Ο Διακονιάρης – Του κ. Στάμου Γαλούνη

Σήμερα φιλοξενούμε για μία ακόμα φορά τον αγαπητό φίλο της Ιονικής Οικογένειας κ. Στάμο Γαλούνη. Ο εξαιρετικός αυτός λογοτέχνης, ο οποίος στα εμπνευσμένα διηγήματά του με τη μοναδική γραφή του αναδεικνύει τον υπέροχο εσωτερικό του κόσμο, αποτυπώνοντας εικόνες και συναισθήματα με θαυμαστό τρόπο.

Σε μια εποχή που όλα μοιάζουν να κινούνται γρήγορα και πολλές φορές ξεχνούν τους πιο αδύναμους, είναι καθήκον μας – ως άνθρωποι, ως πολίτες, ως συνταξιούχοι που βιώσαμε και κατανοούμε τον μόχθο της ζωής – να κρατούμε ζωντανές τις μνήμες εκείνων που έζησαν στο περιθώριο, χωρίς φωνή, χωρίς στήριγμα, αλλά με μια ήσυχη, πεισματική αξιοπρέπεια.

Το παρακάτω διήγημα, “Ο Διακονιάρης”, δεν είναι απλώς μια συγκινητική αφήγηση ενός φτωχού και παρεξηγημένου ανθρώπου. Είναι ένας φόρος τιμής σε μια κατηγορία ψυχών που, παρά τη δυστυχία και την εγκατάλειψη, στάθηκαν στα πόδια τους όπως μπορούσαν – με ό,τι είχαν και κυρίως με ό,τι δεν είχαν.

Τονίζοντας την αξία της καλοσύνης, της συμπόνιας και της ανθρώπινης αλληλεγγύης, το διήγημα μάς υπενθυμίζει γιατί η κοινωνία μας οφείλει να μην αφήνει κανέναν πίσω. Ας το διαβάσουμε, λοιπόν, με σεβασμό προς όλους τους «διακονιάρηδες»!


Ο ΔΙΑΚΟΝΙΑΡΗΣ

<<Δεν σκιάζομαι γιατρέ, πείνα χιόνια , πλημμύρες, αστραπές κεραυνούς αρρώστιες, κι ούτε τα σκυλιά που αλυχτάνε ….τα παιδιά φοβάμαι. … που με πετροβολάνε, τρέμω όταν τα βλέπω να κρατάνε πέτρες και πονάω πολύ όταν μου ματώνουν το κεφάλι >>

Αυτά έλεγε με πίκρα και παράπονο στον αγροτικό γιατρό που έραβε το τραύμα στο κεφάλι του – εκεί στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα- , ένας ρακένδυτος, ταλαιπωρημένος αδύνατος άνδρας κοντά στα εξήντα με άσπρα άπλυτα μπλεγμένα μακρυά μαλλιά και γένια.

Ήταν ο Σκαρναβής απ’ την ορεινή Ναυπακτία, επαγγελματίας διακονιάρης, που ζητιάνευε σε πολλά χωριά της Αιτωλοακαρνανίας.

Χαρακτηριστική φοβιστική φιγούρα της περιοχής, με τα ίδια πάντα βαρειά κουρελιασμενα ρούχα ακόμα και το καλοκαίρι, να σέρνει το κουτσό δεξί ποδάρι, να κρατά απ’ το καπίστρι το καφένιο μουλάρι του τον Μέρτζο και σιμά του η σκυλίτσα του η Χρυσάνθη.

Την είχε βρεί κουταβάκι πεταμένη σ ένα ρέμα, την περιμάζεψε, την ανάστησε κι έγιναν αχώριστοι φίλοι.

Έμοιαζαν κιόλας, όπως εκείνος και παρ’ότι φαινόταν άγριος, ήταν όμως ντροπαλός, δεν κοίταζε ποτέ στα μάτια, σπάνια μιλούσε, μόνο το χέρι του άπλωνε για ζητιανιά , έτσι κι η Χρυσάνθη ούτε κάν γαύγιζε μόνο την ουρά της κουνούσε.

Ζητιάνευε ο δυστυχής για κανένα κέρμα διάφραγκο, φράγκο η πενηντάλεπτο για ψωμί, αλεύρι, λίγο λάδι και καμμιά κουβέρτα και ρούχα των αποθαμένων.

Από πάμφτωχη περιθωριοποιημένη οικογένεια, έμεινε ορφανός από παιδάκι – οι γονείς του πέθαναν από τύφο – την αδερφή του – Χρυσάνθη την έλεγαν – την έδωσαν κάτι μακρινοί συγγενείς για υιοθεσία στην Αμερική και χάθηκαν τα ίχνη της, κι εκείνος κουτσός, λίγο χαζούλης και πεινασμένος βρήκε την ζητιανιά σαν μοναδική λύση για να επιβιώσει.

Αυτός ήταν ο μικρόκοσμος του, έτσι γνώρισε τη ζωή κι έτσι πορευόταν στον άθλιο βίο του.

Ήταν τέτοια η παράξενη αλλόκοτη η θωριά του, που οι μανάδες φόβιζαν τα παιδιά, αν έκαναν καμμιά αταξία η ζαβολιά λέγοντας τους.:

<< Αν το ξανακάμεις θα σε πάρει ο Σκαρναβής >>

Ή άμα το παιδί δεν έτρωγε το φαγητό η τ’ αυγό του, το απειλούσαν.

<< Άμα δεν το φάς, θα το φάει ο Σκαρναβής, μαζί κι εσένα>>

Κι έτσι έκαναν τον έρμο να φαντάζει στα παιδιά, σαν προσωποποιημένος διάολος.

Άσε που κάποιοι -ένθεοι υποτίθεται- τον έλεγαν ” Σημειωμένο” και πίστευαν ότι ο Θεός επίτηδες τον σημάδεψε με την κουτσαμάρα , γιατί έχει πολλές δικές του αμαρτίες αλλά και κληρονομημένες απ’ τους γονείς του.

Ψυχούλα κι άκακος ήταν ο δόλιος.

Τι αμαρτίες να’χει πέραν της δυστυχίας και της ανέχειας του; …. αλλά σαν σατανά τον παρομοίαζαν.

Και μια μέρα τον βρήκανε σ’ ένα σοκάκι του πάνω χωριού, καταγής μέσα στα αίματα σχεδόν λιποθυμισμένο, ακουμπισμένο στη μάνδρα, με το μουλάρι τον Μέρτζο δίπλα του και την Χρυσάνθη για πρώτη φορά να γαυγίζει.

Κάτι παλιόπαιδα τον πετροβόλησαν και του άνοιξαν το κεφάλι.

Ένας καλός άνθρωπος που’ χε ένα μικρό φορτηγάκι , τον έβαλε στην καρότσα, πάνω σε κάτι δεμάτια τριφύλλι και τόνε πήγε στο αγροτικό ιατρείο καμμιά δεκαπενταριά χιλιόμετρα μακρυά.

Πριν ξεκινήσει το αμάξι πρόλαβε κι η Χρυσάνθη γαυγίζοντας λυπημένα και πήδηξε στη καρότσα για να του κάνει παρέα και να γλείφει την πληγή, αλλά κι ο Μέρτζος ακολουθούσε με καλπασμό τό φορτηγάκι που αγκομαχούσε στον χωμάτινο εκείνο παλιόδρομο.

Αφού περιποιήθηκε την πληγή ο γιατρός, έραψε το τραύμα κι έβαλε τους επιδέσμους τού λέει.

< Να καλέσω την χωροφυλακή για να τους πείς, ποιοί και πώς σε τραυμάτισαν;>

<< Όχι όχι γιατρέ..σε παρακαλώ, . άμα ρθούνε εμένα θα πιάσουμε, γιατί λέει απαγορεύεται η ζητιανιά.

Έπεσα απ’ το μουλάρι γιατρέ και τσάκισα το κεφάλι μου .

Δεν με βάρεσαν παιδιά..

αλλά κι ό,τι κακό και να κάνουν τα παιδιά, οι γονέοι τους φταίνε >>

Με δεμένο το κεφάλι και ζαλισμένος βγήκε έξω στο κρύο δειλινό του Νοέμβρη και χαμογέλασε από ψυχής, βλέποντας τους δυό μοναδικούς του φίλους να τον περιμένουν.

Φίλησε το μουλάρι το Μέρτζο στο μέτωπο, χάιδεψε γλυκά και τρυφερά την σκυλίτσα του και ξεκίνησαν σιγά σιγά κι οι τρεις για την επιστροφή στο ορεινό χωριό του.

Ο καιρός μπατάρισε και το πήγαινε για χιονόνερο, κι εκείνος σκεπτόταν αν θα προλάβουν, πριν σκοτεινιάσει να φτάσουν σε μια γνωστή σπηλιά, για να περάσουν εκεί τη νύχτα.

Μιας μέρας δρόμος μέχρι το πέτρινο μονοκάμαρο πέτρινο καλύβι του.

Τους επόμενους δυό – τρεις μήνες τα χιόνια δεν θ’ αφήσουν στράτα ανοιχτή, εκείνος θα ψευτοζεί στην αποξενωμένη μοναξιά και θα καρτερεί τον Μάρτη για να ξαναβγεί στη γύρα και στην δίχως έλεος διακονιά.