Βιτσέντζος Κορνάρος και ο “Ερωτόκριτος”: Ένα αθάνατο διαμάντι της κρητικής και της ελληνικής λογοτεχνίας  

Στις σελίδες της ελληνικής λογοτεχνίας υπάρχουν σπουδαία έργα που περνούν από γενιά σε γενιά μέσα στους αιώνες μέσα από τη λαϊκή παράδοση, την προφορική απαγγελία και την λαϊκή ψυχή. Ένα τέτοιο έργο είναι βεβαίως και ο περίφημος «Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορνάρου, ένα λογοτεχνικό επίτευγμα που άντεξε στο χρόνο και συνεχίζει να συγκινεί μέχρι σήμερα.

Σε μια εποχή που η καθημερινότητά μας κατακλύζεται από πληροφορίες, η επαφή με αθάνατα έργα του πνεύματος μας υπενθυμίζει την αξία της γλώσσας, της μνήμης και της δημιουργικής έκφρασης. Εμείς σήμερα βάζουμε το λιθαράκι μας στη συνέχιση της σπουδαίας παράδοσης του «Ερωτόκριτου» με μια σύντομη αναφορά στο μεγάλο Κρητικό ποιητή και το έργο του, συνοδευόμενη από ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το ποίημα που αποτελεί έναν ύμνο στην αγάπη, την τιμή, τη γενναιότητα και την αξιοπρέπεια:


Ο Βιτσέντζος Κορνάρος (1553-1613) από τη Σητεία της Κρήτης ήταν ποιητής και από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Κρητικής λογοτεχνίας του 16ου & 17ου αιώνα, Το επικό του έργο Ερωτόκριτος είναι ένα από τα αριστουργήματα της ελληνικής λογοτεχνίας και τραγουδιέται ακόμα στα χωριά της Κρήτης, από λυράρηδες και απλούς ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους ξέρουν από στήθους όλο το 10.000 δεκαπεντασύλλαβων στίχων έργο αυτό, που είναι γραμμένο στην κρητική διάλεκτο.

Στον Κορνάρο αποδίδεται επίσης η συγγραφή του θρησκευτικού δράματος Η θυσία του Αβραάμ, κυρίως λόγω των γλωσσικών ομοιοτήτων του έργου αυτού με τον Ερωτόκριτο.

 

Ερωτόκριτος

 

Λέγει της ο Ρωτόκριτος• “Ήκουσες τα μαντάτα,

που ο Κύρης σου μ’ εξόρισε σ’ τση ξενιτιάς τη στράτα;

K’ εφάνη του κ’ εσφάγηκεν ο-γι’ αφορμή εδική μου,

σαν ήμαθε την προξενιάν, που’κουσε του Γονή μου.

K’ έτοιας λογής εμάνισε, τόσο βαρύ του φάνη,

κι ο Κύρης μου απ’ την πρίκαν του λογιάζω ν’ αποθάνει.

Τέσσερεις μέρες μοναχάς μου ‘δωκε ν’ ανιμένω,

κι απόκει να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω.

Και πώς να σ’ αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,

και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο;

Εσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Κερά μου,

στα ξένα πως μ’ εθάψασι, κ’ εκεί ‘ν’ τα κόκκαλά μου.

Κατέχω το κι ο Κύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει,

Ρηγόπουλο, Αφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει.

Κι ουδέ μπορείς ν’ αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου

νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου.

“Μιά χάρη, Αφέντρα, σου ζητώ, κ’ εκείνη θέλω μόνο,

και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω.

Την ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις,

κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις,

ν’ αναδακρυώσεις και να πεις• “Ρωτόκριτε καημένε,

τά σου ‘ταξα λησμόνησα, το ‘θελες πλιό δεν έναι.”

 

Βιτσέντζος Κορνάρος