Η Παναγιά της Ελληνικής Ποίησης

Το πρόσωπο της Παναγίας κατέχει ξεχωριστή θέση στην τέχνη και στην ψυχή του ελληνικού λαού, εμπνέοντας διαχρονικά δημιουργούς από διάφορους καλλιτεχνικούς τομείς: ζωγραφική, λογοτεχνία, ποίηση και μουσική. Από την εποχή των βυζαντινών υμνωδών, που καταφεύγουν στη γλώσσα της ποίησης για να την εξυμνήσουν με αισθαντικά και δοξαστικά επίθετα, μέχρι τους νεότερους Έλληνες ποιητές, οι οποίοι εκφράζουν μέσα από τα έργα τους τα υπαρξιακά ερωτήματα και τις αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου, ζητώντας τη μεσιτεία της Θεοτόκου.

Ο Ματθαίος Μουντές παρουσιάζει το γεγονός των Εισοδίων της Θεοτόκου με στίχους μουσικούς, λεπτούς και νησιώτικης ευαισθησίας. Ο Άγγελος Σικελιανός απευθύνεται στην Προστάτιδα του στρατού, ικετεύοντάς την να προσφέρει τη βοήθειά της για τη νίκη και για να ανοίξουν οι ναοί όπου λατρεύεται ο Θεός. Ο Οδυσσέας Ελύτης, μέσα από τη γλώσσα της ποίησης, υμνεί την Παναγία ως «Ρόδο το Αμάραντο», αλλά και ως τη Θεοτόκο που βαστά τα πέλαγα στην ποδιά της. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γράφει με αγάπη για την Παναγία τη Κουνίστρα της Σκιάθου, ενώ ο Κώστας Βάρναλης επικεντρώνεται στο σπαραγμό της Μητέρας του Χριστού τις ώρες του Θείου Πάθους.


 

Τα τζιτζίκια (1972)

Η Παναγιά τα πέλαγα κρατούσε στην ποδιά της.

Την Σίκινο, την Αμοργό και τ’ άλλα τα παιδιά της.

Ε, σεις τζιτζίκια μου άγγελοι, γεια σας κι η ώρα η καλή.

Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;

Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί:

Ζει και ζει και ζει … ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.

Απο την άκρη του καιρού και πίσω απ’ τους χειμώνες

άκουγα σφύριζε η μπουρού κι έβγαιναν οι Γοργόνες.

Ε, σεις τζιτζίκια μου άγγελοι, γεια σας κι η ώρα η καλή.

Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;

Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί:

Ζει και ζει και ζει … ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.

Κι εγώ μέσα στους αχινούς στις γούβες στ’ αρμυρίκια

σαν τους παλιούς θαλασσινούς ρωτούσα τα τζιτζίκια:

Ε, σεις τζιτζίκια μου άγγελοι, γεια σας κι η ώρα η καλή.

Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;

Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί:

Ζει και ζει και ζει … ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.

Οδυσσέας Ελύτης


Tης αγάπης αίματα με πορφύρωσαν

Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν

και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε

οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων

μακρινή μητέρα

ρόδο μου αμάραντο

Στ’ ανοιχτά του πέλαγου με καρτέρεσαν

με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε

αμαρτία μου να ‘χα κι εγώ μιαν αγάπη

μακρινή μητέρα

ρόδο μου αμάραντο

Τον Ιούλιο κάποτε Μισανοίξανε

τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου

την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν

μακρινή μητέρα

ρόδο μου αμάραντο

Από το “Άξιον Εστί”

Οδυσσέας Ελύτης


Οι πόνοι της Παναγιάς

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;

Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;

Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις

Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,

που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα ‘χεις κορμάκι τρυφερό,

θα σε φυλάω από ματιά κακή και από κακό καιρό,

από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.

Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.

Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,

να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό

να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,

κ’ υστέρα απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ

που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι…

Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,

κι η Αλήθεια σου χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μη την πεις.

Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.

Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.

Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.

στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά.

– Ω. πώς βελαζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο…-

Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά

την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω.

Κώστας Βάρναλης


Στην Παναγία την Κουνίστρα

Ες λην τν Χριστιανοσύνη

μία εναι μόνη Παναγία, γνή:

Κόρη παιδίσκη, γία τν γίων,

χωρς Χριστν παιδ στ χέρια

κα τρεφομένη μ γγέλων ρτον.

Κι σύ, σως μόνη σύ, Παναγία Κουνίστρα,

Κουνίστρα σύ·

φανερώθη στς Σκιάθου τ νησί,

ες δένδρον πεύκου πάνω καθισμένη

κι κινετο π αώραν τερπνήν,

πως α κορασίδες συνηθίζουν,

κι μπρός της καιεν κοίμητος κανδήλα.

Κι φανερώθη, κι λος λας

μετ θυμιαμάτων κα λαμπάδων

ν θεί λιτανεί τν προέπεμψε,

κι κτίσθη τότε ραος ναΐσκος λευκς

μ μάρμαρα, κι στολίσθη μ πιατάκια,

ραία λληνικ πιατάκια, το θνους το κλεκτο

κι λος λιος λαμπε τν ναόν της

κι λα τ στέρια τν φεγγοβόλουν

κα σελήνη τν λαμπε γλυκά.

Κι εδεν Κόρη το λαο τν πίστιν,

εδε κα τν πτωχείαν κι σπλαχνίσθη,

πως τ πάλαι Υός της τος εχε σπλαχνισθ,

ς πρόβατα μ χοντα ποιμένα.

Κι ρχισε ν γιατρεύει τος ρρώστους,

άτρευσε κα τος δαιμονισμένους,

πο ταράττοντο φοβερά, μα πλησίαζον ατήν.

Ες δυ χονδρος κρίκους, ες τν τοχον μπηγμένους,

τος δεναν μ λυσσίδες διπλές.

Κα φευγαν τ δαιμόνια μ τρόμον

στν χάριν τς πανάγνου Κόρης

μ τν νηστείαν κα τν προσευχήν.

Κι να δαιμόνιον πεσμον, ργίλον,

καθς φυγαδεύθη μ κρότον πολύν,

σπασε δυ κυπαρισσιν τς κορυφάς,

ξω το ναο, πειδ δν εχε παραχώρησιν

ν κάμει λλο μεγαλείτερον κακόν.

χάρις σου, το ερο σου ερήνη,

Παναγία, Κουνίστρα μου καλή,

ατ ν διανέμει τν γαλήνη

ες τν ψυχή μου τν μαρτωλή

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Εισόδια

Υπάρχει ένα θέμα ωραίο :

να γράψης στίχους μουσικούς, χλωμούς, νησιώτικους,

που να διαβάζωνται με τη βοήθεια της φλόγας

ενός μικρού κεριού που τρέμει,

κι από ψυχές που τρέμουν και ποθούν…

Υπάρχει ένα θέμα εσπερινό, ωραίο πολύ:

για λιτανείες κοριτσιών λευκοντυμένων,

αγνών παιδιών – στα χέρια να κρατούν

λαμπάδες χαί χρυσάνθεμα…[ ]

Ωραίο θέμα, συγκινητικό,

που έτσι καθώς πασχίζεις να το γράψης,

έρχεται μες στην ερημιά που ζης και σε χαϊδεύει

γλυκειά και γαληνή σαν καλησπέρα της μανούλας σου

εκείνη η ευωδιά των χρυσανθέμων

π’ ανθούνε στα κηπάρια του Νοεμβρίου –

η ευωδιά η παράξενη, που εκπλήσσει τους αγγέλους

καθώς τους αναγγέλλει μυστικά

την είσοδο της ταπεινής Παρθένου…

Ματθαίος Μουντές


«Παρηγορήτισσαν»

Παρθένα μάννα, του στρατού σου ασπίδα,

των πρώϊμων μυγδαλιών θα ρεψ’ η ελπίδα,

στους βωμούς της Ηπείρου, οπού φλογίζουν;

Παρθένα μάννα, εσώθη το φεγγάρι,

που φώταε τη μεγάλη σου χάρη

κι’ οι αρματωμένοι τους ναούς φροντίζουν.

Σε ρημοκκλήσια, οπού μια φλόγα τρέμει

του χλωμού καντηλιού σου και οι ανέμοι

κι’ η βροχή παραδέρνουν ναν τη σβύσουν

κι’ οι λαβωμένοι, βογγούν για τα χάδια,

τα δροσοπάροχά σου, στα σκοτάδια,

μεταλαβή τους πριν να ξεψυχήσουν.

Κυρά, που δρόσο ερίχναν τα μαλλιά σου,

να κοιμηθή η σκλαβιά στην αγκαλιά σου,

οπού μπροστά σου όση είναι δάφνη στέκει

κι’ όσο λιβάνι για τα γόνατά σου

κι’ απ’ την παρηγορήτραν ομορφιά σου

παίρνει όση χάρη έχει το τουφέκι.

Που τα βαθειά Γιαννιώτικα περβόλια

μοσκοβολάν για τη δική σου ανάσα,

που τάμα σου χρυσώνανε τα βόλια,

κι’ η έρμη πολιτεία σου ετάχτη πάσα

σα νύφη και σα χήρα, οπού τη δόλια,

μοίρα της σκέπει σε καλόγριας ράσα,

άπλωσ’ τα χέρια στο χαμό κι’ ας γύρει

η χάρη σου, καθώς σε πανηγύρι,

Παντάνασσα, κι’ ας βρη το μονοπάτι,

πέρα απ’ το δρόμο, με κορμιά στρωμένο,

που περιμένει το συγυρισμένο,

για να σε πάει, στα Γιάννινα, άσπρον άτι.

Παρθένα μάννα, το πικρό ποτήρι

ως την στερνή τόπιαμε στάλα• δράμε

εκεί, που τα ίδια σπλάχνα σου ξεσκίζουν.

Άνοιξ’ το δρόμο, ακοίμητη, να πάμε

όπου τουφέκι και λιβανιστήρι.

Οι αρματωμένοι τους ναούς φροντίζουν.

Στο ναό σου, όλος να μπη ο στρατός σου, κάμε.

Άγγελος Σικελιανός