Η ΣΟΚΟΛΑΤΑ – Του Στάμου Γαλούνη

Συναδέλφισσες – Συνάδελφοι,

Είμαστε ιδιαιτέρως χαρούμενοι που φιλοξενούμε για μία ακόμα φορά τον αγαπητό φίλο της Ιονικής Οικογένειας κ. Στάμο Γαλούνη. Ο εξαιρετικός αυτός λογοτέχνης, ο οποίος στα εμπνευσμένα διηγήματά του με τη μοναδική γραφή του αναδεικνύει τον υπέροχο εσωτερικό του κόσμο, αποτυπώνοντας εικόνες και συναισθήματα με θαυμαστό τρόπο.

Για μία ακόμα φορά ο αγαπητός μας κ. Γαλούνης δημιουργεί μέσα από τις λέξεις και το μοναδικό τρόπο που τις χρησιμοποιεί, εικόνες βαθιά ανθρώπινες και συναισθηματικές που χαράζονται στην καρδιά και την ψυχή μας.

Διαβάζοντας αυτό το μικρό κείμενο, νιώθουμε ότι βρισκόμαστε σε μία γωνιά του μίνι – μάρκετ, όπου διαδραματίζεται, παρακολουθούμε τις αντιδράσεις των πρωταγωνιστών, αντιλαμβανόμαστε τα συναισθήματά τους, μα κυρίως, σηκώνουμε μαζί τους ψηλά και περήφανα το κεφάλι, γνωρίζοντας ότι αυτές οι ιστορίες είναι των πραγματικών ηρώων και νικητών της ζωής, των έντιμων ανθρώπων της διπλανής πόρτας.


«Σε παρακαλώ αγοράκι μου, άσε τη σοκολάτα, απ’ εκεί που την πήρες.

Δεν μπορούμε αυτήν την εβδομάδα. Δεν βγαίνουμε οικονομικά. Την επόμενη εβδομάδα σου το υπόσχομαι» είπε με σιγανή στοργική φωνή η νεαρή κυρία, στον περίπου οκτάχρονο γιο της, εκείνο το απόβραδο Παρασκευής, στο μίνι μάρκετ της γειτονιάς.

Κι ο μικρός συμμορφώθηκε αμέσως στην παράκληση της μάνας, άφησε το ποθητό γλυκό στο ράφι και μια αδιόρατη συννεφιά παράπονου σκίασε για λίγο τ’ όμορφο προσωπάκι του.

Δεν διαμαρτυρήθηκε, δεν έκλαψε διεκδικώντας κακότροπα αυτό που του στερούν, δεν χτυπήθηκε κάτω δοκιμάζοντας τα όρια και τις αντοχές της μάνας, μόνο χαμογέλασε, ίσως μελαγχολικά, αποδεικνύοντας ότι είναι συμφιλιωμένος με την κρισιμότητα της οικονομικής κατάστασης της οικογένειας, ότι συμμετέχει στο πρόβλημα, το γνωρίζει, το μοιράζεται κι έχει βρει στη σχέση με τη μάνα του μια διαφορετική ισορροπία κατανόησης.

Δεν ήταν η στέρηση της τροφής, που μελαγχόλησε πρόσκαιρα τον μικρούλη, αλλά η απώλεια της γλυκειάς σοκολατένιας απόλαυσης.

Πάντα έχει φαγητό στο σπίτι και το ψυγείο είναι σχεδόν γεμάτο, κανείς δεν πάει απ’ τους μισθοσυντήρητους γονείς του σε συσσίτια να φέρουν φαγητό, ούτε ζητάνε δανεικά απ’ τους παππούδες, πληρώνουν κανονικά τους λογαριασμούς κοινοχρήστων κι ας κρυώνουν λιγάκι και πάντα έχουν το κολατσιό τους στο σχολείο.

Αλλά να – παρ’ ότι αλλιώς ορίζεται η φτώχεια – η δικιά τους δύσκολη ζωή βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού, μετρημένη κι υπολογισμένη μέχρι και το τελευταίο πενηντάλεπτο.

Μπορεί ο μικρός να’ χει δει κι ακούσει τους γονείς του, να μιλάνε χαμηλόφωνα, ανήσυχα και σχεδόν συνωμοτικά για το δάνειο του σπιτιού τους, τη μεγάλη του αδερφή να κλαίει επειδή δεν την άφησαν να πάει διήμερη εκδρομή με το σχολείο στη Θεσσαλονίκη και Βεργίνα, είδε – κι ας προσπάθησαν να το κρύψουν – την απελπισία των γονιών του όταν χάλασε το ψυγείο, τη ζωγραφισμένη στεναχώρια του πατέρα του για την επισκευή του παλιού αυτοκινήτου τους και πως κάθε χρόνο, ποτέ δεν πάνε στη θάλασσα για διακοπές, αλλά πάντα στο ημιορεινό χωριό της γιαγιάς.

Τώρα μάνα και γιος ωραίοι, ντελικάτοι, περιποιημένοι, χωρίς φανερωμένη κάποια θλίψη, πόνο ή ανέχεια, πήραν γάλα, γιαούρτια και φρυγανιές, πλήρωσαν στο ταμείο, καληνύχτισαν ευγενικά και βγήκαν έξω.

Είχε αρχίσει να βρέχει, άνοιξε η μάνα μια κόκκινη ομπρέλα, αγκάλιασε προστατευτικά το μικρό απ’ τον ώμο για να μη βραχεί και πήραν το δρόμο για το σπίτι.

Κι ήταν τόσο μαγευτικά όμορφη, αξιαγάπητη κι ελπιδοφόρα η εικόνα τους μες στην απαλή βροχή, όπως τους έλουζε το κιτρινωπό φως απ’ τη λάμπα της κολώνας και χρύσωνε στο διάβα τους, το νερό της ασφάλτου.