Οι Έλληνες προσέφυγαν στις κάλπες για δεύτερη φορά τη φετινή χρονιά, περνώντας πολλαπλά μηνύματα προς πάσα κατεύθυνση.
Κανείς πλέον δεν μπορεί να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό σκηνικό, καθώς πέτυχε μεγάλη νίκη και με σημαντική διαφορά από τη ΝΔ. Του ΣΥΡΙΖΑ έγραψα; Του Αλέξη Τσίπρα εννοούσα… Γιατί κανείς, επίσης, δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο εκλογικός θρίαμβος του πρώτου κόμματος μπορεί να αποδοθεί στην επένδυση που έκανε στη δημοφιλία του εκ νέου πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα.
Και τώρα που τελείωσαν οι εκλογές, τι μέλλει γενέσθαι; Με βάση το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα και την είσοδο των ΑΝΕΛ στη Βουλή, είχε προεξοφληθεί το κυβερνητικό σχήμα. Στην πολιτική, λοιπόν, το σημαντικό στοιχείο είναι η πράξη και η εφαρμογή των εξαγγελιών και τώρα πλέον η συγκυβέρνηση και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ που αποτελεί την πρώτη επιλογή του ελληνικού λαού, καλείται να έρθει για πρώτη φορά αντιμέτωπος με την πραγματικότητα, καλείται να κυβερνήσει. Γιατί σίγουρα, στο προηγούμενο εξάμηνο της διακυβέρνησής του, κάτι τέτοιο έγινε στο ελάχιστο.
Δεύτερη φορά αριστερά λοιπόν. Ας κυβερνήσει και για πρώτη.
Και το τοπίο μόνο ιδανικό δεν μπορεί χαρακτηριστεί. Τα εμπόδια που υπάρχουν ήδη, αλλά και οι τρικλοποδιές που θα μπουν στην πορεία, μοιάζουν ήδη πολύ επικίνδυνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο αγαπημένος του λαού, Αλέξης Τσίπρας, θα πρέπει να διαχειριστεί το τρίτο μνημόνιο που έχει πιο ακραία νεοφιλελεύθερα και αντιλαϊκά στοιχεία από τα δύο προηγούμενα. Θεωρώ ότι το πρώτο εξάμηνο της νέας κυβέρνησης θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο και θα κρίνει τη δυνατότητα κυβερνησιμότητας που είναι συνυφασμένη με την προοπτική διάσωσης της χώρας και συνεπώς με τη βελτίωση των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών.
Πιστεύω ότι η νέα κυβέρνηση έχει ενώπιον της ένα πολύ δύσκολο έργο που μπορεί να αποδειχθεί ανυπέρβλητο για τις δυνάμεις της. Έχω σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσον μπορεί να έχει μία επιτυχημένη κυβερνητική προοπτική. Όχι μόνο κοιτάζοντας στο πρόσφατο παρελθόν την τύχη των προηγούμενων κυβερνήσεων που κλήθηκαν να διαχειριστούν τα μνημόνια και κατέληξαν να έχουν σύντομο πολιτικό βίο, αλλά διότι τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα για την εφαρμογή των μνημονιακών διατάξεων, είμαι σίγουρος ότι θα προκαλέσουν ένα ισχυρό σοκ στην ελληνική κοινωνία.
Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, επειδή ακόμα η πλειονότητα των πολιτών δεν έχουν συνειδητοποιήσει τη λαίλαπα που έρχεται, δύο τομείς ιδιαίτερα θεωρώ ότι θα είναι πολύ δύσκολα, έως ακατόρθωτα, διαχειρίσιμοι από τη νέα κυβέρνηση. Ο πρώτος είναι το μεγάλο πρόβλημα του ασφαλιστικού. Έχω αναφερθεί και σε προηγούμενα άρθρα μου στις εγγενείς παθογένειες του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας μας που δεν είναι δυνατόν να θεραπευθούν με τις μέχρι πρότινος αποσπασματικές κινήσεις. Σύμφωνα με το μνημόνιο, απαιτούνται τομές που με τη σειρά τους θα απαιτήσουν θυσίες. Οι αλλαγές και τα επώδυνα μέτρα που έρχονται θα πλήξουν εκ νέου με περικοπές και μειώσεις τους συνταξιούχους, καθώς η αντιμετώπιση του προβλήματος αποτελεί ένα δυσεπίλυτο γρίφο.
Κατά δεύτερον, ο χειρισμός των προϋποθέσεων που θέτει το μνημόνιο για τη φορολογική αντιμετώπιση των αγροτών. Ήδη έχουν σημειωθεί οι πρώτες κινητοποιήσεις από τον αγροτικό κόσμο και είναι δεδομένο πως με την εφαρμογή των μνημονιακών δεσμεύσεων, θα κορυφωθούν.
Εκτός των δύο αυτών κορυφαίων προβλημάτων που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση, η συνολική διαχείριση της καθημερινότητας των πολιτών που θα δουν για μία ακόμα φορά το βιοτικό τους επίπεδο να επιδεινώνεται, αποτελεί ένα κρίσιμο στοίχημα κυβερνησιμότητας.
Βέβαια, δεν είναι προδιαγεγραμμένη η αδιέξοδη πορεία της νέας κυβέρνησης. Υπάρχουν πεδία για να δώσει μάχες που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη θέση της στη συνείδηση του ελληνικού λαού.
Το μεγάλο στοίχημα είναι η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Δύσκολη υπόθεση και για αυτό δεν έχει αντιμετωπιστεί μέχρι σήμερα. Τουλάχιστον, όμως, θα αξιολογηθεί θετικά η προσπάθειά της, ιδιαίτερα αν προωθηθεί ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος καταπολέμησης της φοροδιαφυγής με την εισαγωγή της ευρείας διενέργειας συναλλαγών με πλαστικό χρήμα, που σίγουρα θα απαιτήσει σημαντικό χρονικό διάστημα για να υλοποιηθεί, αλλά θα μπορέσει να δώσει “πόντους” και να αγοράσει χρόνο ανοχής για τους κυβερνώντες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μεγάλα περιθώρια ενίσχυσης της δημοτικότητάς του στην κοινή γνώμη αν επιχειρήσει να αντιμετωπίσει τη Λερναία Ύδρα της διαφθοράς και της διαπλοκής που λυμαίνονται τους θεσμούς σε κάθε επίπεδο. Πρόκειται για μία ιδιαιτέρως κρίσιμη δοκιμασία που θα αναδείξει αν υφίσταται πραγματική θέληση για ρήξη με κατεστημένα συμφέροντα.
Η διαπλοκή στην Ελλάδα έχει ξεπεράσει κάθε όριο ασυδοσίας. Ακόμα και σε περίπτωση πραγματικής προσπάθειας από τους κυβερνώντες που διατείνονται ότι επιθυμούν να φέρουν το “καινούργιο” της προτεραιότητας στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα σε σχέση με το “παλιό” των μεγάλων συμφερόντων, δεν πρόκειται να πέσει αμαχητί. Η διαπλοκή έχει ισχυρή προστασία και ερείσματα, λειτουργώντας σαν συγκοινωνούν δοχείο με μεγάλα πολιτικοοικονομικά, εγχώρια και ευρωπαϊκά, συμφέροντα και μηχανισμούς.
Η διαφθορά που έχει δηλητηριάσει κάθε επίπεδο των δημόσιων και μη θεσμών και επηρεάζει άμεσα την καθημερινότητά μας, είναι ένα πεδίο στο οποίο η νέα κυβέρνηση θα μπορέσει να αποκτήσει επικοινωνιακό πλεονέκτημα. Για την καταπολέμησή της απαιτούνται θεσμικές διαδικασίες και νόμοι και εφόσον, πράγματι, ξεσκεπάσει όσους είχαν παράνομα προνομιακή μεταχείριση, θα μπορέσει εύκολα να αποκομίσει μεγάλα επικοινωνιακά οφέλη από αυτήν την προσπάθεια.
Πρώτο, βέβαια, ζήτημα στην ατζέντα της καταπολέμησης -στο μέτρο του δυνατού- της διαφθοράς και της διαπλοκής, είναι η σύγκρουση με τους καναλάρχες, με τον αντιδημοκρατικό τρόπο λειτουργίας τους -που έκανε την εμφάνισή του για μία ακόμα φορά κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου- και εν τέλει τα συμφέροντα που εξυπηρετούν. Στο συγκεκριμένα θέμα έχουν γίνει κάποια πρώτα βήματα, αλλά ακόμα απαιτούνται σοβαρές ενέργειες για την αποκάλυψη του ρόλου των media και τον επαναπροσδιορισμό του τρόπου λειτουργίας τους εντός ενός κράτους δικαίου με προτεραιότητα τον πολίτη.
Κατά πόσον η νέα κυβέρνηση θα επιχειρήσει αυτές τις κρίσιμες μεταρρυθμίσεις, θα καταφέρει να αντιμετωπίσει τα προαναφερθέντα ζητήματα και αν τελικά θα είναι αρκετά για την ισχυροποίησή της, θα το δείξει μονάχα ο χρόνος.
Ενδιαφέρον, πάντως, έχει η στάση που θα κρατήσουν οι Ευρωπαίοι εταίροι όλο αυτό το διάστημα. Τις προθέσεις τους απέναντι στο σχήμα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τις κατέστησαν φανερές από το προηγούμενο διάστημα συγκυβέρνησης. Σε πρώτη φάση φαίνεται ότι ευλογούν το κυβερνητικό σχήμα, ακριβώς επειδή γνωρίζουν πολύ καλά ότι η εφαρμογή του μνημονίου επιβάλλει την ψήφιση επώδυνων μέτρων με τις συνακόλουθες τρομερές συνέπειες στο βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων. Επιθυμούν να περάσουν οι μνημονιακές διατάξεις ισοπέδωσης κατακτήσεων δεκαετιών του ελληνικού λαού, στο πρώτο διάστημα που ακόμα η κυβέρνηση θα έχει νωπή την ισχυρή λαϊκή εντολή. Εν συνεχεία, αν η κυβέρνηση μετά την πάροδο του “εξαμήνου του μέλιτος” αντιμετωπίσει προβλήματα από την εφαρμογή του νέου μνημονίου, είναι σίγουρο ότι οι εταίροι και δανειστές μας θα χρησιμοποιήσουν… την “απαράμιλλη πειθώ” τους -ή αλλιώς κάθε μέσο, φτάνοντας μέχρι και σε στυγνό εκβιασμό- ώστε να επιστρατευθούν “συγγενικές” προς το ΣΥΡΙΖΑ δυνάμεις για να επιτευχθεί η περιβόητη “συναίνεση” και να βοηθήσουν στην εφαρμογή και διεκπεραίωση του μνημονίου.
Μάλιστα, επ’αυτής της επαπειλούμενης εξέλιξης, πιστεύω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επιθυμεί να φτάσει στο σημείο να του επιβληθεί η καθιέρωση του συστήματος της απλής αναλογικής και θα φροντίσει να το πράξει εγκαίρως σε προηγούμενο διάστημα.
Αντιπoλίτευση: Ανάγκη επαναπροσδιορισμού
Στα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι ξεκάθαρο ότι συνολικά υπάρχει μία κρίση στρατηγικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε για εφτά μήνες στην εξουσία και πρόλαβε μέσα σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα να αθετήσει το μεγαλύτερο μέρος των δεσμεύσεών του, να φέρει τη χώρα στο χείλος της καταστροφής με τους χειρισμούς του και τελικά να υπογράψει ένα επώδυνο μνημόνιο. Και όμως, τις εκλογές τις κέρδισε με “περίπατο”. Αυτή η εξέλιξη σίγουρα πρέπει να προβληματίσει τα αντιπολιτευόμενα κόμματα που δεν μπόρεσαν να κεφαλαιοποιήσουν αυτό το αρνητικό σερί του ΣΥΡΙΖΑ.
Ιδιαίτερα η αξιωματική αντιπολίτευση θα πρέπει να κάνει σκληρή αυτοκριτική για τις επιλογές της στο πρόσφατο και απώτερο παρελθόν. Η Νέα Δημοκρατία πληρώνει την ολέθρια επιλογή του Αντώνη Σαμαρά που αν και αρχηγός ενός συντηρητικού κόμματος (χώρος από τον οποίο κατεξοχήν προέρχονται οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές), τη διετία 2010-12 επέλεξε να είναι συνοδοιπόρος του Αλέξη Τσίπρα στο αντιμνημονιακό μέτωπο. Αυτή η επιλογή ουσιαστικά δημιούργησε κρίση ταυτότητας στο μεγάλο κόμμα της δεξιάς, η οποία επαληθεύτηκε με την κυβίστηση της ΝΔ όταν ανήλθε στην εξουσία και την ασυνέπεια με τη στάση που είχε κρατήσει στην αρχή της κρίσης. Είναι σίγουρο ότι θα υπάρξουν έντονες διεργασίες και ζυμώσεις την επόμενη περίοδο και δεν ξέρω κατά πόσον θα είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί μία επιτυχημένη ιδεολογική επαναφορά στις βάσεις και τις θεμελιώδεις αξίες της συντηρητικής παράταξης.
Η Χρυσή Αυγή αναδείχθηκε τρίτη δύναμη, μία ημέρα μετά την “ιδεολογική” ανάληψη της ευθύνης για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα το 2013. Η δυναμική επανεμφάνιση ενός επικίνδυνου, ρατσιστικού, φασιστικού, νεοναζιστικού κόμματος στη χώρα μας έχει διττή ερμηνεία. Σε ακραίους περιόδους κρίσης, η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων είναι ένα φαινόμενο που ιστορικά έχει επαναληφθεί, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, δημιουργώντας συνθήκες επανάληψης, διάρκειας και ισχυροποίησης. Η Χρυσή Αυγή αφομοιώνει σε μεγάλο βαθμό την αντισυστημική ψήφο. Η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων της προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα και ευπαθείς κοινωνικές ομάδες που έχουν πληγεί βάναυσα από τα επώδυνα μέτρα των τελευταίων ετών, βρίσκοντας διέξοδο σε ακραίες μορφές πολιτικής έκφρασης. Ένα άλλο κομμάτι, το μικρότερο, επιλέγει τη Χρυσή Αυγή λόγω ιδεολογικής συγγένειας ή ταύτισης με τα εθνικιστικά, ξενοφοβικά-ρατσιστικά χαρακτηριστικά που τη διακρίνουν.
Στο ΠΑΣΟΚ υφίσταται σίγουρα και η μεγαλύτερη κρίση, αν αναλογιστεί κανείς ότι από το κόμμα εξουσίας που κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος της Μεταπολίτευσης, έχει πέσει σε μία ατέρμονη δίνη υποβάθμισης, παλεύοντας για την επιβίωσή του, χωρίς μάλιστα να μοιάζει εφικτή η ανάκαμψή του σε μεγαλύτερα ποσοστά από αυτά που έλαβε στις τελευταίες εκλογές. Γιατί μπορεί να βελτίωσε ελαφρώς τα ποσοστά του, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι πλέον έχει θέσει πολύ χαμηλά τον πήχη. Η βασική αιτία της σημερινής κατάστασης ήταν η επιλογή Βενιζέλου να μετατρέψει το ΠΑΣΟΚ σε συνιστώσα της ΝΔ και να ξεπλύνει τον “αντιμνημονιακό’ Σαμαρά. Αυτή η τραγική επιλογή οδήγησε στην απώλεια του κορμού της εκλογικής του βάσης που κατευθύνθηκε κατά κύριο λόγο προς το ΣΥΡΙΖΑ που απέκλειε σθεναρά τη συνεργασία με τη δεξιά. Δυστυχώς, ο ελληνικός λαός μοιάζει να λησμονεί εύκολα τα… πλεονάσματα του ταμείου κυβερνησιμότητας του ΠΑΣΟΚ, ενώ στέκεται ιδιαιτέρως και αξιολογεί τα ελλείμματα. Τα τεράστια ελλείμματα που έπληξαν ανεπανόρθωτα την πρώην κραταιά παράταξη ήταν η απόλυτη ταύτιση την περίοδο του Κωνσταντίνου Σημίτη με τη διαπλοκή, τα γεγονότα του Χρηματιστηρίου και η υπόθεση Τσοχατζόπουλου. Επιπλέον, η αιτία της αδυναμίας να ξανασταθεί στα πόδια του είναι ότι δεν έχει ξεκαθαρίσει τι θέλει και τι εκπροσωπεί. Αυτή η πραγματικότητα, μάλιστα, καθίσταται φανερή αν κάποιος συγκρίνει τη μεγάλη αναντιστοιχία μεταξύ των ποσοστών στην περιφέρεια και στα αστικά κέντρα, όπου παλαιότερα κυριαρχούσε σε προνομιακούς χώρους, στους οποίους πλέον έχει απολέσει την επιρροή του. Αν δεν επαναπροσδιορίσει την ιδεολογική και πρακτική του κατεύθυνση προς μία υπεύθυνη, διακριτή από τη δεξιά, κεντροαριστερά, θα συνεχίσει να “λεηλατείται” από το ΣΥΡΙΖΑ, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που παλαιότερα το ίδιο το ΠΑΣΟΚ κυριαρχούσε επί των υπολοίπων κομμάτων της αριστεράς.
Το ΚΚΕ είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση, πιθανώς και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Τα συνεχή παρόμοια ποσοστά του αποδεικνύουν τη σταθερότητα της θέσης του και την κοινωνική του περιχαράκωση που το καθηλώνουν σε ένα ποσοστό που κυμαίνεται στο 5-6%. Το ιστορικό κόμμα “πληρώνει” αφενός την απουσία αντίστοιχου παραδείγματος διακυβέρνησης και αφετέρου την προσπάθεια, που μοιάζει με εμμονή σε μία ιδεολογική καθαρότητα, που από ό,τι φαίνεται στη μεγάλη κρίση που διανύει η χώρα και παρά τη μεγάλη ρευστότητα που επέφερε στο πολιτικό σκηνικό, δεν μπορεί να βρει απήχηση και να βελτιώσει τη θέση του. Και βέβαια, αν δεν μπορεί σε αυτήν την εκλογική συγκυρία να κεφαλαιοποιήσει τη δυσαρέσκεια των πλατιών κοινωνικών ομάδων στις οποίες απευθύνεται, θεωρώ ιδιαίτερα δύσκολο να το επιτύχει στη συνέχεια.
Το Ποτάμι παρότι συγκράτησε δυνάμεις στα αστικά κέντρα, αποδυναμώθηκε πλήρως στην περιφέρεια, γεγονός που καταδεικνύει αφενός την παντελή έλλειψη ιδεολογικού στίγματος και αφετέρου την απουσία κομματικής δομής και οργάνωσης σε πανελλήνιο επίπεδο, κάτι που μοιάζει φυσιολογικό για το πλέον προσωποπαγές κόμμα του πολιτικού τοπίου.
Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες διέψευσαν τις δημοσκοπήσεις, εισερχόμενοι στη Βουλή και σίγουρα είναι από τα κόμματα που μπορούν να αισθάνονται ότι είχαν ένα επιτυχημένο εκλογικό αποτέλεσμα. Παρόλα αυτά, κινδυνεύουν -αν δεν έχει ήδη συμβεί- να περάσουν στη συνείδηση του κόσμου ως δεκανίκι του ΣΥΡΙΖΑ στην προσπάθειά του να σχηματίζει κυβερνήσεις και από αυτήν την “ταύτιση” σίγουρα δε θα μπορέσουν να ξεφύγουν εύκολα και συνεπώς να αυξήσουν τον εκλογικό τους κορμό.
Το φαινόμενο της Ένωσης Κεντρώων αποτελεί μία ξεκάθαρη, ανώριμη κατά τη γνώμη μου, αντίδραση και αποτύπωση της απογοήτευσης και της απαξίωσης προς το πολιτικό κατεστημένο. Τέλος, η εκλογική μάχη της Λαϊκής Ενότητας ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Νομίζω πλέον έχει καταρρεύσει πλήρως το πλασματικό δίλημμα “μνημόνιο-αντιμνημόνιο” που είχε κυριαρχήσει τα προηγούμενα χρόνια και επιπλέον η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών παραμένουν σταθερά υπέρ της παραμονής της χώρας στην ΟΝΕ (ευρώ). Συνδυάζοντας αυτά τα δύο στοιχεία, είναι φυσικό τα ποσοστά αυτού του χώρου να κινούνται στο εξής στα ίδια επίπεδα με αυτά του παλαιού ΣΥΡΙΖΑ.
Μεγάλη νίκη της αποχής, μεγάλη ήττα της δημοκρατίας
Μεγάλος νικητής των εκλογών νομίζετε ότι είναι ο ΣΥΡΙΖΑ με περίπου 35,6 % των ψήφων; Κάνετε λάθος! Το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ απέχει μακράν από το ποσοστό της αποχής που έφτασε στο 45% του εκλογικού σώματος! Η τεράστια, πρωτοφανής αποχή από βουλευτικές εκλογές είναι ένα μείζον θέμα της εκλογικής διαδικασίας και κινδυνεύει να επιφέρει σοβαρό πλήγμα στο πολιτικό σύστημα. Κινδυνεύουμε τελικά να “αμερικανοποιηθούμε” με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη λειτουργία της δημοκρατίας στη χώρα που τη γέννησε; Και όταν αναφέρομαι σε “αμερικανοποίηση” εννοώ το εκλογικό φαινόμενο να αποφασίζει το 1/3 του εκλογικού σώματος για τον Πρόεδρο της υπερδύναμης. Πρόκειται για μία άκρως ανησυχητική εξέλιξη, απόρροια της απαξίωσης, της ανικανότητας και της φαυλότητας που επικρατεί στα πολιτικά πράγματα του τόπου και που σε περίπτωση παγίωσης του φαινομένου, θα αποτελέσει το μεγαλύτερο εχθρό της δημοκρατίας μας.
Μάλιστα, σύμφωνα με τις σχετικές αναλύσεις η αποχή δεν αποτέλεσε επιλογή μόνο των περιθωριοποιημένων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, αλλά συνειδητή επιλογή πολιτικοποιημένων συμπατριωτών μας που απογοητευμένοι από την ένδεια του πολιτικού συστήματος, αποφάσισαν να μην ψηφίσουν. Το στοιχείο αυτό ενισχύεται και από την υπερψήφιση του Βασίλη Λεβέντη και την είσοδό του στη Βουλή, όχι λόγω υιοθέτησης των θέσεών του, αλλά με τιμωρητική και απαξιωτική διάθεση προς το πολιτικό κατεστημένο. Προσωπικά, η είσοδος στη Βουλή της Ένωσης Κεντρώων μου θύμισε ένα ανάλογο φαινόμενο που είχε εμφανιστεί στην Ιταλία στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν ένα οι ψηφοφόροι ενός εμβληματικού κόμματος της αριστεράς, θέλοντας να ευτελίσουν την εκλογική διαδικασία και το Κοινοβούλιο που θεωρούνταν συντηρητικά και διεφθαρμένα, ψήφισαν τη σταρ αισθησιακών ταινιών, Τσιτσιολίνα.
Εκτός από το συνταρακτικό ποσοστό της αποχής που δείχνει πως σχεδόν οι μισοί Έλληνες -ας ελπίσουμε μόνο αυτήν τη φορά- γύρισαν την πλάτη τους στο υπέρτατο πολιτικό τους δικαίωμα και στην κορύφωση των δημοκρατικών διαδικασιών, οφείλω να σχολιάσω τον απαράδεκτο ρόλο των ΜΜΕ και των εταιρειών δημοσκοπήσεων. Για δεύτερη φορά εντός λίγων μηνών, μετά και την ασύστολη προπαγάνδα τις ημέρες που προηγήθηκαν του δημοψηφίσματος, η πλειονότητα των ΜΜΕ και των εταιρειών δημοσκοπήσεων επιδόθηκαν σε έναν αγώνα δρόμου για να παρουσιάσουν μία πλασματική εικόνα στον ελληνικό λαό για την πρόθεση ψήφου του εκλογικού σώματος. Το μεγάλο “ντέρμπι” και η “διαφορά του 1%” μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων μετατράπηκε σε εκλογικό περίπατο του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ αντίστοιχα υπήρξε μεγάλη απόκλιση των προβλέψεων που άφηναν τους ΑΝΕΛ εκτός Βουλής από το ποσοστό των ψήφων που τελικά συγκέντρωσαν.
Και βέβαια, ο καθένας μπορεί να κατανοήσει αν πρόκειται για θέμα λανθασμένης επιστημονικής προσέγγισης, ή αν είναι επιλογή χειραγώγησης οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων. Και μπορεί για δεύτερη συνεχόμενη φορά ο λαός να γύρισε την πλάτη του στις επιταγές των διαπλεκόμενων ΜΜΕ (ενδεικτικό μίας πρωτοεμφανιζόμενης ώριμης εκλογικής χειραφέτησης), αλλά σε κάθε περίπτωση τίθεται ξεκάθαρα θέμα δημοκρατικής λειτουργίας, όταν η λεγόμενη “τέταρτη εξουσία” επιχειρεί πλέον αναίσχυντα να εξαπατήσει και να παραπλανήσει τον ελληνικό λαό.
Σε κάθε περίπτωση, οι καιροί είναι χαλεποί και ανεξάρτητα από τις δικές μου ή άλλες προβλέψεις και αναλύσεις, αυτό που προτάσσει το εθνικό συμφέρον είναι να αποτινάξουμε από πάνω μας το βαρύ φορτίο της κρίσης. Προσωπικά εύχομαι ολόψυχα την επιτυχία της νέας κυβέρνησης, αλλά στην πολιτική όλοι δοκιμάζονται στην πράξη.
Για το καλό της χώρας μακάρι η δεύτερη φορά αριστερά να είναι καλύτερη από την πρώτη.