντησε με παράπονο ο Μένιος ο μικρότερος γιός της οικογένειας . Τα δύο μεγαλύτερα ήταν ο Διονύσης κι η Πηνελόπη.

<< Δεν ήξερα εσένα να σου έχω φιλέτο και παϊδάκια. . Ψαράς είναι ο πατέρας σου και μακάρι κι άλλα παιδιά να’ χουν για φαγητό φρέσκο ψάρι όπως εσύ>> ανταπάντησε επιτακτικά η μάνα.

Ετούτη η οικογένεια με τα τρία μικρά παιδιά τα καλοκαίρια και τις διακοπές του Πάσχα, που τα παιδιά δεν είχαν σχολείο, έμεναν τρία μίλια νότια της χώρας ( πρωτεύουσας του νησιού) στη Φάναλη, σ ένα μικρό πέτρινο ασβεστωμένο σπίτι,- χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα – με κεραμίδια μπεζ, δύο λιτές κάμαρες, και δίπλα κολλητά ένα μαγεργιό φτιαγμένο με τσιμεντόλιθους και στέγη από ελενίτ.

Ήταν χτισμένο σ’ ένα μικρό απάνεμο ορμίσκο, δίπλα στο κύμα, με βράχια στο βοριά και στο πίσω μέρος λίγο ψηλότερα-ειχε ένα περιβόλι -μποστάνι μ’ όλα τα κηπευτικά ( ντομάτες, κρεμμύδια, φασολάκια, πατάτες, πιπεριές, κολοκυθάκια, πεπόνια, ένα πηγάδι στο κέντρο και περιμετρικά στις άκρες δυό αχλαδιές, μια συκιά, μια αμυγδαλιά, δυό λεμονιές και τρείς πορτοκαλιές.

Λίγο παραπάνω στις ανηφοριές , σε πεζούλες, είχαν κάμποσες ρίζες ελιές για το λάδι της χρονιάς.

Δυό μαλτέζες γίδες για το γάλα των παιδιών , καμμιά εικοσαριά κότες , κι ένας μεσήλικας γάιδαρος ο Μανανόης , αποτελούσαν το ζωικό κεφάλαιο της οικογένειας.

Εκεί στην ερημιά ζούσε η οικογένεια, ο πατέρας Κωνσταντής ψάρευε κι ότι ψαριά έπιανε – αφού κρατούσε λίγα – τα πουλούσε σε εμπόρους στη Χώρα κι η μάνα Τασούλα φρόντιζε το περιβολάκι , το νοικοκυριό και τα παιδιά.

Το φθινόπωρο, άνοιξη και χειμώνα που η οικογένειά έμενε στο μικρό σπιτικό στη Χώρα, ο πατέρας μαζί με το ψάρεμα, μεριμνούσε για τα ζωντανά και περιποιόταν σπίτι, περιβόλι κι τις ελιές στη Φάναλη.

Αυτή την. στριμωγμένη ζωή, χωρίς ανέσεις και πολλά πολλά ζούσαν , χωρίς παράδες και λούσα.

Ήρεμη κι απλή ζωή, που είχε όμως φόβο κι’απελπισμό όταν η θάλασσα αγρίευε, είχε κύμα κι ο πατέρας αργούσε να γυρίσει απ’ το ψάρεμα.

Έτσι κυλούσαν τα παιδικά χρόνια του Μένιου την δεκαετία του εβδομήντα σε κείνο το στερημένο νησί..πριν την μεγάλη επέλαση των τουριστών, με τα χιλιάδες ενοικιαζόμενα, το χρήμα που έφεραν, τους τόνους τσιμέντου.και την ριζική αλλαγή του όμορφου τοπίου.

Καλό παιδί, άριστος μαθητής,λιγνός, πρόσχαρος, καλοσυνάτος και διαθέσιμος αλλά και λίγο γκρινιάρης, ασυμβίβαστος,αρκετά αιρετικός και πολύ παραπονιάρης .

Στην τελευταία τάξη του Λυκείου, γνώρισε τον πρώτο του μεγάλο έρωτα , στο πρόσωπο της πανέμορφης λυγερόκορμης Πανδώρας με τα πρασινογάλαζα μάτια, τα κερασένια χείλη και τα καστανά μεταξένια μαλλιά.

Δυο χρόνια μικρότερη η δεκαεξάχρονη Πανδώρα, η κόρη του μαγαζάτορα με το καλύτερο καφέ -ζαχσροπλαστείο της προκυμαίας , είχε ξετρελαθεί με το όμορφο, ευγενικό, ψηλό αγόρι.

Προσπαθούσαν να κρατήσουν κρυφό τον έρωτα τους,στην μικρή κοινωνία τιυ νησιού, αλλά ο κόσμος το’χε κάνει βούκινο κι ο πατέρας της κοπέλας παρά τις φοβέρες, απειλές και τις τιμωρίες, φούντωνε περισσότερο της αγαπη της.το πάθος.

Στο τέλος της άνοιξης ο Μένιος έδωσε πανελλήνιες εξετάσεις και το όνειρο του έγινε πραγματικότητα, πέρασε στην ιατρική σχολή Αθηνών.

Το Σεπτέμβρη μήνα αφού έδωσαν όρκους παντοτινής αγάπης έφυγε για τις σπουδές του στην Αθήνα κι’ η Πανδώρα έμεινε στο νησί πηγαίνοντας στην δευτέρα Λυκείου.

Με την βοήθεια ενός ξαδέρφου της Πανδώρας, αλληλογραφούσαν συνέχεια, μιλούσαν όποτε ήταν δυνατόν στο τηλέφωνο και μεθυστικά έσμιγαν με προφυλάξεις στις διακοπές Χριστουγέννων Πάσχα και καλοκαιριού.

Μετά από δύο χρόνια άνοιξαν οι ορίζοντες του Μένιου και σαν άριστος φοιτητής, με υποτροφία ενός ιδρύματος ντόπιου ευεργέτη εφοπλιστή, έφυγε για το Λονδίνο να συνεχίσει τις σπουδές του.

Άλλαξε εκεί ο κόσμος του Μένιου, μπήκε σ’ άλλα πελάγη, , χάθηκε στο νέο πολιτισμό, γνώρισε ηδονικούς εφήμερους έρωτες κι έτσι σιγά σιγά έφευγε νοερά απ’ το νησί, η αλληλογραφία του με την Πανδώρα όλο και αραίωνε κι οι δρόμοι τους ολο και χωρίζανε.

Μέχρι που γνώρισε κι ερωτεύτηκε μια Δανέζα καλλονή την Άλμα, με την οποία -τελειώνοντας τις σπουδές του – μετακόμισε στην Κοπεγχάγη, απέκτησε την ειδικότητα του πευμονολόγου και λίγο αργότερα την παντρεύτηκε.

Ο γάμος του δεν κράτησε πολύ, στα πέντε χρόνια χώρισαν, γιατί εκείνη δεν ήθελε παιδιά κι ο Μένιος είχε αφοσιωθεί στην επιστήμη του κι ήταν ένας αναγνωρισμένος και περιζήτητος γιατρός.

Εν τω μεταξύ κι η Πανδώρα στα είκοσι έξη της χρόνια παντρεύτηκε κι εκείνη, έναν νεαρό αρχαιολόγο κι έφυγε για μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα.

Αυτός ο γάμος καρποφόρησε με δύο υπέροχα αγόρια, αλλά δεν στέριωσε για πολύ, μετά από δεκαοκτώ χρόνια διαλύθηκε.

Ευτυχώς δεν επηρέασε ο χωρισμός τα παιδιά, τα οποία σπούδασαν, βρήκαν στο εξωτερικό τον δρόμο τους και πρόκοψαν.

Αλλά κι ο δεύτερος γάμος του Μένιου με μια ειδικευόμενη Γαλλίδα την Σίλβια, δεν είχε αγαθή τύχη. Λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων, αλλά και ηλικίας , εκείνος ήταν σαράντα ένα κι εκείνη μόλις είκοσι πέντε, χώρισαν χωρίς να κάνουν παιδιά.

Ο Μένιος κατέβαινε τα καλοκαίρια στο νησί, κυρίως για να βλέπει τους λατρεμένους γονείς του, μέχρι που κι’ Εκείνοι έφυγαν για το μεγάλο ταξίδι πέρα στην ομίχλη .

Την άνοιξη του 2002 πέθανε ο πατέρας από καρδιά κι έξη μήνες αργότερα η μάνα απ’ το μαράζι της

Την επόμενη χρονιά τα τρία αδέρφια μοίρασαν την περιουσία των γονιών που είχε γίνει πλέον αρκετά πλουσιοπάροχη μετά το θάνατο των δύο άκληρων αδερφών της μάνας τους με την κληροδότηση ενός μικρού ξενοδοχείου στο Πλατυγιάλι, ενός μαγαζιού στο λιμάνι, του σπιτιού τους στην προκυμαία όπως και ομολόγων και καταθέσεων.

Επειδή ο Μένιος ήθελε για συναισθηματικούς λόγους να πάρει εκείνος το μικρό σπίτι στον ορμίσκο της Φάναλης, για να μην μπεί στον κλήρο και τυχόν το χάσει κι αφού άκουσε τα γνωστά ” Εσύ τι ανάγκη έχεις ” *”” Εσένα σε σπούδασε ο πατέρας” ” Τι να την κάνεις την περιουσία αφού παιδιά σκυλιά δεν έχεις”. ….. δέχτηκε να πάρει μόνο το σπίτι στ ‘ακρογιάλι κι ο Διονύσης κι η Πηνελόπη να μοιραστούν τα πολλά και την μερίδα του λέοντος.

Ακόμα και τις ελιές στα πρανή της Φάναλης, διεκδίκησαν και πήραν

Αλλά και πάλι παρ ‘ ότι τον αδίκησαν κατάφωρα, εκείνος καμμιά κακία δεν κρατούσε.

Τα δύο αδέρφια με την κληρονομιά, τις ήδη οικονομικά καλές παντρειές και τον τουρισμό στα ύψη, έφτιαξαν μεγάλες περιουσίες με ξενοδοχεία, μαγαζιά, ενοικιαζόμενα δωμάτια και πολλές συμμετοχές σε σχετικές εταιρείες του νησιού.

Τα επόμενα χρόνια κάθε δεύτερο , τρίτο καλοκαίρι επισκεπτόταν το νησί.

Είχε επισκευάσει το σπίτι, διατηρώντας την απλή του μορφή,και τώρα είχε πλέον ηλεκτρικό και τρεχούμενο νερό και μόνο στο μαγεργιό έβαλε πέτρα και πόρτα να επικοινωνεί με το κυρίως σπίτι.

Όταν επέστρεφε χωρίς την μάνα και τον πατέρα να τον περιμένουν , με τα πάντα να έχουν αλλάξει, οι άνθρωποι, ο τόπος, οι συμπεριφορές , ακόμα και τα συναισθήματα, ένιωθε σαν σε παγίδα νοσταλγίας.

Το αδέρφια με τον νου τους να τον έχουν μόνο στο πως θα καζαντίσουν- του έλεγαν

<< αφού αραιά και πού έρχεσαι στο νησί, γιατί δεν μας το ενοικιάξεις, να το κάνουμε ένα σύγχρονο μπητς μπαρ και να τα οικονομίσουμε όλοι;

Κι εξ άλλου όταν είσαι εδώ, μένεις σαν ερημίτης στη Φάναλη,, πηγαίνεις μόνο στους τάφους των γονιών μας, κάνεις παρέα με ψαράδες, με τον μονόφθαλμο γερόΓεράσιμο με χωριάτες στα ορεινά, κι άλλους παρακατιανούς.

Και για να ξέρεις εδώ στη χώρα, με την περίεργη συμπεριφορά σου σε νομίζουν για λίγο βουρλισμένο>>

Ο Μένιος δεν απαντούσε, αλλά και τί να τους πεί; πως δεν τους άντεχε να μιλάνε μόνο για λεφτά , λεφτά, λεφτά καταθέσεις, δωμάτια, εφορίες,τουρίστες, και χειμερινές διακοπές σε χιονισμένα κέντρα;

Πώς σπάνια πήγαινε στη χώρα, γιατί ούτε στον εαυτό του το μαρτυρούσε, πώς φοβόταν μην συναντήσει κι αντικρύσει εκεί την Πανδώρα και δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί τα συναισθήματα του, θα του κοβόταν τα γόνατα κι’ η καρδιά του θα σπαρταρούσε;

Γνώρισε πολλές υπέροχες, όμορφες, θεσπέσιες γυναίκες , απόλαυσε έρωτες και ηδονές, χάρηκε τους γάμους του την συντροφιά τους, την δοτικότητα τους και την τρυφερότητα τους…. αλλά καμμιά τους όμως.. δεν του χάιδεψε την ψυχή όπως η Πανδώρα.

Τα πρώτα χρόνια στο Λονδίνο και στην Κοπεγχάγη νόμιζε ότι την είχε ξεχάσει,…..αλλά μετά μάταια, ήταν πάντα παρούσα στη σκέψη του κι’ όταν κατέβαινε στο νησί η σκέψη,γινόταν πληγή.

Κι εκεί στα πενήντα πέντε του χρόνια, βρέθηκε αρχές του Σεπτέμβρη και πάλι στο νησί.

Αυτή τη φορά, γιατί είχε δεχτεί μια δελεαστική προσφορά , από μεγάλη επιχείρηση που ανέγειρε πεντάστερο ξενοδοχείο, νότια στο σύνορο με το δικό του και τού πρόσφερε πάνω από την διπλάσια τιμή για ν’αποκτήσει το οικόπεδο στον όρμο της Φάναλης.

Το σκεφτόταν να το πουλήσει και με τα κεφάλαια που είχε συγκεντρώσει απ’ την δουλειά του, να μπεί συνέταιρος στην Γενική κλινική της Κοπεγχάγης.

Εξ άλλου το νησί , που όταν ήταν μακριά του το νοσταλγούσε , όταν όμως ερχόταν τον πονούσε, ήταν πάντα μελαγχολικός, κανείς πια δεν τον περίμενε κι όλα του θύμιζαν χαμένες ευτυχίες.

Στο καράβι που ερχόταν, συγκλονίστηκε κι έχασε τον κόσμο του, όταν είδε την Πανδώρα να μιλάει με την παρέα της.

Πέρασαν περίπου είκοσι χρόνια απ’ την τελευταία φορά που την είδε από μακριά και τώρα του φάνηκε συναρπαστικά ενθουσιαστικά πιό όμορφη- ακόμα κι από τότε που ήταν εικοσάχρονη κοπέλα- , με το αέρινο φλοράλ φόρεμα της, τα μεταξένια μαλλιά της να κυματίζουν, το βελούδινο πρόσωπο της, την φινέτσα, το καλιγραμμο υπέροχο κορμί της, την λάμψη και την αρχοντιά της

Μελαγχόλησε, ίσως κι από ενοχές, έριξε τα μάτια καταγής, ανέβηκε στο πάνω κατάστρωμα, πήρε μια καρέκλα και κρύφτηκε σε μια γωνιά.

Ο μόνος καλό του φίλος στο νησί, που ερχόταν αμέσως να τον δεί, ήταν ο μπάρμπα Γεράσιμος., ένας υπέροχος σοφός περίεργος Κεφαλλονίτης, ερωτικός μετανάστης, με περασμένα τώρα τα εβδομηνταπέντε χρόνια, ….ψαράς στο επάγγελμα αλλά και πωλητής ψαριών στα ορεινά χωριά.

Τα πρώτα χρόνια πήγαινε στα χωριά με το μουλάρι κι αργότερα που έγιναν δρόμοι με ένα μεταχειρισμένο τρίκυκλο.

Ο μπάρμπα Γεράσιμος δεν διαλαλούσε τα ψάρια είχε , αλλά αυτά που δεν είχε.

Φώναζε με δυνατή κελαιδιστή φωνή.

<< Συναγρίδες, τσιπούρες, μπαρμπούνια δεν έχω.

Αστακούς, καραβίδες, γαρίδες, δεν έχω>>!!!

Και τίς τιμές, τις άλλαζε συνέχεια ανάλογα με τον πελάτη, στους φτωχούς ( που τους ήξερε έναν έναν) κατέβαζε την τιμή κι όχι μόνο αλλά γινόταν και παραζυγιαστής απ’ την ανάποδη, κλέβοντας τον εαυτό του.

Κι αν καμιά κυρία του διαμαρτυρόταν για την τιμή, της έλεγε γλυκά.

<< Τι να κάνουμε αρχόντισσα μου, βλέπεις ακριβηναν κι’ οι μπενζίνες>>

Σχεδόν μέρα παρά μέρα έμπαινε στην βάρκα του και τ’ απογευματάκι αριβάριζε στο μικρό ορμίσκο , για να κάνει παρέα του Μένιου – του άρεσε να τον φωνάζει Μενέλαο- να πιουν καφέ, μετά ίσως λίγη ρακή και να ψαρέψουν μέσα απ’ τη βάρκα η στα ακριανά βορρινά βράχια.

Κι εκείνο το δειλινό, πίνοντας ρακή και ψαρεύοντας με τις πετονιές απ’ το βράχο , λέει ο μπάρμπα Γεράσιμος.

<<Ξέρεις Μενέλαε συνάντησα χθές τη Πανδώρα, στο μαγαζί τουριστών ειδών, που έχει με την αδερφή της, μου είπε ότι σε είδε στο καράβι και μετά σ έψαχνε συνέχεια με την ματιά της, αλλά λες κι είχες εξαφανιστεί και με ρώτησε για σένα .

Πως είσαι; Αν περνάς καλά; Αν είσαι ευχαριστημένος στο νησί;

Και της είπα πώς συζητάς να πουλήσεις το σπίτι, έχεις πολλές έγνοιες για το τί θα κάνεις, ότι την σκέπτεσαι και με ρωτάς συνέχεια για Κείνη>>

Ξαφνιάστηκε ο Μένιος και τον ρωτάει.

<< Έτσι ακριβώς είναι μπάρμπα Γεράσιμε , αλλά που το κατάλαβες Εσύ, χωρίς ποτέ να σου έχω μιλήσει, πως την συλλογιέμαι μέρα νύχτα;>>

<< Είμαι μονόφθαλμος, ξέρω λίγα γράμματα, αλλά διαβάζω πολύ καλά στα μάτια, ότι θέλει να πει η η ψυχή κι ακούω τις ερωτευμένες αναπνοές.

Ακούω το καρδιακό λυγμό σου όταν μιλάς η με ρωτάς για κείνη και στα μάτια της Πανδώρας λάμπει τ’ αφανέρωτο δάκρυ και φωνάζει ο κόμπος στο λαιμό της, όταν λέει τ’ όνομα σου>

<< Λές μπάρμπα Γεράσιμε, λες να νοιάζεται λίγο για μένα…..μετά από τόσα χρόνια;>> ρώτησε με ψυχική συντριβή ο Μένιος.

< < Στο λέω Μενέλαε και στο υπογράφω.

Είσαι σπουδαίος γιατρός αλλά από γυναικεία ψυχολογία είσαι στουρνάρι, δεν νογάς.

Γιατί λες να χώρισε εκείνο το καλό παιδί τον αρχαιολόγο κι εσύ γιατί δεν στέριωσες πουθενά;

Και κάτι ακόμα, ……δεν ξέρω τι θα κάνεις από δω και πέρα, είσαι καλός άνθρωπος, ωραίος υγιής μεσήλικας, αθλητικός άνδρας,.και πετυχημένος επιστήμονας…αλλά Μενέλαε δεν φαίνεται να είσαι ευτυχισμένος παιδί μου.

Έλα τώρα πάρε αυτά τα λίγα ψάρια που πιάσαμε, να τα τηγανίσεις και ν’ αναστοχαστείς τα παιδικά ,εφηβικά σου χρόνια που έζησες με τους γονείς σου, σε τούτη την ευλογημένη Γης.και να συλλογιστείς ποια ρότα κσι στράτα θα διαλέξεις>>

Με βασανιστικές σκέψεις να τον ζώνουν, πήρε ο Μένιος τα πετρόψαρα, τα καθάρισε στο θαλασσινό νερό, μετά πήρε ένα αχρησιμοποίητο τηγάνι, έριξε μέσα ελαιόλαδο και στην άμμο, μπροστά απ’ το σπίτι, έβαλε δύο πέτρες αντικριστά για πυροστιά, ανάμεσα τους ψιλά ξύλα, άναψε φωτιά και τηγάνιζε τα ψάρια

Και τότε απόκοσμα, απ’ το φως του φεγγαριού, τίς φλόγες της φωτιάς , τον ίσκιο απ’ τ’ αρμυρίκι και τ’ αεράκι,, στον απέναντι πέτρινο άσπρο τοίχο, σχηματίζονταν παράξενες κινούμενες φιγούρες κι’ ανθρώπινες σιλουέτες κι εκεί είδε κι αναγνώρισε τον πατέρα του να τον χαιρετά μέσα απ’ την βάρκα και την μάνα του να του χαμογελάει απ’ την πόρτα του μαγεργιού.

<< Μάνα απόψε έχουμε πάλι νόστιμα ψάρια >> μονολόγησε ψιθυριστά και βούρκωσαν τα μάτια του.

Κι εκείνη την μαγική στιγμή, σαν να άνθισε η ψυχή του και να φωτίστηκε ο λογισμός του και τότες πήρε την οριστική απελευθερωτική απόφαση …

Να μείνει για πάντα στο νησί, να μην πουλήσει το σπίτι, να κάψει την επιστολή με την πλούσια προσφορά, να παραιτηθεί απ’ την κλινική της Κοπεγχάγης, να επανασυνδεθεί με τις ρίζες του, να αγοράσει ένα κατάλληλο βαν, να το εξοπλίσει μ’ όλα τα αναγκαία ιατρικά, απεικονιστικά μηχανήματα και να παρέχει τις ιατρικές του υπηρεσίες σ’ όλο το νησί , χωρίς να αμοίβεται απ’ τους φτωχούς, τους αδύναμους κι αναγκεμένους.

Και κυρίως αύριο που θα ξημερώσει για κείνον ένας άλλος κόσμος, θα πάει στη Χώρα, φορώντας το καλό του, λινό κουστούμι στο χρώμα της άμμου, τα μπεζ. μοκασίνια και τ’ άσπρο πουκάμισο , θα χτυπήσει το κουδούνι του σπιτιού της Πανδώρας, θα την προσμένει με αγωνία να τ’ ανοίξει,…..για να της προσφέρει συγκινημένος μια ανθοδέσμη από κόκκινα τριαντάφυλλα, βασιλικό, μέντα και γιασεμί, ένα μονόπετρο δακτυλίδι και παρακλητικά θα ζητήσει το χέρι της, νά το κρατά ερωτικά, αγαπητικά, στοργικά και τρυφερά για όλη τους τη ζωή….