Υπάρχουν ορισμένες στιγμές και γεγονότα της παιδικής μας ηλικίας που χαράσσονται βαθιά μέσα μας και δεν τα αποχωριζόμαστε ποτέ. Είναι πάντα εκεί, ψάχνοντας κάθε φορά την αφορμή να αναδυθούν στην επιφάνεια των συναισθημάτων μας, να εξυπηρετήσουν το ρόλο της νοσταλγίας και να ξανακρυφτούν μέχρι την επόμενη φορά…
Άλλωστε, σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία και που οι καθημερινές ανάγκες και δυσκολίες των ανθρώπων του μόχθου πολλαπλασιάζονται, η επιστροφή σε μνήμες της παιδικής ηλικίας, αλλά και σε εικόνες μιας άλλης Ελλάδας, φτωχής αλλά αυθεντικής, είναι πράξη απαραίτητη για την ψυχική μας υγεία…
Το διήγημα που παρουσιάζουμε σήμερα του αγαπητού φίλου της Ιονικής Οικογένειας κ. Στάμου Γαλούνη, «ΤΟ ΠΑΓΩΤΟ με τίς ΣΦΗΚΕΣ» μας μεταφέρει με συγκίνηση και διεισδυτική τρυφερότητα σε μια εποχή σκληρής ζωής, που όμως, μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού που δοκιμάζει για πρώτη φορά ένα παγωτό, ξετυλίγει μια αφήγηση γεμάτη πίκρα, αλλά και λαχτάρα, αγνότητα και ελπίδα.
Ένα παιδί δε χρειάζεται και πολλά για να ευτυχισμένο… Ένα κομμάτι παστέλι, ένα χαμόγελο, ένα παγωτό μπορούν να έχουν ανυπολόγιστη αξία. Είναι μια πρόσκληση να ξαναθυμηθούμε τι έχει πραγματική σημασία: οι ρίζες μας, οι άνθρωποί μας, και η δύναμη που αντλούμε απ’ τα απλά, τα ταπεινά και τα αληθινά.
ΤΟ ΠΑΓΩΤΟ με τίς ΣΦΗΚΕΣ.
Σέ κείνα τα μέρη του Ξηρομέρου, ο τόπος είναι πέτρινος, τραχύς, άνυδρος κι’ άγριος.
Ίδιες είναι κι΄οι ζωές των ανθρώπων,πάνω από χίλιες πεντακόσιες ψυχές, σκληρές, στερημένες καί πονεμένες, ριζωμένες σε λιθάρια, στέρφα γής, φρύγανα, ασφάκες κι αγραπιδιές.
Ηλεκτρικό δεν έχει, νερό μονάχα σε λίγες στέρνες, το ψωμί λιγοστό, ζυμωμένο με τα χέρια της μάνας και ποτισμένο το στάρι, από τον ιδρώτα εκείνης και του πατέρα.
Δεν έχουν έξω κανένα σύμμαχο, το κράτος τούς έχει άγραφτους και ξεχασμένους, ανήκει στούς εξουσιαστές του, η πατρίδα είναι μακριά στην Αθήνα, αλλά κι΄ο Θεός όταν περνάει από εκεί, σπάνια ξεπεζεύει, απ’ το περήφανο τ’ άσπρο του το άλογο, ν’ ακούσει,παρακλήσεις, αδικίες, πικρές αλήθειες, βάσανα ,παράπονα κι ανημπόριες.
Κι΄όμως αντλούν χαρά, από ελπίδες που αχνοφαίνονται, για μελλοντικές καλύτερες μέρες.
Εξ΄ άλλου πέρασαν τα αδιανόητα χειρότερα, με ξενική κατοχή, βίαιους θανάτους , πείνα με πρησμένες κοιλιές και εμφύλιο, με μίση,πάθη, παραλυτικούς φόβους και αίμα που ακόμη δεν λέει να στεγνώσει.
Σ’ αυτό τον τόπο, στο Αρχοντοχώρι-Ξηρομέρου και σε χωροχρόνο Αύγουστο καυτό, κατάξερο μήνα, κοντά στη γιορτή της Παναγιάς, κάπου μετά τα μισά τής δεκαετίας του εξήντα.—. με την νύχτα να πέφτει, επιστρέφουν στο σπίτι, η μάνα πεζοπορώντας, τα δύο άλογα φορτωμένα με σακιά γεμάτα ΄΄μαλλί΄΄ πού λαναρίστηκε-επεξεργάστηκε στην Κατούνα ( μεγάλο χωριό, 20 χιλιόμετρα μακριά, στ’ ανατολικά, που είχε ηλεκτρικό!) και καβαλάρης ο μικρός επτάχρονος Σταμούλης.
Είχαν πάει για το λαναριστήριο και έμειναν στην Κατούνα τρείς μέρες σε συγγενείς.
Εκεί, στο μεγάλο αυτό χωριό, πρώτη φορά ο μικρός, αγόρασε με μιάμιση δραχμή ( δώρο της μάνας) και δοκίμασε παγωτό κρέμα βανίλια .
Μιάμιση δραχμή ήταν η τιμή του, αλλά η αξία του ανυπολόγιστη.
Έκρηξη απόλαυσης, αισθητηριακός πανηγυρισμός και ανείπωτος ηδονισμός, από την γεύση της άσπρης κρύας κρέμας. Ο μικρός άπειρος,απροπόνητος και παρθένος, απολάμβανε την γευστική συναισθηματική πρωτόγνωρη εμπειρία, αργά-αργά, με τον πολιτισμό να λιώνει γλυκά-γλυκά στην γλώσσα του. ….
Ξελιγομένος ο μικρούλης, σιγομουρμούριζε
— Μάνα μ΄..κί Πανα΄ία μ΄ ! Τι΄ναι ετούτη η χαρά !! —
Σε λίγο όμως, ήρθε… η καταστροφή.!
Από την μεθυστική καθυστέρηση…. ο ανελέητος ήλιος πού πύρωνε καί λιθάρια,… έλιωσε το μισό σχεδόν παγωτό , πού αποκολλήθηκε ξαφνικά, απ’ το ξυλάκι και έπεσε στο χώμα…….
Πανικόβλητος και σε προσωπικό θρήνο ο μικρός , γονατισμένος καταγής, με το ξυλάκι σαν κουταλάκι, προσπαθούσε να περισώσει όσο παγωτό μπορούσε,κι ας είχε και λίγο χώμα, δέν τον πείραζε….. πάλι σκέτη γλύκα ήταν.
Μάταια όμως,….. γρήγορα κατέφθασαν παρελαύνοντας λεγεώνες πεινασμένων μυρμηγκιών και με φοβιστικο βουητό χιλιάδες απειλητικές σφήκες. Επεσαν πάνω στην λιωμένη κρέμα και δεν άφηναν χώρο ούτε, για το ξυλάκι κουταλάκι του παιδιού.
Άνιση η μάχη.. ηττήθηκε ο μικρός….απ’ τά μυρμήγκια, τη ζέστη, τις μοχθηρες σφήκες καί τα χώματα.
Άξιζαν άραγε τόσα πολλά παιδικά δάκρυα, –……..όχι τόσο απ’ το τσίμπημα μιας σφήκας στο καρπό του αριστερού χεριού και τον οδυνηρό πόνο –.αλλά για την πεσμένη, χαμένη στο χώμα, μισή παγωμένη κρέμα βανίλια..
Ποιος μπορεί και ξέρει τι είναι σημαντικό, ποιος μπορεί με ακρίβεια να ζυγίσει, να μετρήσει και να κρίνει, τι πληγώνει μια άγουρη παιδική ψυχή.
Ευτυχώς την επόμενη μέρα ,ο μεγάλος ξάδερφος, ένιωσε το δράμα τ’ αγοριού και .. κέρασε …παγωτό σοκολάτα σε χάρτινο κυπελάκι.!!!
Αυτή την δεύτερη φορά, υποψιασμένος καί έμπειρος πιά, δεν έκανε κανένα λάθος.
Οι κινήσεις του ήταν όλες προσεγμένες, η απόλαυση του ήταν ακέραιη, μεθυστική κι’ολοκληρωτική . Μέχρι και το χαρτί γυαλίστηκε.
. Αυτή την θεϊκή πρωτόγευστη παγωτένια γλύκα κι’ ηδονή, σκεφτόταν συνέχεια ο μικρός καβαλάρης, εκείνο το βράδυ της πολύωρης επιστροφής, για το χωριό τους.
Είχαν περάσει τις ανηφόρες του Αετού , εκεί πού με δυσκολία κρατώντας το καπίστρι του πρώτου αλόγου, περπατούσε στά σκοτεινά η κουρασμένη μάνα, – γιατί η σκιά του βουνού δεν άφηνε το φώς του φεγγαριού να της δείχνει τον δρόμο–……………… όταν ο μές την νύστα , την νύχτα, τα αραιά ουρλιαχτά των λύκων, τόν μουσικό μονότονο ήχο απ’ τα πέταλα των αλόγων και στην μοναξιά του άγριου τόπου…ρωτάει ο μικρός ………
<Μάνα πότε..θα μ’ ξαναπάρς παγωτό ; >>>
Σάστισε η μάνα, ξαφνιάστηκε… δεν το περίμενε.. αλλά απάντησε καθησυχαστικά στο βλαστάρι της …
<<Τ’ ΧΡΟΝ’ γιέ μ’….. π’θα πάμε στο νονός στ’ Αγρίνιο>>
( Ο νονός έμενε, κοντά στο Αγρίνιο και εκεί είχαν ηλεκτρικό και παγωτά)
. Η μάνα με τα ροζιασμένα χέρια, με το χάδι καί το βλέμμα της Παναγιάς, με την καρδιά αγαθαγγέλου, η λιπόσαρκη, πανταχού παρούσα ανθεκτική μάνα, με τα ταλαιπωρημένα σκούρα ρούχα, τα βασανισμένα παπούτσια, το καφένιο μαντήλι στα μαλλιά, χωρίς κανένα μάλαμα, παρά μόνο με την φθαρμένη από τον χρόνο και τις δουλειές βέρα της, χάιδεψε, φίλησε το ποδαράκι του μικρού καβαλάρη και καταλαβαίνοντας τον καυμό του, είχε προνοήσει και του΄δωσε για αντίδωρο ένα κομματάκι παστέλι.
<< Ωραίο μάνα και γλυκό είν’ κι’ αυτό>> μονομολόγησε τ’ αγοράκι
Μασούλαγε απολαυστικά το παστέλι ο μικρούλης, μετρούσε καί χάζευε τ’ αστέρια τ΄ουρανού, κρατούσε τη χαίτη του αλόγου και προσπαθούσε να καταλάβει.. πότε είναι του χρόνου.
Δεν ήξερε ακόμα να μετράει καί νά λογαριάζει ……
Πόσες μέρες χρειάζονται; πόσα όνειρα πρέπει να δεί και πόσες νύχτες πρέπει να περάσουν, για νάρθει “του χρόνου”
Τ΄ όνειρο κι΄η προσδοκία του μικρού ..να συντομεύσει τον χρόνο ,να τόν μικρύνει,να τον κοντύνει… για νάρθει γρήγορα ‘τού χρόνου’ για νά’χει …ένα παγωτό!!
Μέχρι τότε, μέχρι του ‘χρόνου’…… θα φυλάει στην τσέπη του, το ξυλάκι με την ευωδιαστή μυρωδιά βανίλιας , απ’ εκείνο το πρώτο του ερωτικό παρθενικό παγωτό, που τόσο άδικα κι’ απρόσμενα, έλιωσε τού’πεσε στο χώμα κι’ έχασε την μισή απόλαυση καί γλύκα!
ΥΓ: Η νοσταλγική αυτή πυκνή μνήμη , έρχεται κάθε Αύγουστο, για να καταργήσει το φράγμα του χρόνου και του χώρου,…. να συγκινήσει, …να ταπεινώσει,..να δροσίσει το μυγδαλο της ψυχής… να επαναπροσδιορίσει τα ουσιώδη, τα αληθινά σημαντικά χρηστικά, όσα μικρά με παγωτένια γλύκα τόν ευφραίνουν, τόν επαναβαπτίζουν στην κολυμπήθρα των χρόνων της αθωότητας, τον επανασυνδέουν με τις ρίζες του καί τον ομφάλιο λώρο και των ανασταίνουν στίς θαλασσοταραχες του βίου του.
Κι’ έτσι επαναφέρει τα ζύγια του ψυχισμού του, ..εκεί που οι ανάγκες κι’αξίες, έχουν μέτρο, την αρμονία, τήν ισορροπία, τη συμπονετική συνύπαρξη με τους σημαντικούς Αλλους καί σταθερά, την απλή ένσαρκη και άυλη, ψυχική ευχαρίστηση,…του ενσυναίσθητου μικρού Ανθρώπου.-