Οι κότες κι οι λειτουργιές – Του Στάμου Γαλούνη

Συναδέλφισσες – Συνάδελφοι,

Αυτές τις γιορτινές μέρες θα αποτελούσε… παράλειψη εκ μέρους μας να μην φιλοξενούσαμε στην ιστοσελίδα μας ένα από υπέροχα διηγήματα του αγαπητού φίλου της Ιονικής Οικογένειας κ. Στάμου Γαλούνη. Ο εξαιρετικός αυτός λογοτέχνης, ο οποίος στα εμπνευσμένα διηγήματά του με τη μοναδική γραφή του αναδεικνύει τον υπέροχο εσωτερικό του κόσμο, αποτυπώνοντας εικόνες και συναισθήματα με θαυμαστό τρόπο.

Άλλωστε ο πολυγραφότατος κ. Γαλούνης, συχνά πυκνά καταπιάνεται με «εποχικά» θέματα» και πράγματι αυτή τη φορά αναδημοσιεύουμε μία μικρή του ιστορία που μέσα στις ελάχιστες γραμμές της, κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, αναδεικνύοντας το αληθινό πνεύμα αγάπης και αλληλεγγύης των εορτών του Πάσχα. Για μία ακόμα φορά ο αγαπητός μας κ. Γαλούνης δημιουργεί μέσα από τις λέξεις και το μοναδικό τρόπο που τις χρησιμοποιεί, εικόνες βαθιά ανθρώπινες και συναισθηματικές που χαράζονται στην καρδιά και την ψυχή μας.


«Γι’ αυγά μεγάλα και λειτουργημένα, θα πάτε στη παπαδιά και για πιο μικρά κι αλανιάρικα στη κυρά Θοδώρα».

Αυτή την απάντηση πήραν ένα ζευγάρι νεοφερμένων δασκάλων με τα δυό μικρά τους παιδιά , που είχαν πάρει μετάθεση, σε κείνο το χωριό του Ξηρομέρου, κοντά στη φέξη της δεκαετίας του εβδομήντα.

Ένα χωριό της πέτρας, του φρύγανου και της ασφάκας, με στέρφα άγρια γής και τις παραπάνω από χίλιες ψυχές, να ζουν σκληρές και στερημένες χαμοζωές , με το ψωμί να’ναι λιγοστό, αλλά περίσσιο τον ιδρώτα, τις κακουχίες και τα βάσανα.

Τα τρία διάσπαρτα παντοπωλεία – καφενεία (με ένα παράθυρο στο πλάι και στο πίσω μέρος για να ψωνίζουν απ’ εκεί κι απ’ έξω οι νοικοκυρές, για να μην διασχίζουν το μπροστινό μέρος που κάθονταν μόνο άνδρες που χαρτόπαιζαν, έπιναν ούζα η τό καφέ τους) πουλούσαν τ αναγκαία κι απαραίτητα, αλλά όχι αυγά, γιατί κάθε νοικοκυριό είχε για επιβίωση, κότες, γουρούνι για τα Χριστούγεννα και καμμιά μαλτέζα κατσίκα για το γάλα των παιδιών.

Μόνο οι οικογένειες των πέντε δασκάλων, των τριών χωροφυλάκων, του Γραμματικού της κοινότητας και κανένας ξένος αγόραζαν αυγά.

Αυγά πουλούσε η κυρά Θοδώρα, μια αναγκεμένη άτεκνη , άκληρη ισχνή γυναικούλα, με ανήμπορο, ανάπηρο άνδρα – είχε χάσει το πόδι του από νάρκη στον πόλεμο – της οποίας οι κότες ήταν κι’ αυτές αδύνατες, αχαμνές και μικροκαμωμένες, αφού δεν είχε καλαμπόκι να τις ταίσει κι έβοσκαν ότι έβρισκαν οι έρμες σε κήπους και στα πρανή του λόφου.

Περισσεύματα αυγών όμως είχε και το νοικοκυριό της παπαδιάς, μ’ ολόκληρο κοπάδι από τροφαντές κότες στον πίσω μεγάλο κήπο, να’χουν για τροφή, κι’ ωραίο μπόλικο γευστικό μουλιασμένο ψωμί.

Το ψωμί ήταν από λειτουργιές – πρόσφορα , που ζύμωναν οι νοικοκυρές, έβαζαν στο κέντρο τη σφραγίδα ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΝΙΚΑ, έψηναν στο ξυλόφουρνο της αυλής και σαν καλές χριστιανές τις πρόσφεραν στην εκκλησία, υπέρ υγείας και για κάθε καλό της οικογένειας.

Κι ήταν πάρα πολλα αυτά τα μεγάλα τ’αγιασμένα ψωμιά , με τον παπά να δίνει δυό λειτουργιές στον φτωχό τον ψάλτη με τα πέντε παιδιά, δυό στη καημένη τη νεωκόρισσα κι όλα τ’ άλλα να τα κρατάει για τον εαυτό του.

Ειδικά την επόμενη μέρα των πανηγυριών στα ξωκλήσια, στο γυρισμό ξεχώριζε ο βαρυφορτωμένος με σακιά γάιδαρος, γεμάτα με λειτουργιές, για το σπίτι του παπά.

Έτρωγε κάθε φορά δυο τρείς η οικογένεια και τις υπόλοιπες λειτουργιές – που είχαν ξεραθεί με το χρόνο – τις μουλιαζε σε νερό και καθημερινά τις έδινε στις παχουλές κότες.

«Πάντως δάσκαλε, πρόπερσυ τη μεγάλη βδομάδα, ένας παράξενος ξένος, σαν τον ίδιο το Χριστό λένε πώς έμοιαζε, στη κυρά Θοδώρα πήγε να πάρει αυγά για τη Λαμπρή»…