Ο Δημήτρης Μητρόπουλος (Αθήνα, 18 Φεβρουαρίου 1896 – Μιλάνο, 2 Νοεμβρίου 1960), υπήρξε, κατά κοινή ομολογία, σημαντικότατος συνθέτης και πιανίστας και βεβαίως αξεπέραστος διευθυντής ορχήστρας (αρχιμουσικός). Περαιτέρω υπήρξε υπόδειγμα καλλιεργημένου και πνευματικού ανθρώπου, μια μεγάλη προσωπικότητα, όπως τούτο διαφαίνεται περαιτέρω από τα γραπτά, τις επιστολές και τα ποικίλα κείμενά του.
Δε συμβουλευόταν ποτέ παρτιτούρα, ούτε καν στις πρόβες, αφού ήταν γνωστός για τη φωτογραφική του μνήμη. Συνέθεσε το πρώτο του έργο σε ηλικία 15 χρόνων. Ανέβηκε περισσότερες από 2.500 φορές στο πόντιουμ, διηύθυνε σε Ευρώπη και Αμερική 45 ορχήστρες. Ήταν ο πρώτος Έλληνας που εγκατέλειψε το τονικό σύστημα.
Με λίγα λόγια ήταν μοναδικός, αξεπέραστος, πρωτοπόρος.
Γεννήθηκε σαν σήμερα, στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 1896. Ο πατέρας του Ιωάννης διατηρούσε κατάστημα με δερμάτινα είδη στην Αγίου Μάρκου και η μητέρα του Αγγελική ήταν νοικοκυρά. Σπούδασε πιάνο και σύνθεση στο Ωδείο Αθηνών και αποφοίτησε με άριστα το 1919. Σπουδαστής ων πήρε το βάπτισμα του πυρός ως μαέστρος, διευθύνοντας τη Συμφωνική Ορχήστρα του Ωδείου στις 29 Απριλίου 1915. Το 1920 με υποτροφία του Ωδείου Αθηνών μετέβη στις Βρυξέλλες, όπου έλαβε ιδιωτικά μαθήματα σύνθεσης και οργάνου.
Από το 1922 έως το 1924 εργάστηκε ως μουσικός εκγυμναστής στην Κρατική Όπερα του Βερολίνου. Εκεί γνώρισε τον Ιταλό συνθέτη και πιανίστα Φερούτσιο Μπουζόνι, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μουσική του εξέλιξη. Το 1924 επιστρέφει στην Αθήνα και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Συμφωνικής Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών (1924 – 1925 και 1927 – 1937) και της Ορχήστρας του Συλλόγου Συναυλιών (1925 – 1927). Παράλληλα, ακολουθεί διεθνή καριέρα, διευθύνοντας σπουδαία ευρωπαϊκά μουσικά σύνολα. Πρώτη του διεθνής εμφάνιση στις 27 Φεβρουαρίου 1930, όταν διευθύνει τη Φιλαρμονική του Βερολίνου, συμμετέχοντας ταυτόχρονα ως σολίστ στο Τρίτο Κοντσέρτο για Πιάνο του Προκόφιεφ.
Το 1936 πήγε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ για να διευθύνει τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστόνης, ύστερα από πρόσκληση του μόνιμου διευθυντή της Σερζ Κουσεβίτσκι. Το 1938 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Συμφωνικής Ορχήστρας της Μινεάπολης, στην οποία παρέμεινε επικεφαλής έως το 1949, καθιστώντας τη μία από τις κορυφαίες ορχήστρες των ΗΠΑ. Το 1949 μετακόμισε στη Συμφωνική της Νέας Υόρκης, στην οποία παρέμεινε έως το 1957 ως συνδιευθυντής αρχικά και στη συνέχεια ως αρχιμουσικός και καλλιτεχνικός διευθυντής.
Από το 1950 ξανάρχισε τις ευρωπαϊκές του εμφανίσεις, έπειτα από απουσία 12 ετών στις ΗΠΑ. Από τότε μοίραζε τον χρόνο του μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής. Το καλοκαίρι του 1955 πραγματοποίησε μια μεγάλη πανευρωπαϊκή περιοδεία με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης. Ανάμεσα στις πόλεις που επισκέφθηκε ήταν και η Αθήνα, έπειτα από απουσία 17 ετών. Η συναυλία της ορχήστρας στο Ηρώδειο άφησε εποχή. Η δύσκολη ευρωπαϊκή κριτική χαιρέτισε στο πρόσωπό του Μητρόπουλου ένα μεγάλο μαέστρο και χαρακτήρισε τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης ως το κορυφαίο αμερικανικό συμφωνικό συγκρότημα, που συνδυάζει την τεχνική τελειότητα μιας αφρικανικής ορχήστρας με τη μουσικότητα της γνήσιας ευρωπαϊκής παράδοσης.
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος, εκτός από σπουδαίος μαέστρος, υπήρξε και πολύ αξιόλογος συνθέτης. Έγραψε περίπου 40 έργα για ορχήστρα, πιάνο και φωνή, καθώς και μία όπερα («Αδελφή Βεατρίκη»). Οι πρώτες του συνθέσεις ήταν γραμμένες στο τονικό σύστημα, αλλά με ενδιαφέροντες αρμονικούς πειραματισμούς, οι οποίοι γύρω στο 1915 γίνονται περισσότερο τολμηροί, φτάνοντας στην ατονικότητα τη δεκαετία του ’20. Είναι ο πρώτος έλληνας συνθέτης που χρησιμοποίησε στο έργο του «Οστινάτα για βιολί και πιάνο» (1926-1927) αυστηρά δωδεκαφθογγική τεχνική.
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος έπεσε επί των επάλξεων. Στις 2 Νοεμβρίου 1960 ο μεγάλος Έλληνας μαέστρος πέθανε από καρδιακή προσβολή πάνω στο πόντιουμ της Σκάλας του Μιλάνου, κατά τη δοκιμή της «Τρίτης Συμφωνίας» του Μάλερ. Είχαν προηγηθεί δύο καρδιακά επεισόδια, το 1953 και το 1959. Όσο ζούσε, αλλά και στη διαθήκη του, είχε εκφράσει την επιθυμία η σορός του να καεί και η τέφρα του να διακομισθεί στην Ελλάδα. Η καύση έγινε στο Λουγκάνο και η τέφρα του μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Ύστερα από μια επίσημη, αλλά και συγκινητική τελετή στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, η τέφρα του Δημήτρη Μητρόπουλου έμεινε για κάποιο διάστημα στο Ωδείο Αθηνών και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο Α’ Νεκροταφείο, σε τάφο που παραχώρησε ο Δήμος Αθηναίων και κατασκεύασε ο γλύπτης Γιάννης Παππάς.
![](https://www.ionikienotita.gr/wp-content/uploads/2024/02/dimitris-mitropoulos3.jpg)
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος ζούσε για την μουσική – και προϊόντος του χρόνου ζούσε μόνον για την διεύθυνση ορχήστρας, έχοντας αφήσει στο περιθώριο ή και εγκαταλείψει πλήρως άλλες σημαντικότατες διαστάσεις του (του πιανίστα και του συνθέτη).
Σκοπός του ήταν η αναδημιουργία, απαράμιλλη και ασύλληπτη από κριτικούς και κοινό, κορυφαίων έργων τής κλασικής μουσικής φιλολογίας, μέσω των διευθύνσεών του, παράλληλα με την μόνιμη και συνεχή πίστη του πως η «μουσική είναι μία» (η «σοβαρή» πλευρά της μουσικής, που υπηρετούσε ο ίδιος, αλλά όχι μόνον) και πως κάθε σύγχρονο (της εποχής του) ρεύμα, κάθε ιδιαιτερότητα, κάθε συνθετική ιδιοτυπία, έπρεπε να βρίσκει, και αυτή, παράλληλα με τα κλασικά των κλασικών, τη δική της θέση μεταξύ των έργων που θα αποφάσιζε να διερευνήσει και να διευθύνει.
Ήταν όμως, όπως και κάθε μεγάλη προσωπικότητα, ανοικτός σε νέα προκλήσεις. Στα χρόνια της Αμερικής αγάπησε την τζαζ. Την περίοδο που ήταν διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας της Μινεάπολης συνάντησε τον Μπένι Γκούντμαν, με τις εφημερίδες της εποχής να γράφουν πως ο «βασιλιάς» του σουίνγκ συνάντησε τον «βασιλιά» της συμφωνικής μουσικής. «Το σουίνγκ είναι κάτι καινούργιο για μένα, πολύ συναρπαστικό. Ισως δεν το κατανοώ πλήρως αφού έχω διαφορετικά ακούσματα, όμως μου προκαλεί συναισθήματα», παραδεχόταν.
Ακολουθεί ένα έξοχο εισαγωγικό κείμενο για την προσωπικότητα του Μητρόπουλου από τον «Ταχυδρόμο», λίγες μέρες μετά από το θάνατό του, που αντικατοπτρίζει την προσωπικότητα του μεγάλου μαέστρου:
«Ο άνθρωπος που σωριάσθηκε νεκρός την περασμένη Τετάρτη μπροστά στους μουσικούς της Σκάλας του Μιλάνου θα μπορούσε, αν ήθελε, να έχη παρατείνει τη ζωή του. Θα μπορούσε νάχη διαλέξει τη θεμιτή λύση του αποτραβηγμένου γέροντα που προσέχει τη ραγισμένη καρδιά του (σ.σ. είχαν προηγηθεί δύο καρδιακά επεισόδια, το 1952 και το 1959) και ζη με τις αναμνήσεις μιας ένδοξης καριέρας. Αλλά μια τέτοια φρονιμάδα ο Δημήτρης Μητρόπουλος θα την θεωρούσε σαν απαράδεκτη συνθηκολόγηση. Κάτι παραπάνω: σαν έναν εκούσιο θάνατο. Γιατί γι’ αυτόν ζωή δεν εσήμαινε διατήρηση, εσήμαινε δράση. «Αναδημιουργό» ωνόμαζε τον εαυτό του από τότε που είχε αποφασίσει να εγκαταλείψη τη σύνθεση και ν’ αφοσιωθή στην ερμηνεία. Όσοι όμως ευτύχησαν να τον ακούσουν ξέρουν ότι ο χαρακτηρισμός του δημιουργού τού ταίριαζε πέρα για πέρα. Γιατί τι άλλο είναι αυτός που αποκαλύπτει τις αφανέρωτες αρετές ενός έργου, που καταφέρνει να δώση έναν παρθενικό παλμό σε χιλιοακουσμένες συμφωνίες και ξαναβρίσκει το βαθύ σκίρτημα της μουσικής γένεσης διευθύνοντας το έργο ενός άλλου;
Το αδιάκοπο κυνήγημα της τελειότητας ήταν η ακοίμητη έγνοια του. Αυτή που κάνει το πνεύμα ν’ αστράφτη. Αυτή που καίει το κορμί. Και φτάνοντας στις ανυπέρβλητες εκτελέσεις, που τον έκαναν ίνδαλμα του κοινού, μετατόπιζε ακόμα μακρύτερα τις απαιτήσεις που είχε από τον εαυτό του κι’ από τους άλλους. Έτσι ξόδεψε, αφιλόκερδα, γενναιόψυχα, τις τελευταίες του δυνάμεις.
Κι’ όταν κεραυνοβολήθηκε πάνω στο αναλόγιο, στην αρχή της τελευταίας του δοκιμής, τα νευρώδη, πλαστικά του χέρια, που μεταμόρφωναν τους ήχους, δεν μπόρεσαν να προλάβουν τη στριγγή παραφωνία του θανάτου».
Πηγές : sansimera.gr
lifo.gr
kathimerini.gr