Συναδέλφισσες – Συνάδελφοι
Δεν γεννηθήκαμε για χάδια. Γεννηθήκαμε για να αντέχουμε.
Το παρακάτω συγκινητικό και συνάμα στυγνά ρεαλιστικό διήγημα, φωτίζει την αγωνία, τη δύναμη και τις σιωπηλές θυσίες μιας γυναίκας, μέσα σε μια σκληρή εποχή, γεμάτη φτώχεια, στερήσεις και κοινωνικές προκαταλήψεις.
Μέσα από την προσωπική της μαρτυρία ξεδιπλώνεται η ιστορία ολόκληρων γενεών – ιδιαιτέρως γυναικών – που πάλεψαν χωρίς φωνές, αλλά με αξιοπρέπεια, για να κρατήσουν όρθιες τις οικογένειές τους.
Μια ιστορία για γυναίκες που δεν σπούδασαν, αλλά έστησαν οικογένειες, που δεν αγάπησαν πολύ, αλλά κράτησαν τον κόσμο τους όρθιο. Για την αδερφή, τη μεγάλη, που δεν έγινε μάνα, γιατί ήταν μάνα για όλους.
Μια βαθιά ανθρώπινη αφήγηση, αφιερωμένη σε όσες και όσους έζησαν «τα δύσκολα» – και παρ’ όλα αυτά, προχώρησαν.
Εγώ της είπα της μάνας, να μην τον πάρει. Η μεγαλύτερη ήμουν κι από κοντά άλλα πέντε, όλα θηλυκά. Ο πατέρας έσκαβε…για τ’ αρσενικό.
Έντεκα χρονών εγώ, και κάθε χρόνο κι ένα. Πέντε η μικρή μας. Δεν πρόλαβε να την δει ο πατέρας. Όλες μοιάζαμε της μάνας μας. Ετούτη η στερνή, ολόιδια ο πατέρας.
Κάθε φορά που του έλεγε η μαμή να σου ζήσει η θυγατέρα, εκείνος γελούσε. Άντε έλεγε, της μάνας, να μας ζήσει και τούτη, μα το άλλο θα’ χει τσουτσούνι, και το τσουτσούνι δεν ήρθε απ’ αυτόν ποτέ. Οι θυγατέρες μου έλεγε και καμάρωνε, μα ήθελε και τον γιο.
Τον χάσαμε τον πατέρα. Είχε το κακό. Ένα σπυρί έβγαλε και σε τρεις μήνες τον σκέπασε το χώμα.
Έκλαψε η μάνα με μαύρο δάκρυ, μα πίσω δεν τον έφερε. Κι όσο θυμόταν που δεν είδε καθόλου την μικρή ξανάκλαιγε. Είχε πόνο πολύ, μα κι οι ανάγκες ακόμα μεγαλύτερες.
Ο αδερφός του πατέρα μας, της είπε μια μέρα, νύφη, ξέρεις πολύ καλά πως εγώ δεν μπορώ να βοηθήσω το σπίτι σου. Έχω την δική μου οικογένεια, και δεν θα σε παρεξηγούσα αν έβαζες κάποιον στη ζωή σου, να σπρώξει λίγο για τις ανάγκες των θυγατέρων σου.
Δεν θέλω κανέναν εγώ, του είπε κείνη. Έναν πήρα και μου τον πήρε ο θεός. Δεν θέλω κανέναν, ούτε βοήθεια από σένα. Έχεις την φαμίλια σου να κοιτάξεις, μην έχεις την έγνοια μας.
Θα τα καταφέρουμε εμείς του είπε. Θα τα καταφέρουμε.
Τι να καταφέρουμε; Πέντε στόματα ήταν αυτά, και το δικό της έξι. Ποιο να πρωτοταΐσει η μάνα; Ο θείος είπε πως δεν μπορούσε να βοηθήσει, μα η γυναίκα του πάντα έβγαζε δυο τρία πιάτα φαΐ παραπάνω. Φιλενάδες ήταν με την μάνα μου από μικρά κορίτσια μαζί.
Γίνανε και συννυφάδες. Την πονούσε.
Πες πες ο θείος, πες πες κι θεία την πείσανε την μάνα. Δεν είναι ντροπή της είπαν να βάλεις κάποιον στο σπίτι να βοηθήσει την κατάσταση. Κι αν σε νοιάζει για τον κόσμο, εμείς εδώ είμαστε να τον βάλουμε στην θέση του, και να κοιτάξει τα δικά του θέματα.
Η συννυφάδα της ήταν αυτή που της είπε για τον πατριό μας. Θυμήθηκε που την ήθελε, και της το είπε. Όλα κείνη τα’ κανε κι είπε κι η μάνα το ναι.
Μην τον πάρεις μάνα της είπα. Θα τα καταφέρουμε μόνες μας. Να, εγώ μεγάλωσα και θα μπορώ να’ ρχομαι στα χωράφια, λες κι ήταν μόνο αυτό.
Ο πατριός μας ήταν καλός άνθρωπος, κι αγαπούσε την μάνα. Την ήθελε από παιδί, αλλά αυτή πήρε τον πατέρα, κι αυτός δεν παντρεύτηκε.
Να, τώρα έτσι που τα έφερε η ζωή την πήρε, με έτοιμη οικογένεια. Δεν είπε ποτέ τίποτα για μας. Την κακή του την κουβέντα δεν την ακούσαμε.
Όλη μέρα στα χωράφια να δουλεύει, για να’ χομε εμείς απ’ όλα. Στον χρόνο πάνω έκανε η μάνα τον γιο. Ε, ρε και να την έβλεπε ο πατέρας από καμιά μεριά…
Πέρασε ένας χρόνος ακόμα, κι έκανε κι άλλο γιο η μάνα. Σταμάτα της είπα. Του’ κανες δυο. Μην του κάνεις άλλα. Θα σηκωθεί ο πατέρας από τον τάφο σαν βλέπει ν’ αραδιάζεις γιους.
Γέλασε η μάνα, γέλασα και’ γω. Γέλαγε και το μικρό, χωρίς να ξέρει το γιατί. Τα αγαπήσαμε πολύ τα αγόρια. Δεν κάνανε άλλο. Ο πατριός μας, χαράματα έφευγε, νύχτα γύριζε. Κάθε μεσημέρι πότε εγώ και πότε οι άλλες μου αδερφές, του πηγαίναμε λίγο φαγάκι.
Το πρωί έπαιρνε ένα ξεροκόμματο με λίγες ελιές, ή λίγο τυρί, κι ένα παγούρι με νερό κι έφευγε για τα χωράφια. Ευτυχώς ήταν κοντά και μπορούσαμε να του πάμε λίγο φαΐ. Δεν θέλω να στέλνεις τα κορίτσια της έλεγε στις ερημιές να μου φέρνουν φαγητό.
Μην το κάνεις αυτό. Εγώ πήρα το πρωί αυτό που χρειάζομαι. Εσείς να τρώτε θέλω, και να μην ξανάρθουν τα κορίτσια. Όταν όμως μας έβλεπε να πηγαίνουμε μ ένα πιάτο φαΐ μέσα στο μεσημέρι, σκούπιζε τον ιδρώτα του, και τα δάκρυα μαζί, και καθόταν να φάει.
Εσείς φάγατε; Μας ρωτούσε. Έφτασε το φαΐ; Ναι του λέγαμε. Έφτασε. Κι αν του λέγαμε πως δεν ήταν και πολύ σήμερα, έτρωγε δυο μπουκιές, και μας το’ δινε πίσω.
Να το δώσετε στην μάνα μας έλεγε. Ξέρει αυτή. Κι όταν της το δίναμε, η μάνα το’ παιρνε κι έλεγε μες στους αναστεναγμούς της, εγώ σε θέλω ζωντανό. Όχι νηστικό.
Του το φύλαγε για το βράδυ που θα γυρίσει, και σαν του το’ δινε, την μάλωνε. Γιατί δεν το φάγατε της έλεγε. Γιατί; Πάλι δεν το άγγιζε, και μας το έδινε.
Ένα βράδυ του’ βαλε τις φωνές η μάνα μας. Φώναζε τόσο που ξυπνήσαμε και τα εφτά αδέρφια. Εμείς κοιμόμασταν σ’ ένα δωμάτιο όλα μαζί στρωματσάδα, και σ’ άλλο ένα μικρό, πολύ μικρό κοιμόνταν αυτοί.
Για να πας στο δωμάτιό τους, πατούσες τα κορμιά μας. Τον φώναζε η μάνα και του έλεγε πως αν πάθει κάτι όλη μέρα νηστικός, πώς θα ζήσουν τα παιδιά; Αν τα νοιάζεσαι να τρως αυτό που σου στέλνω, κι όχι να το γυρίζεις πίσω. Χορτασμένο σε θέλω, όχι πεθαμένο και σένα.
Ηρέμησε της είπε ο καψερός. Μη φωνάζεις και θα το τρώω από και πέρα. Θα το τρώω, μόνο μη φωνάζεις και ξυπνήσουν τα παιδιά. Εμείς είχαμε ξυπνήσει κι ο μικρός που τον κοίμιζα δίπλα μου, με είχε αγκαλιάσει κι ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
Δεν είναι τίποτα του είπα. Έτσι κάνουν τα ζευγάρια. Που και που μαλώνουν. Εμείς δεν τους είχαμε ακούσει ποτέ να φωνάζουν. Και πώς; Σάμπως ήταν και μαζί καθόλου;
Όλη μέρα στα χτήματα, και το βράδυ έπεφτε ξερός. Ούτε να ξεπλύνει τα χώματα δεν είχε όρεξη. Έριχνε λίγο νερό στα μούτρα του, κι αυτό ήταν όλο.
Το πρωί που ξύπναγε τα μαλλιά ήταν κοκαλωμένα από το χώμα και τον ιδρώτα. Τα μούσκευε, έπαιρνε και την τσατσάρα τα ίσιωνε λίγο και δρόμο…
Τον χάσαμε κι αυτόν. Από τι πήγε δεν μάθαμε ποτέ. Δίπλα από τον πατέρα τον βάλαμε. Εγώ για να κάνω την μάνα να γελάσει, της είπα δεν έπρεπε να τους έχομε κοντά. Θα τσακώνονται όλη μέρα. Κι αντί να γελάσει, άρχισε να μοιρολογεί, κι όσα δεν είχε πει σε όλα της τα βάσανα, τα είπε μαζεμένα.
Σταμάτα μάνα. Σταμάτα. Θα χάσεις το φως από τα δάκρυα τα πολλά.
Να το χάσω μου’ λεγε, να μην τα βλέπω τα βάσανά μου. Να μην τα βλέπω. Λες κι άμα δεν τα’ βλεπε, δεν θα τα κουβάλαγε στην πλάτη της, κι αυτή και’ μεις μαζί.
Αφού τον αποκλάψαμε, έπρεπε να δούμε τι θα κάνομε. Πώς θα οργανώναμε την ζωή μας από δω και πέρα. Δεν θα πάω στο σχολείο είπε ο μεγάλος μας. Φτάνουν τρεις τάξεις που έβγαλα. Το όνομά μου ξέρω να το γράφω. Λες και πηγαίναμε σχολειό να μάθουμε τ’ όνομα.
Η μάνα σαν να της καλό’ ρθε, και δεν είπε τίποτα. Μην το πεις άλλη φορά του είπα. Θα πας, και θα το βγάλεις το δημοτικό και θα πας και παραπέρα.
Μου’ ριξε ένα βλέμμα εκείνη, της έριξα και’ γω άλλο ένα και συνεννοηθήκαμε…Θα πάει της είπα, και δεν σηκώνω κουβέντα. Εκείνο που θα σηκώσω, είναι το μοιράδι των υποχρεώσεών του.
Αυτή ήταν η κατάντια μας. Να μοιραζόμαστε υποχρεώσεις από την κούνια μας…
Είχα μεγαλώσει πια, κι είχα τον πρώτο λόγο. Με φοβόταν και λίγο η μάνα. Δεν της χαριζόμουνα, κι αυτή το καταλάβαινε.
Θα πας του είπα. Ο πατέρας σου το ήθελε ετούτο. Να μάθεις γράμματα ήθελε, και θα μάθεις. Εγώ με την μάνα μας θα αναλάβουμε τα χωράφια. Η δεύτερη τις δουλειές στο σπίτι. Η τρίτη θα προσέχει τον μικρό, κι οι άλλες δύο θα βοηθάνε όπου μπορούνε μετά το σχολειό κι αυτές.
Δεν έφερε αντίρρηση κανείς τους, κι έτσι πήρα τα ηνία του σπιτιού.
Στον ίσκιο καθόμασταν μια μέρα και κολατσίζαμε. Την πήρε ο ύπνος την μάνα, κι άμα της είπα σήκω, πόστασα μου είπε. Άφησέ με λίγο.
Σήκω της είπα γιατί το να είσαι μάνα δεν φτάνει να γκαστρώνεσαι. Μα πρέπει και στη δουλειά να στρώνεσαι. Σήκω. Είσαι σκληρή μου είπε, μα δεν με πείραξε καθόλου.
Αργότερα με έστησα στον τοίχο, κι όση ώρα μου τα’ ψελνα, μου απαντούσα, πάλι τα ίδιο θα έκανα. Πάλι σκληρή θα ήμουνα, αλλιώς δεν θα επιβιώναμε.
Τα καταφέραμε μια χαρά και χωρίς άντρα. Ο μεγάλος μας τελείωσε το δημοτικό με άριστα, και πήγε και παραπέρα. Αυτές που πηγαίναν ακόμα στο σχολείο, το τελείωσαν, και πήγαν σε οικοκυρική σχολή να μάθουν να κάνουν πράγματα…
Χρήσιμα φάνηκαν αυτά που μάθανε. Χρήσιμα. Η μια έγινε μοδίστρα, κι η άλλη πλέχτρα. Ο μικρός πήγε κι αυτός να μάθει γράμματα. Τον πήρε ο μεγάλος κοντά του. Δούλευε την μέρα και πήγαινε σε νυχτερινό γυμνάσιο.
Κι όταν τελείωσε κι αυτός, ανοίξανε οι δυο τους ένα γραφείο στην πόλη να θάβουν πεθαμένους. Έπεσε να πεθάνει η μάνα. Τα σπούδαζα να θάβουν νεκρούς έλεγε, κι έσκουζε μέρα νύχτα.
Θα πεθάνω από τον καημό μου. Να πεθάνεις της είπα μια μέρα.
Να πεθάνεις και θα σε βάλω ανάμεσα στους άντρες σου. Ένα βράδυ να κοιμάσαι με τον ένα, και τ’ άλλο βράδυ με τον άλλο. Να σηκωθούν οι άλλοι πεθαμένοι και να σας διώξουν από κει.
Δεν ξανά είπε κουβέντα. Ήμουν σκληρή μαζί της, γιατί μεγαλώνοντας είδα πως τον εαυτό της κοίταζε μόνο. Μην κουραστεί, μην αρρωστήσει, μην κρυώσει, μην βήξει, μην κλάσει.
Για τα παιδιά της δεν την άκουσα ποτέ να τα πει αυτά.
Αργότερα που θησαυρίσανε οι νεκροθάφτες της, καμάρωνε, κι όλο τους ζήταγε λεφτά. Τα μνήματα έφτιαχνε με δαύτα. Να δείξει στον κόσμο πως τα δικά της ήταν τα καλύτερα. Οι νεκροθάφτες, πάντρεψαν τις δυο αδερφές μας, και τις καλοπάντρεψαν μάλιστα.
Τις προίκισαν και με το παραπάνω. Να’ ναι καλά οι πεθαμένοι. Η μοδίστρα μας, κι η πλέχτρα μας, δεν ήθελαν προίκα. Εμείς έχομε την δουλειά μας είπαν, κι όποιος μας θέλει, θα μας πάρει χωρίς προίκα. Κι η μάνα έκανε τον σταυρό της που τα παιδιά της πήγαν καλά.
Εγώ έμεινα στο ράφι. Ήταν επιλογή μου. Εκεί μαζί με την μάνα. Κι όταν μου έλεγε γιατί κόρη μου; Τόσο άξια που είσαι, γιατί θες να μείνεις μόνη σου;
Γιατί μπάφιασα της είπα. Μπάφιασα. Κουράστηκα. Από μικρή μεγαλώνω μαζί με σένα τα παιδιά σου. Το ξέχασες; Τώρα γάμους κι άλλα παιδιά δεν θέλω.
Αλήθεια ήταν. Γιατί εκείνον που αγάπησα σαν ήμουν νέα, δεν τον πήρα. Το είπε στους γονείς του, ήρθαν και με βρήκαν στα χωράφια και μου είπαν να αφήσω το παιδί τους ήσυχο, και πως του άξιζε μια καλύτερη γυναίκα, κι όχι εγώ η ξεβράκωτη, που δεν έχω στον ήλιο μοίρα.
Εκείνος έφυγε, κι εγώ έπεσα με τα μούτρα κι αυγάτισα την περιουσία μου. Κι όταν αυτοί είδαν την προκοπή μου, ήρθαν και μου είπαν, πως έρχεται ο γιος τους να παντρευτούμε.
Εγώ είχα πονέσει πολύ. Τον σκότωσα μέσα μου και τον έθαψα χωρίς τους νεκροθάφτες μου. Τι να τον κάνω τους είπα. Εγώ τώρα, έχω την περιουσία μου και δεν θα την μοιραστώ με κανέναν. Έχω και πολλά βρακιά τους είπα.
Δεν μετάνιωσα ποτέ που δεν παντρεύτηκα.
Βλέπω τα αδέρφια μου να είναι μια χαρά. Έχω τα ανίψια μου, που με λατρεύουν. Οι νύφες μου, οι γυναίκες των αδερφών μου, τσακώνονται ποια θα με φιλοξενήσει.
Δεν πολύ πηγαίνω για την ώρα. Έχω και την μάνα που δεν αφήνει την κούρνια της, κι ας φωνάζουν οι νεκροθάφτες της, να την πάρουν μαζί τους, στα σπίτια τους.
Έχω και την περιουσία μου…Άμα φύγω θα ερημώσουν όλα.
Τι; Τόσος κόπος, τόση πίκρα, τόση στέρηση, τόσο δάκρυ, τόσος πόνος, δεν μπορείς να τα αφήσεις να πάνε στράφι.. Κι άμα φύγω, πως θα βλέπω την μάνα κείνου που αγάπησα κάποτε, σαν μ’ ανταμώνει στο δρόμο να γυρνάει τα μούτρα της αλλού και να ξινίζει;
Μια μέρα σαν το’ κανε σκόνταψε κι έπεσε. Πήγα να την σηκώσω, κι άμα μ’ είδε από πάνω της, να την τραβάω. πνίγηκε από την ξινίλα της, γύρισε μπρούμυτα και χτυπιότανε σαν φίδι μισοσκοτωμένο, και ξεβράκωτο. Απ’ τον κώλο της έκρινε και τον δικό μου…Οι τεχνίτρες μας, παντρεύτηκαν δυο καλά παιδιά, κι έχουν το δικό τους εργαστήρι, και πάνε μια χαρά και κείνες.
Και’ γω καλά είμαι! Πώς να μην είμαι; Τι άλλο να θέλω; Που και που η μάνα γκρινιάζει. Να σε δω και σένα με κάποιον, και τίποτα άλλο δεν θέλω λέει. Δεν σε πήραν και τα χρόνια…
Και παιδιά κάνεις ακόμα, και την ομορφιά σου έχεις. Μάνα της λέω. Κάθε πράμα στον καιρό του, κι ο κολιός τον Αύγουστο…
Μια χαρά είμαι μάνα. Μια χαρά. Κι γυρνάω αλλού, να μην δει το δάκρυ μου. Όχι γιατί δεν είμαι καλά. Όχι. Αλλά αυτό το καλά, έχει ακριβοπληρωμένο τίμημα.
Μάρτυς μου ο θεός όμως, πως αν γύριζα πίσω, πάλι τα ίδια θα έκανα. Γιατί η ευτυχία, θέλει θυσίες. Κι εγώ όταν έστρεφα το βλέμμα μέσα μου, έβλεπα πως ήμουν ευτυχισμένη. Ποιος είπε, πως οι ευτυχισμένοι δεν δακρύζουν;
Ελευθερία Λάππα