Λένε ότι τα σπίτια δεν είναι μόνο πέτρα, τσιμέντο και άψυχα υλικά. Μέσα τους κουβαλούν τις ψυχές όσων έζησαν εκεί. Στα θεμέλιά τους ριζώνονται οι γιορτές, οι καημοί, οι χαρές και οι λύπες τους. Για αυτό και τα ερειπωμένα σπίτια προκαλούν αυτή την ανείπωτη θλίψη, αυτόν τον κόμπο στα σωθικά που δε δικαιολογείται με τη λογική, παρά μόνο με το «ειδικό» τους βάρος.
Ο Στάμος Γαλούνης, αυτός ο εκλεκτός φίλος της Ιονικής Οικογένειας και εξαιρετικός λογοτέχνης, καταπιάνεται με αυτό το θέμα και βεβαίως, όπως πάντα, μιλά απ’ ευθείας στην ψυχή μας…
Τα ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΑ Σπίτια
Πάντα τον γοήτευαν, τον έθελγαν τα παλιά σπίτια και τον μάγευαν τα ερειπωμένα.
Θαυμάζει και τα χαίρεσαι τα καινούργια καλοφτιαγμένα ψηλά σπίτια, με τα πλούσια μπαλκόνια , τα μεγάλα λαμπερά τζάμια , τα καθαρά χρώματα και τίς όμορφες πόρτες ασφαλείας.
Αυτά στεγάζουν τις τωρινές ζωές, τις χαρές, τις ελπίδες και τα όνειρα των ανθρώπων και φανερώνουν το παρόν και το μέλλον.
Αντικρίζοντας όμως ένα παλιό ερειπωμένο σπίτι συγκλονίζεται η ύπαρξη του και δεν αντέχει – αφού κάνει τον σταυρό του- να μην σπρώξει την ξύλινη κουρελιασμένη πόρτα, για να μπεί στο ,”πεθαμένο” σπίτι.
Και τότε αλλάζει διάσταση, χωροχρόνο και κατακλύζεται από εικόνες, ήχους, φωνές, λαλιές, μουσικές,μυρωδιές και σιωπές.
Ακούει τους ήχους απ’ τη σμίλη των καλλιτεχνών πελεκητών της πέτρας, των άφταστων μαστόρων και χτιστών απ’ την Πυρσόγιαννη της Ηπείρου που οικοδόμησαν τούτο το αρχοντικό, για να το κατοικήσουν ταπεινοί , φθαρτοί, καθημερινοί ανθρώποι.
Βλέπει στ’ αναμμένο τζάκι, πάνω στην πυροστιά,το τσουκάλι να βράζει, την οικοδέσποινα μάνα σαν να ιερουργεί και σιμά της τα κοτσούβελα της να της λένε.
,<< Μάνα αργεί ακόμα να γιένει το φαί; >>
Στον κήπο χλιμιντρίζει το ψαρή άλογο, στην διπλανή ισόγεια κάμαρη λιγοστεύει η ανάσα του παππού που αποχαιρετάει την πλάση και στ’ ανώι ακούγεται το πρώτο κλάμα του νεογέννητου μωρού.
Στο εικονοστάσι εκεί στην ανατολική χορταριασμένη γωνιά, λες κι ακόμα καίει το καντήλι και φωτίζει το χαμόγελο της Παναγιάς.
Μοσχοβολάει ο τόπος απ’ τα καρβέλια ψωμιού που ψήνονται στον κεραμιδένιο ξυλόφουρνο της αυλής και το γλυκό ραβανί που τοιμάστηκε για την γιορτή του νοικοκύρη.
Στο πάνω δώμα με το ξύλινο πάτωμα, ακούει τραγούδια γάμου , τα μεσοδόκαρα να τρίζουν απ’ τον χορό κι ευχές για την πρωτότοκη όμορφη κόρη που στολίζεται νυφούλα…
Κι’ όλα τούτα τα πνεύματα και τα πλάσματα είναι ζωντανά , ονειρικά, κι αληθινά.
Άλλαξε εντός του ο ρυθμός του κόσμου, χάθηκε στα μονοπάτια εικόνων, λογισμών και συναισθημάτων …….και σαν βγήκε συγκινημένος από το ερειπωμένο σπίτι -ερημοκλήσι μια γνωστή φωνή τον συνεφέρει στα γήινα.
-Βουρκωμένα είναι τα μάτια σου ξάδερφε;-
<<Απ’ την σκόνη των χαλασμάτων θάναι>>αποκρίθηκε σιγανά.
ήθελε όμως να πεί:
<<Απ’ την αστερόσκονη των ψυχών ετούτων των αλλοτινών ανθρώπων που αιώνια ταξιδεύουν, αλλά απ’ το σπίτι τους ποτέ δεν φεύγουν.>>