“Από… άλλο ανέκδοτο”! Γιατί η πιο χαμένη από όλες τις μέρες είναι αυτή που δε γελάσαμε!

Είναι γνωστό ότι το χιούμορ είναι το όπλο των άοπλων που μας βοηθάει να χαμογελάμε ακόμα και με την κατάσταση που μας κάνει να υποφέρουμε. Εξ άλλου, όπως πολύ εύστοχα είχε πει κάποτε και ο Ουίνστον Τσώρτσιλ: “Ένα αστείο είναι κάτι πολύ σοβαρό”.

Ο ΨΑΡΑΣ ΚΑΙ Ο ΚΥΝΗΓΟΣ

Ένας κυνηγός κι ένας ψαράς αφηγούνται τα κατορθώματά τους. Λέει λοιπόν ο ψαράς:
– Άκου ρε φίλε, τι έγινε τις προάλλες… Είμαι που λες με το φουσκωτό στη μέση του πελάγους και έχω ρίξει πολυάγκιστρο και ψαρεύω. Μετά από λίγο αρχίζει και τσιμπάει και πολύ δυνατά μάλιστα. Τραβάω, τραβάω, τίποτα… Δεν λέει να κουνηθεί το ψάρι. Ευτυχώς είχα και το ψαροντούφεκο μαζί. Ρίχνω όσα καμάκια είχα, όσπου κάποια στιγμή το ψάρι αρχίζει και ανεβαίνει στην επιφάνεια. Αρχίζω τότε να τραβάω με όλη μου τη δύναμη. Τραβάω, τραβάω, τραβάω… και ύστερα από καμιά ώρα κατόρθωσα να το ανεβάσω στο φουσκωτό. Ήταν το μεγαλύτερο ψάρι που έχω δει! Όταν γύρισα στην ακτή το μέτρησα και ξέρεις πόσο ήταν; 24 μέτρα ακριβώς!
– Άσε να σου πω κι εγώ τι έπαθα τις προάλλες, λέει ο κυνηγός. Έχω πάει για κυνήγι στο συνηθισμένο μέρος και βλέπω από μακριά έναν λαγό. Με παίρνει χαμπάρι ο λαγός και αρχίζει να τρέχει. Χωρίς να χάσω χρόνο σημαδεύω και… πάρτον κάτω! Όταν πήγα όμως για να τον μαζέψω, παρατήρησα ότι σε έναν διπλανό θάμνο βρισκόταν ένα ζευγαράκι που χαμουρεύοταν και, δυστυχώς, το πήραν τα σκάγια.
– Και τι έγινε ρε; Tους σκότωσες; λέει ο ψαράς.
– Δεν το ήθελα, ρε φίλε, ήταν ατύχημα! Τέλοσπάντων, ευτυχώς δεν με είδε κανένας και άρχισα να σκάβω έναν λάκκο για να τους θάψω. Πάνω που έχω τελειώσει με το σκάψιμο και πάω να τους βάλω μέσα, συνειδητοποιώ ότι ένας τύπος πίσω από ένα δένδρο έχει δει όλο το σκηνικό. Πριν προλάβει να ξεφύγει… μπαμ, τον πυροβολώ κι αυτόν!
– Καλά ρε, σκότωσες και τον άνθρωπο;
– Ε, τι να έκανα; Να πάω φυλακή; Η κακιά η στιγμή βλέπεις… Τελοσπάντων, άρχισα που λες να σκάβω ακόμα μια τρύπα για να τον θάψω κι αυτόν, αλλά για κακή μου τύχη εκείνη την ώρα περνούσε και ένα ανδρόγυνο με το παιδάκι τους. Θόλωσα! Σημαδεύω και μπαμ, μπαμ, μπαμ τους σκοτώνω κι αυτούς!
– Καλά, είσαι εντελώς μουρλός ρε φίλε; Ξεκλήρισες ολόκληρη οικογένεια;
– Τι να έκανα ρε δικέ μου; Να πάω φυλακή; Μη σου τα πολυλογώ, ανοίγω και τρίτο λάκκο, οικογενειακό αυτή τη φορά. Και πάνω που τους έχω θάψει και ρίχνω τις τελευταίες φτιαριές, κοιτάζω παραδίπλα και τι να δω; Ένα σχολικό λεωφορείο με καμιά τριανταριά παιδάκια, που έχουν κολλημένα τα πρόσωπά τους στα παράθυρα και έχουν δει τα πάντα.
– Κι εσύ τι έκανες;
– E, τι να κάνω; Τρέχω που λες προς το μέρος τους με την καραμπίνα…
– Μη μου πεις ότι πυροβόλησες και τα παιδάκια!, τον διακόπτει ο ψαράς.
– Τι να κάνω ρε; Να πάω φυλακή;
– E, όχι και να σκοτώσεις τα παιδάκια!
– Κοίτα να δεις, υψώνει τη φωνή ο κυνηγός, κόψε κάνα μέτρο απ’ το ψάρι, ειδάλλως τα… καθάρισα!!!