Ο Καπετάνιος – Του κ. Στάμου Γαλούνη

Ο κ. Στάμος Γαλούνης, αυτός ο εξαιρετικός λογοτέχνης που έχουμε την τιμή να δημοσιεύουμε τα διηγήματά του στις ιστοσελίδες μας, αυτή τη φορά δε μας ταξιδεύει νοσταλγικά στο παρελθόν μέσα από τις αναμνήσεις του, αλλά με ένα εύστοχο ευθυμογράφημα, στηλιτεύει τους λογής λογής «καπετάνιους του γλυκού νερού» που διαφεντεύουν τις ζωές μας, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχουν την προσωπικότητα και το ειδικό βάρος για να το κάνουν…

Και εμείς θα προσθέσουμε ότι κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις, ΔΕΝ είναι καθόλου φανταστική!


Ο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ

Σε πειρατικές εποχές, κάπου στην Μεσόγειο, πλέει σε καλοκαιρινή μπουνάτσα, μια τρικάταρτη περήφανη πολεμική φρεγάτα.

Όλο το τσούρμο είναι στις θέσεις του κι’ ο καπετάνιος – γιος ναυάρχου,- στέκει στην γέφυρα αγέρωχος κι ομορφοντυμένος με γαλάζιο παντελόνι, λευκό μεταξωτό πουκάμισο , επωμίδες, κορδόνια και χρυσά σιρίτια.

Το δεύτερο δειλινό από τον απόπλου, ακούγεται από την κόφα, στα ψηλά τού καταρτιού, η δυνατή φωνή του ναύτη -βατσιμάνη.

<< Καπετάνιε μπροστά μας, στην μια λεύγα , ένα μικρό πειρατικό καράβι>>

Αμέσως ο καπετάνιος, φωνάζει τον τζόβενο ( θαλαμηπόλο) του.

<Γρήγορα φέρε μου .. ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ >>

Φοράει το κόκκινο μακρύ πουκάμισο ο καπετάνιος και κρατώντας το λαμπερό σπαθί του, κορδωμένος δίνει διαταγές.

Ρίχνουν καμιά δεκαριά κανονιοβολισμούς και τρέπουν σε φυγή το αδύναμο τραυματισμένο πειρατικό καραβάκι.

Ο θεατής πρωτόμπαρκος δόκιμος ανθυποπλοίαρχος, ενθουσιασμένος και συνεσταλμένα πλησιάζει τον καπετάνιο …δειλά και με φανερή απορία… τον ρωτάει…. γιατί έδωσε εντολή να του φέρουν το κόκκινο πουκάμισο.

Μέ ύφος δέκα καρδιναλίων , το πηγούνι σηκωμένο καί με στόμφο … απαντάει στον νεαρό χαμηλόβαθμο αξιωματικό.

–<< Εγώ είμαι ο καπετάνιος, ο αρχηγός… κι όταν γίνεται ναυμαχία με τούς πειρατές, μπορεί καί να τραυματιστώ.

Δέν θέλω όμως να φανεί, το αίμα μου, που θα τρέχει και θα φαίνεται στα άσπρα ρούχα…. για να μην το δούν οι αξιωματικοί κι΄ναύτες κί έτσι λιγοψυχίσουν ή δειλιάσουν. Γι΄ αυτό φοράω το κόκκινο πουκάμισο, το χρώμα του αίματος.>>>

Έμεινε έκθαμπος και με το στόμα ανοιχτό ο δόκιμος, θαυμάζοντας τη σοφία, την τόλμη, την ανδρειοσύνη του καπετάνιου καί αισθάνθηκε τυχερός, ασφαλής καί ευλογημένος που θα υπηρετεί, κοντά σ΄ενα τόσο γενναίο άνδρα.

Δεν πέρασαν όμως ούτε τρείς μέρες καί πάλι ακούστηκε στεντόρεια καί τρομαγμένη η φωνή του βατσιμάνη ψηλά απ την κόφα:

<< Καπετάνιε .. Καπετάνιε . Πρύμνα , σιμά μας καί καταπάνω μας, έρχονται δύο μεγάλες τρικάταρτες πειρατικές γαλέρες>>

Κι’ ο καπετάνιος τώρα, κάτωχρος απ’ τον φόβο του.., φωνάζει στο τζόβενο:

–< Γρήγορα . γρήγορα ..φέρε μου…. το ΚΑΦΕ ΤΟ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙ >–

ΥΓ. Προς όλους τούς καπεταναίους της πολιτικής, κοινωνικής καί ίσως καί προσωπικής μας ζωής.