Ο 20ός αιώνας υπήρξε αιώνας αντιφάσεων, βαθύτατων κρίσεων και πρωτόγνωρων μεταβολών. Στο χώρο της ποίησης, σύμφωνα και με τον αγαπητό Μιχάλη Κωνσταντή, νομικό, δημοσιογράφο, πολιτικό, κοινωνικό αναλυτή και βεβαίως εκλεκτό μέλος της Ιονικής Οικογένειας, τρεις μορφές υψώνονται σαν «προφήτες» ενός έρημου και ασυνάρτητου κόσμου: ο Έζρα Πάουντ, ο Τ. Σ. Έλιοτ και ο Γιώργος Σεφέρης. Η ποίησή τους, διαφορετική ως προς τις εκφραστικές διαδρομές, αλλά συγγενής ως προς την υπαρξιακή της αγωνία, καταγράφει το άγχος μιας εποχής που βλέπει τα θεμέλια του πολιτισμού να κλονίζονται. Στην «Έρημη χώρα» του Έλιοτ, κορυφαίο μνημείο της μοντερνιστικής ποίησης, συναντώνται – κατά κάποιο τρόπο – αυτά τα κορυφαία πνεύματα. Ο Πάουντ, μέγιστος τεχνίτης και μέντορας, συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση αυτού του έργου, ενώ ο Σεφέρης, με τη μετάφρασή του, το μετέφερε στη νεοελληνική γλώσσα, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα τη δική του ποιητική πορεία.
«Προφήτες» ενός έρημου και ασυνάρτητου κόσμου
Ο Έζρα Πάουντ, ο Τ. Σ. Έλιοτ και ο Γιώργος Σεφέρης (η αναφορά κατά σειράν γεννήσεως), είναι οι τρεις μεγαλύτεροι ποιητές των τελευταίων δύο αιώνων. Θα ασχοληθούμε στο παρόν κείμενο με τους δύο πρώτους και ειδικότερα με το εμβληματικό έργο του Έλιοτ, «Η έρημη χώρα», με το οποίο όμως συνδέονται και οι τρείς ποιητές, κατά κάποιον τρόπο. (Ο Έλληνας Νομπελίστας, καθώς το μετέφρασε το 1936, στην ελληνική γλώσσα, ενώ πολλοί κριτικοί Λογοτεχνίας υποστηρίζουν, ότι επηρέασε σε μεγάλο βαθμό η «Έρημη χώρα», την ποιητική οπτική του Γιώργο Σεφέρη).
Η «Έρημη χώρα» είναι ένα επικό αριστούργημα του ποιητή, κριτικού και δοκιμιογράφου Τ. Σ. Έλιοτ, που δημοσιεύθηκε το 1922 και του χάρισε διεθνή αναγνώριση. Θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα αγγλόφωνα ποιήματα του 20ού αιώνα και ανυπέρβλητο έργο της μοντερνιστικής ποίησης. Το ποίημα είναι η αλληγορική περιγραφή μιας παρακμάζουσας κοινωνίας. Με αναφορές σε μια τεράστια σειρά λογοτεχνικών, μουσικών, ιστορικών και λαϊκών πηγών, εκφράζει τον τρόμο, τη ματαιότητα και την αποξένωση της ζωής μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέσα από εικόνες και σύμβολα -είναι αξιοσημείωτο για τη φαινομενικά ασύνδετη δομή του, ενδεικτική του μοντερνισμού- αποτυπώνει την αγωνία και απελπισία του ποιητή για τον πολιτισμό που διαλύεται.
Η αναθεώρηση πριν τη δημοσίευση, στην οποία ο ποιητής συντόμευσε το χειρόγραφο σχεδόν στο μισό, βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στις υποδείξεις του Έζρα Πάουντ, στον οποίο είναι αφιερωμένο το ποίημα. Στα ελληνικά το ποίημα μεταφράστηκε αρκετές φορές, μεταξύ των οποίων, το 1933, από τον Τάκη Παπατσώνη με τον τίτλο «Ο ερημότοπος» και το 1936 από τον Γιώργο Σεφέρη ως «Η έρημη χώρα».
Ο Πάουντ αντιμετώπισε το έργο του Έλιοτ με δέος. Από την πλευρά του ο Έλιοτ αναγνώρισε τον σημαντικό ρόλο του Πάουντ με την αφιέρωση: «Για τον Έζρα Πάουντ: il miglior fabbro» (αναφορά από τη Θεία Κωμωδία), όπου τον αποκαλεί τον «καλύτερο τεχνίτη». Ο Ιρλανδός συγγραφέας Τζέημς Τζόυς εξέφρασε, επίσης, τον θαυμασμό του για το ποίημα. Δεκαετίες αργότερα, το μεγάλο ποίημα του Έλιοτ χαρακτηρίστηκε ως το λυρικό αντίστοιχο του «Οδυσσέα» (1922), καθώς και τα δύο έργα ήταν ρηξικέλευθα και χωρίς σύγκριση στα αντίστοιχα είδη τους.
Το ποίημα αντανακλά τη σύγχυση και την απογοήτευση του κόσμου μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και επηρέασε βαθιά την παγκόσμια ποίηση, έκτοτε. Η σύνθεσή του είναι πολύπλοκη, γεμάτη με λογοτεχνικές αναφορές, θρησκευτικές και μυθολογικές εικόνες, καθώς και σύμβολα που αναδεικνύουν την πνευματική και κοινωνική αποδιάρθρωση. Ο Έλιοτ χρησιμοποίησε πρωτοποριακές τεχνικές, όπως το «collage» και την αποσπασματική μορφή, για να εκφράσει τις θλιβερές καταστάσεις της εποχής του. Το ποίημα τελειώνει με μια διφορούμενη νότα, με την τριπλή επανάληψη της σανσκριτικής λέξης «Σάντι» (Shantih), την οποία ο Έλιοτ μεταφράζει ως «η ειρήνη που ξεπερνά την κατανόηση», χωρίς να διευκρινίζεται αν επιτεύχθηκε τελικά μια τέτοια ειρήνη ή αν αυτό είναι απλώς ευσεβής πόθος.
Στο μακροσκελές αυτό ποίημα, ο ευρυμαθέστατος Έλιοτ εμπνέεται ή αναφέρεται σε πολυάριθμα λογοτεχνικά έργα από διάφορες ποιητικές και θρησκευτικές πηγές, μεταξύ άλλων, σε κείμενα της Βίβλου, σε έργα του Σοφοκλή, του Πετρώνιου, του Βιργιλίου, στις «Μεταμορφώσεις» του Οβιδίου, έργα του Δάντη, του Τζέφρυ Τσώσερ, των «ελισαβετιανών» και «ιακωβιανών» συγγραφέων Έντμουντ Σπένσερ, Τόμας Κυντ, Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Τόμας Μίντλτον και Τζον Ουέμπστερ, του Τζον Μίλτον, του Άλφρεντ Τέννυσον, στην όπερα του Ρίχαρντ Βάγκνερ, στη μουσική τζαζ, στη γαλλική ποίηση (Νερβάλ, Βερλαίν, Μπωντλαίρ), σε σύγχρονούς του συγγραφείς (Χάξλεϋ, Έσσε, Φρανκ Τσάπμαν, Φράνσις Χέρμπερτ Μπράντλεϋ). Επιπροσθέτως, σε ανθρωπολογικές και πολιτιστικές μελέτες («Το χρυσό κλαδί» του Τζέημς Τζορτζ Φρέιζερ, «Από το τελετουργικό στη μυθιστορία» της Τζέσσι Ουέστον), σε διάφορα θέματα του «αρθουριανού κύκλου» (όπως στους θρύλους του Ιερού Δισκοπότηρου και του Βασιλιά Ψαρά), τις βουδιστικές γραφές και τα ινδουιστικά ιερά κείμενα «Ουπανισάδες» (επεξηγηματικά παραρτήματα των Βεδών, ένα είδος υπομνημάτων με πορίσματα φιλοσοφικού και μυστικιστικού), που συνδύασε με αναφορές στη σύγχρονη βρετανική κοινωνία και δημιούργησε ένα τεράστιου εύρους ψηφιδωτό πολιτισμών και λογοτεχνιών. Στο ποίημα συμπεριλήφθηκαν επίσης πτυχές αρχαίων μύθων, με τον ίδιο τον Έλιοτ να παρέχει στο έργο του μεγάλο αριθμό επεξηγηματικών υποσημειώσεων, που διευκολύνουν τον αναγνώστη για να κατανοήσει τις διακειμενικές αναφορές.
Ο Έλιοτ κάνει αναφορές και σε πρόσωπα που γνώριζε, όπως την κόμισσα Μαρία Λουίζα Λάρις φον Μόενιχ και την Έμιλυ Χέηλ, την οποία είχε ερωτευθεί πριν μερικά χρόνια («Η ταφή του νεκρού»), καθώς και τη σύζυγό του, Βίβιεν Χέι-Γουντ («Μια παρτίδα σκάκι»), περιγράφοντας σκηνές από το γάμο τους, με τις συζητήσεις να έχουν παρθεί από εκείνη ενός ζεύγους που άκουσε κάποτε να συζητούν σε ντόπια παμπ. Το ποίημα είναι συνδεδεμένο με τις κοινωνικές και πολιτιστικές μεταβολές στην Ευρώπη μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο γεννημένος στην Αμερική ποιητής είχε εγκατασταθεί στο Λονδίνο από τον Αύγουστο του 1914. Απογοητευμένος από την εποχή του, στράφηκε στο παρελθόν, αντλώντας από τις αξίες και παραδόσεις του. Σε μια δύσκολη φάση στη ζωή του το 1922, λόγω προβλημάτων υγείας – είχε διαγνωστεί με κάποια μορφή νευρικής κατάρρευσης – κατέφυγε για θεραπεία στη Λωζάνη, όπου ολοκλήρωσε την «Έρημη χώρα».
Όταν επέστρεψε στο Λονδίνο, έδωσε στον Έζρα Πάουντ 54 σελίδες χειρογράφων. Σε αυτό το σημείο, το ποίημα ήταν ακόμη υπερβολικό και συγκεχυμένο, με 800 περίπου στίχους. Μετά από υποδείξεις του Έζρα Πάουντ, έγιναν σημαντικές περικοπές, ο ίδιος ο Έλιοτ αφαίρεσε επίσης μεγάλα τμήματα και οι στίχοι περιορίστηκαν στους 433. Η επιγραφή και η αφιέρωση, δείχνει μερικές από τις γλώσσες που χρησιμοποίησε ο Έλιοτ στο ποίημα: λατινικά, ελληνικά, αγγλικά και ιταλικά. Χάρη στην επιρροή του Πάουντ, δε, οι αρχικοί στίχοι του ποιήματος είναι τελικά οι:
«Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές».
Το έργο θεωρείται ως ένα ποίημα για την κατάρρευση και την απώλεια και οι πολυάριθμες νύξεις του Έλιοτ στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υποδηλώνουν ότι ο πόλεμος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πρόκληση αυτής της κοινωνικής, ψυχολογικής και συναισθηματικής κατάρρευσης. (Ο ίδιος ο Έλιοτ ολοκλήρωσε το ποίημα ενώ ανάρρωνε από νευρικό κλονισμό.)
Το ποίημα χωρίζεται σε πέντε ενότητες. Η πρώτη (Η ταφή του νεκρού), εισάγει διάφορα θέματα απογοήτευσης και απόγνωσης. Η δεύτερη (Μια παρτίδα σκάκι), χρησιμοποιεί εναλλασσόμενες αφηγήσεις αρκετών χαρακτήρων που αντιμετωπίζουν αυτά τα θέματα μέσω της εμπειρίας. Το κήρυγμα της φωτιάς, η τρίτη ενότητα, παρουσιάζει ένα φιλοσοφικό προβληματισμό για την καλλιτεχνική εικόνα του θανάτου και μια μελέτη της αυταπάρνησης με επιρροές από τον Άγιο Αυγουστίνο και τις ανατολικές θρησκείες. Μετά από μια τέταρτη ενότητα (Θάνατος από πνιγμό), που είναι μια σύντομη λυρική αναφορά, ακολουθεί η κορυφαία πέμπτη ενότητα (Τι είπε ο κεραυνός), που ολοκληρώνεται με μια εικόνα κρίσης και καταδίκης.
Έζρα Πάουντ
Σε συζητήσεις μου με τον κορυφαίο Έλληνα ποιητή, εν ζωή, Τίτο Πατρίκιο, συχνά αναφερόμαστε στον Έζρα Πάουντ. Και η μόνιμη, επαναλαμβανόμενη επωδός, αλλά και το αναπάντητο ερώτημά μας, είναι, πώς αυτός ο μέγιστος παγκόσμιος ποιητής υπήρξε φασίστας!
Ο Αμερικανός ποιητής και δοκιμιογράφος, Έζρα Πάουντ, μαζί με τον Τ. Σ. Έλιοτ, θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές του αγγλοαμερικανικού λογοτεχνικού ρεύματος του Μοντερνισμού. Η συνεισφορά του στην ποίηση ξεκίνησε με την ανάπτυξη του Εικονισμού, ενός ρεύματος που προέρχεται από την κλασική ποίηση της Κίνας και της Ιαπωνίας, την ακρίβεια και την οικονομία της γλώσσας. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Πάουντ, εργάστηκε στο Λονδίνο ως ξένος ανταποκριτής σε αμερικανικές εφημερίδες και βοήθησε στην ανακάλυψη και διαμόρφωση του έργου σύγχρονων συγγραφέων, όπως ο Τ. Σ. Έλιοτ, ο Τζέημς Τζόυς, ο Ρόμπερτ Φροστ και ο Έρνεστ Χέμινγουεϋ. Οργισμένος από τις σφαγές που προκλήθηκαν κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Πάουντ έχασε την πίστη του στην Μεγάλη Βρετανία και κατηγόρησε τον πόλεμο για την τοκογλυφία και τον διεθνή καπιταλισμό. Μετακόμισε στην Ιταλία το 1924 και καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1930 και του 1940 τάχθηκε υπέρ του Μουσσολίνι, εξέφρασε την υποστήριξή του στον Χίτλερ και έγραψε δημοσιεύσεις σε εφημερίδες του Βρετανού φασίστα Όσγουολντ Μόουζλυ.
Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πληρώθηκε από την ιταλική κυβέρνηση για να ασκήσει μέσω ραδιοφώνου αρνητική κριτική στις ΗΠΑ, τον Φράνκλιν Ρούσβελτ και τους Εβραίους με αποτέλεσμα να συλληφθεί από τις αμερικανικές δυνάμεις στην Ιταλία το 1945, με την κατηγορία της προδοσίας. Πέρασε αρκετούς μήνες υπό κράτηση σε ένα αμερικανικό στρατόπεδο στην Πίζα και τρεις εβδομάδες σε ένα ατσάλινο κλουβί, που του προκάλεσε μια διανοητική κατάρρευση. Εξαιτίας αυτού, και προκειμένου να γλιτώσει την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρικό νοσοκομείο για πάνω από 12 χρόνια. Ενώ βρισκόταν υπό κράτηση στην Ιταλία, ο Πάουντ ξεκίνησε να γράψει αποσπάσματα του έργου «The Cantos». Το 1958 αποφυλακίστηκε με το αιτιολογικό της φρενοβλάβειας και επέστρεψε στην Ιταλία. Πέθανε στη Βενετία την 1η Νοεμβρίου 1972. Ο Χέμινγουεϋ έγραψε γι’ εκείνον: «Τα καλύτερα γραπτά του Πάουντ θα διαρκέσουν όσο υφίσταται η παραμικρή λογοτεχνία».
Η μετάφραση Σεφέρη
Εν κατακλείδι και για να συνδέσουμε τον Γιώργο Σεφέρη -κατά κάποιον τρόπο- με τους Έλιοτ και Πάουντ, παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα από την «Έρημη χώρα». Άλλωστε και οι τρεις μείζονες αυτοί ποιητές, ο καθένας με τον Τρόπο του και τον Λόγο του, υπήρξαν «προφήτες» ενός έρημου και ασυνάρτητου κόσμου, τον οποίον βιώνουμε κι εμείς, στις νέες πολυποίκιλες και σχιζοφρενικές εκδοχές του.
A΄. Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ
…… Διαβάζω, σχεδόν όλη νύχτα, και πηγαίνω το χειμώνα στο νότο.
Ποιες ρίζες απλώνονται γρυπές, ποιοι κλώνοι δυναμώνουν
Μέσα στα πέτρινα τούτα σαρίδια; Γιε του ανθρώπου,
Να πεις ή να μαντέψεις, δεν μπορείς, γιατί γνωρίζεις μόνο
Μια στοίβα σπασμένες εικόνες, όπου χτυπάει ο ήλιος,
Και δε σου δίνει σκέπη το πεθαμένο δέντρο, κι ο γρύλος ανακούφιση,
Κι η στεγνή πέτρα ήχο νερού. Μόνο
Έχει σκιά στον κόκκινο τούτο βράχο,
(Έλα κάτω απ’ τον ίσκιο του κόκκινου βράχου),
Και θα σου δείξω κάτι διαφορετικό
Κι από τον ίσκιο σου το πρωί που δρασκελάει ξοπίσω σου
Κι από τον ίσκιο σου το βράδυ που ορθώνεται να σ’ ανταμώσει
Μέσα σε μια φούχτα σκόνη θα σου δείξω το φόβο.
Frisch weht der Wind
Der Heimat zu,
Mein Irisch KindWo weilest du?
«Μου χάρισες γυάκινθους πρώτη φορά πριν ένα χρόνο·
Μ’ έλεγαν η γυακίνθινη κοπέλα».
—Όμως όταν γυρίσαμε απ’ τον κήπο των Γυακίνθων,
Ήταν αργά, γεμάτη η αγκάλη σου, και τα μαλλιά σου υγρά, δεν μπορούσα
Να μιλήσω, θολώσανε τα μάτια μου, δεν ήμουν
Ζωντανός μήτε πεθαμένος, και δεν ήξερα τίποτε,
Κοιτάζοντας στην καρδιά του φωτός, τη σιωπή.
Oed’und leer das Meer.
Η κυρία Σόζοστρις, διάσημη χαρτομάντισσα,
Ήταν πολύ κρυολογημένη, μολαταύτα
Λένε πως είναι η πιο σοφή γυναίκα της Ευρώπης,
Με μια διαβολεμένη τράπουλα. Εδώ, είπε,
Είν’ το χαρτί σας, ο πνιγμένος Φοίνικας Θαλασσινός,
(Να, τα μαργαριτάρια, τα μάτια του. Κοιτάχτε!)
Εδώ ’ναι η Μπελλαντόνα, η Δέσποινα των Βράχων,
Η δέσποινα των καταστάσεων.
Εδώ ’ναι ο άνθρωπος με τα τρία μπαστούνια, κι εδώ ο Τροχός,
Κι εδώ ο μονόφθαλμος έμπορας, και τούτο το χαρτί,
Τα’ αδειανό, κάτι που σηκώνει στον ώμο,
Που ’ναι απαγορεμένο να το δω. Δε βρίσκω
Τον Κρεμασμένο. Να φοβάστε τον πνιγμό.
Βλέπω πλήθος λαό, να περπατά ένα γύρο.
Ευχαριστώ. Α δείτε την αγαπητή μου Κυρίαν Ισοψάλτου,
Πείτε της πως θα φέρνω τ’ ωροσκόπιο μοναχή μου:
Πρέπει να φυλαγόμαστε πολύ στον καιρό μας ……..
Δ΄. ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΠΟ ΠΝΙΓΜΟ
Φληβάς ο Φοίνικας, δεκαπέντε μέρες πεθαμένος,
Λησμόνησε την κραυγή των γλάρων, και το φούσκωμα του βαθιού πελάγου
Και το κέρδος και τη ζημιά.
Κάτω απ’ τη Θάλασσα ένα ρέμα
Έγλειψε τα κόκαλά του ψιθυρίζοντας. Μ’ ανεβοκατεβάσματα
Πέρασε τα στάδια των γερατειών του και της νιότης του
Μπαίνοντας μέσα στη ρουφήχτρα.
Εθνικέ ή Εβραίε
Ω εσύ που γυρίζεις το τιμόνι κοιτάζοντας προς τον αγέρα,
Στοχάσου το Φληβά, που ήταν κάποτες όμορφος κι αψηλός σαν εσένα.
Τ. Σ. Έλιοτ, Η Έρημη Χώρα (απόσπασμα). Μετάφραση Γιώργος Σεφέρης, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1997.
Μιχάλης Κωνσταντής