Ερμής ο νόθος γιος – Του κ. Στάμου Γαλούνη

Συναδέλφισσες – Συνάδελφοι,

Τον αγαπητό φίλο της Ιονικής Οικογένειας και βεβαίως εξαιρετικό λογοτέχνη κ. Στάμο Γαλούνη τον έχετε γνωρίσει όλοι μέσα από τα υπέροχα διηγήματά του που αναδημοσιεύουμε στην ιστοσελίδα μας. Στις εμπνευσμένες δημιουργίες του αναδεικνύεται ο υπέροχος εσωτερικός του κόσμος και βεβαίως αποτυπώνεται η μοναδική ικανότητά του να αναπαριστά εικόνες και συναισθήματα με θαυμαστό τρόπο μέσα από την αξεπέραστα ποιοτική γραφή του.

Σήμερα όμως δημοσιεύουμε για πρώτη φορά ένα ολοκληρωμένο, μεγάλης έκτασης διήγημά του, το οποίο χρησιμοποιώντας τις δεξιότητες και τα χαρακτηριστικά του κ. Γαλούνη, αποτυπώνει ανάγλυφα μία «γκρίζα» περίοδο της χώρας μας, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Τα ταμπού, η περιθωριοποίηση (των θυμάτων κυρίως), η παραγκωνισμένη θέση της γυναίκας, η οπισθοδρόμηση της εποχής κάνουν την εμφάνισή τους και με την πένα του αγαπητού μας φίλου παρουσιάζονται μπροστά μας ως μία οδυνηρή ανάμνηση ( ; ) της πραγματικότητας.

Πολλά έχουν αλλάξει σήμερα σε σχέση με τις τότε αντιλήψεις, αλλά ορισμένα πάλι όχι και τόσο… Τα ταμπού και οι προκαταλήψεις συνεχίζουν σε πολλά θέματα να μαστίζουν την κοινωνία μας και σίγουρα αυτό το υπέροχο διήγημα του κ. Γαλούνη αξίζει να διαβαστεί και ως κοινωνικό σχόλιο και για τη θέση της γυναίκας ακόμα και στη σημερινή εποχή…

 —————————————————————–

ΕΡΜΗΣ Ο ΝΟΘΟΣ ΓΙΟΣ

Αρχές του Σεπτέμβρη 1955, από ενα ύψωμα έξω από ένα μικρό χωριό κάπου στην ημιορεινή Ακαρνανία,σέ τόπο τραχύ, πέτρινο καί άγριο, κατηφορίζουν για την χωμάτινη κακοτράχαλη δημοσιά, μια 25χρονη λυγερή μαντηλοφορούσα κοπελιά φορώντας τα καλά της, κρατώντας μια βαλίτσα δεμένη σταυρωτά , καί το γιό της, ένα 10χρονο σταρένιο αγγελικό αγόρι,με κοντά παντελονάκια, πρασινογάλαζα λαμπερά μάτια καί σγουρά καστανά πυκνά μαλλιά.

Πίσω τους έχει λαμπαδιάσει τό αγροτόσπιτο που ζούσαν δέκα ολόκληρα μολυβένια χρόνια, ένα σπίτι/παράπηγμα ήταν με τσίγκους, πέτρες, καλάμια καί φτέρες. Τό πυρπόλησε μαζί με τα ελάχιστα υπάρχοντά τους, τους βασιλικούς και τα γεράνια, η ίδια η νεαρή μάνα φεύγοντας, θέλοντας καί ελπίζοντας να καούν καί να σβήσουν όσες πικρές μνήμες γράφηκαν εκεί μέσα.

Μπροστά στον χωματόδρομο σταματημένη , τους περίμενε μια τεράστια γυαλιστερή κούρσα, με πινακίδες διπλωματικού σώματος, με οδηγό στο τιμόνι καί όρθιοι χαμογελαστοί, καταδεκτικοί μπροστά στις ανοιγμένες πόρτες τούς υποδέχτηκαν , ένας κουστουμαρισμένος ψηλός κύριος καί μια καλοντυμένη με καλοκαιρινό ταγιέρ καί πρασινοκίτρινο καπέλο νεαρή γυναίκα, η οποία φίλησε τόν μικρό καί συγκινημένη χαιρέτησε την κοπελιά.

Μπήκαν στην κούρσα, έριξε η μάνα πίσω της μια μαύρη πέτρα καί λίγο αλάτι, για να χαθούν από τόν ντόπιο χάρτη καί μες ένα σύννεφο σκόνης, ξεκίνησαν για Αστακό- Αθήνα καί τελικό προορισμό τήν Βιέννη.

Στό πίσω άνετο κάθισμα, αγκάλιασε η Ερμιόνη, τον γιό της Ερμή, έριξε μια τελευταία ματιά στό σπίτι που καιγόταν, έκλεισε τα βουρκωμένα της μάτια καί άφησε να περάσουν στην οθόνη τού μυαλού της, ολοζώντανα τα τελευταία συγκλονιστικά δέκα χρόνια της ζωής της καί μετά να καούν καί να εξαφανιστούν στην στάχτη τού φλεγόμενου σπιτιού.

Πάμε πίσω στόν χωροχρόνο,..σε μια ηλιόλουστη μέρα της Άνοιξης του 1944,όταν η χώρα στέναζε ακόμα κάτω απ την μπότα του κατακτητή, οι λιγοστοί κάτοικοι τού χωριού- καμιά τριακοσαριά πονεμένες ψυχές- υποφέρουν από στερήσεις, ο φόβος κυριαρχεί καί το σκοτάδι στην πατρίδα είναι ακόμη πυκνό, ένα όμορφο χαμογελαστό κορίτσι, ούτε δεκαπέντε χρονών, φροντίζει -τραγουδώντας μελωδικά νεανικούς καημούς κι ελπίδες- τα λιγοστά μελίσσια της οικογένειας, στήν πλαγιά ενός λόφου νότια έξω από το χωριό.

Εκείνη την μέρα, έτυχε για κακή της τύχη, να περάσει από εκεί κοντά μια Γερμανική περίπολος από οκτώ άνδρες καβαλαρέους,. Ήταν η οπισθοφυλακή της δύναμης κατοχής, που την προηγούμενη μέρα είχαν κάψει στην κωμόπολη 8 σπίτια οικογενειών ανταρτών.

Άκουσαν την κοπελιά να τραγουδάει, κατέβηκε ο βάρβαρος επικεφαλής λοχίας απ τό άλογο, είδε την όμορφη κόρη καί με ζωώδη ένστικτα, παλιανθρώπου φύση καί βασανιστού ψυχή, εγκλημάτησε καί σαν αποκαλυπτικό τέρας πήρε το εφηβικό ανήλικο παρθένο σώμα της Ερμιόνης καί ρήμαξε την ψυχή της.

Οι άλλοι Γερμανοί στρατιώτες ούτε καν ξεπέζεψαν, άκουγαν τίς φωνές πόνου καί βοήθειας της μικρής, αλλά κι εκείνοι μέτοχοι της ίδιας απάνθρωπης ιδεολογίας, έμειναν αδιάφοροι καί άπραγοι.

Η Ερμιόνη αθώα, απονήρευτη, μικρό κοριτσάκι είχε μόνο σκόρπια ακούσματα για τον σαρκικό έρωτα , καί στην αυστηρή οικογένεια καί τήν κλειστή κοινωνία που ζούσε, δεν τόλμησε να εκμυστηρευτεί στην μάνα της τόν αποτρόπαιο βιασμό της.

Η μάνα της η κυρά Σοφία, ήταν μια 39χρονη σκληραγωγημένη ψιλή γυναίκα, είχε επιβάλει μητριαρχικό τρόπο λειτουργίας του νοικοκυριού, είχε αδυναμία στην μοναχοκόρη της, αλλά τέτοιο φοβερό μαντάτο, δεν έβγαινε από τα χείλη της Ερμιόνης.

Υπέφερε τό κοριτσάκι, πέρναγε αβοήθητη αυτό που αποκαλούμε μετατραυματικό σόκ, είχε νυχτερινούς εφιάλτες, αν άκουγε την λέξη Γερμανός ίδρωνε, έτρεμε, έχανε το χρώμα της καί παρά τις παρακλήσεις της μάνας της που διαισθανόταν ότι κάτι το κακό έγινε, εκείνη κλείστηκε στόν εαυτό της, με ένα σκούρο μαντήλι κάλυπτε τα σγουρά μακρυά μαλλιά καί τ όμορφο θλιμμένο πρόσωπό της, ελάχιστα μιλούσε καί φοβισμένα προσπαθούσε όσο διακριτικά της επέτρεπε το πουριτανικό περιβάλλον καί η ντροπή της, να μάθει από μεγαλύτερες ξαδέλφες της καί θειάδες της, αν πάντα πονάει μια γυναίκα όταν ζευγαρώνει, τι συμβαίνει μετά, ακόμα καί για τα παιδιά πού φέρνει ο πελαργός.

Αλλά οι μισοαπαντήσεις τους με τα πονηρά χαμόγελα ήταν ακατανόητες για κείνη καί εξ άλλου δεν διέθετε τά διανοητικά εργαλεία καί τις ηλικιακές δυνατότητες να τα ερμηνεύσει, ούτε τις γνώσεις να καταλάβει ότι οι σωματικές αλλαγές, η αύξηση της όρεξης κι οι ζαλάδες, προμήνυαν καί έγραφαν την μοίρα της.

Κι έτσι πέρναγαν σκληρές καί στερημένες οι μέρες της κατοχής, μ΄ όλο το χωριό ψιθυριστά να πιστεύει, ότι δεν είναι στα καλά της η Ερμιόνη, της είχε σαλέψει, ώσπου όταν ένα πρωινό μες την βαριά μελαγχολία καί απόγνωση, ένιωσε να την κλωτσούν γλυκά στα σωθικά κι αναγκάστηκε τότε να το πεί στην μάνα της καί να της εξομολογηθεί τό έγκλημα του Γερμανού.

Ούρλιαξε καί λιποθύμησε η μάνα από την μαχαιριά του βιασμού, μετά έκλαιγε γοερά, τραβούσε τα μαλλιά της καί μονολογούσε..

-Τώρα θα σε σκοτώσουν ο πατέρας καί τα τρία μεγαλύτερα αδέρφια σου, τί να κάνουμε τώρα;, καλύτερα να πνιγούμε κι δυό… δέν αντέχεται αυτή η ντροπή..-

Πώς να μήν τρελαθείς στην σκέψη ότι η μικρή Ερμιόνη κυοφορεί τον σπόρο του βιαστή της καί δυνάστη των σκλαβωμένων .. έπεσαν μάνα καί κόρη σε βαθύ πένθος καί βαριά απελπισιά.

Ευτυχώς οι άνδρες του σπιτιού μέσα στον γενικό ζόφο, τις δουλειές στα χωράφια καί στις έγνοιες της επιβίωσης, δεν πολυκατάλαβαν κι έτσι έβαλαν μπροστά με άκρα μυστικότητα την μόνη λύση που απέμεινε.. Νά “ρίξει”η Ερμιόνη το καρπό του τυράννου.

Χωρίς πλέον συναισθήματα, είχε μόνο μίσος καί οργή κι ήταν πρόθυμη να κάνει τα πάντα, όσο επικίνδυνα καί να ήταν , αρκεί να απαλλαγεί από τόν εφιάλτη της.

Κι έτσι έπινε διάφορα μαντζούνια που της προκαλούσαν εμετό καί πόνους, της έβαζε η μάνα της τεράστιες πέτρες στην κοιλιά μήπως ξεκολλήσει τό έμβρυο, ανέβαινε ψηλά στη ελιά καί πηδούσε κάτω, …

αλλά τίποτα κανένα αποτέλεσμα.

Οπότε αναγκάστηκαν να πάνε σε γιατρό στο Αγρίνιο.

Είπαν ψέμματα ότι πάνε να δουν την αδερφή της την λεχώνα στην Σπολάιτα…θα τους έδινε όπως συνήθιζε μπόλικα φασόλια, ρεβύθια καί φακές -γι αυτό πήραν καί τό μουλάρι -καί θα πήγαιναν και σ΄ένα γιατρό στήν πόλη, για να δει την Ερμιόνη που φαίνεται άρρωστη στο μυαλό.

Πράγματι καί παρά τις αντιδράσεις τους-με πολλούς κινδύνους – 10 ώρες δύσκολος δρόμος- εκείνο το καλοκαίρι των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Γερμανών- πριν λίγες μέρες είχε γίνει εκεί κοντά η πολύνεκρη μάχη της Αμφιλοχίας μεταξύ Γερμανών καί Ανταρτών, με πάνω από 180 ισομοιρασμένους νεκρούς, εκατοντάδες τραυματίες καί δεκάδες πολίτες σε αντίποινα εκτελεσμένους καί ένα ολόκληρο χωριό – την Κομποτή- ολοσχερώς καμένο- έφθασαν μάνα καί κόρη στο γιατρό.

Τόν ικέτευσαν να κάνει τήν έκτρωση -χωρίς όμως να του εκμυστηρευτούν το φοβερό μυστικό ,αλλά εκείνος λόγω προχωρημένης κύησης καί επικινδυνότητας, δεν το αποτόλμησε καί τις προέτρεψε μάλιστα να αναγκάσουν, -όπως υπέθετε- τον υπαίτιο νεαρό του χωριού καί πατέρα του παιδιού, νά τήν παντρευτεί επειδή είναι έγκυος καί ανήλικη.

Καταρρακωμένες, ψυχικά ναυάγια επέστρεφαν στο χωριό, με τό μουλάρι φορτωμένο με τα καλούδια της αδερφής καί το μυαλό ανταριασμένο απ το κακό που θέριευε.

Στην γέφυρα του Αχελώου, απελπισμένες έκαναν μαύρες σκέψεις, να πέσουν να πνιγούν… να ρίξει η μάνα την κόρη από ψηλά στο ποτάμι; να αυτοκτονήσει η μικρή για να λυτρωθεί;

Αλλά η όποια πικρή ζωή είναι γλυκειά κι ο θάνατος μαυρίλα κι έτσι η μάνα σκεπτόταν καί τα πιό απίθανα σενάρια, για να ζήσει η κόρη, να μην γεννηθεί ο καρπός του βιαστή αλλά καί να αποφύγουν το άγος της ντροπής, της ατίμωσης καί της κατακραυγής.

Τελικά ή μάνα, επέλεξε μια απάνθρωπη λύση, ταιριαστή όμως στην εποχή του αίματος, στήν ανελέητη ηθική της επαρχίας, στην εκδικητική δικαιοσύνη καί στα άγρια πάθη των καιρών. Επιλογή που συμφώνησε και η Ερμιόνη, πιστεύοντας ότι έστω καί μ΄αυτόν τον φρικτό τρόπο θα τελειώσει το μαρτύριό της, ο σπόρος του εχθρού που τόσο μισεί – καί μένει γαντζωμένο στα σπλάχνα της και στην ζωή- δεν θα δεί το φώς τού ήλιου, σαν κακό όνειρο θα περάσει καί εκείνη θα ξαναγίνει παιδί.

Τόσα ήξερε η ανήλικη, έτσι μεγάλωσε, αυτά της μάθανε, τόσο της έκοβε.

Αλλά καί πως η κυριευμένη από τό φόβο μικρούλα, να ερμηνεύσει καί να σκεφτεί διαφορετικά, στό κόσμο που ζούσε, στίς συνθήκες που επικρατούσαν καί στίς φτηνές αναλώσιμες ζωές που καθημερινά έβλεπε καί άκουγε να ανεβαίνουν για σταύρωση στόν Γολγοθά.

Είχε η μάνα προίκα ένα μικρό άγονο κτηματάκι απόμερο, έξω απ’ το χωριό, με ένα αγροτόσπιτο μέσα,-παλιά αποθήκη βελανιδιών- , εκεί θα έμενε κλεισμένη η Ερμιόνη μέχρι να γεννήσει.

Δεν θα την έβλεπε ποτέ κανείς, θά΄βγαινε μόνο γιά λίγο προσεκτικά σπάνια και μετά το θάμπωμα στήν αυλή.

Παντού ακόμη και στον πατέρα καί στα τρία αδέλφια, θαλεγαν πειστικά ψέμματα, ότι η Ερμιόνη είναι άρρωστη, έχει μεταδοτική φυματίωση που έχει πειράξει τα νεύρα της, θα πρέπει να απομονωθεί καί μόνο ή μάνα της με προφυλάξεις θα της πήγαινε φαγητό καί κάποια – δήθεν- φάρμακα.

Θά ησύχαζαν απ’ τον στιγματισμό, τόν χλευασμό καί τόν αποτροπιασμό των συγχωριανών -ο φόβος της φυματίωσης ήταν παραλυτικός, κανείς από φόβο δεν θα πλησίαζε το σπίτι-καί με τό καιρό θαβλεπαν πως θα τα μπάλωναν αν χρειαζόταν καί με τους τέσσερις άνδρες τής οικογένειας.

Τό φοβερό στόν σχεδιασμό ήταν , όταν είναι ετοιμόγεννη η Ερμιόνη, θάρθει απ΄ένα κοντινό διπλανό, η μαμή – ξαδέλφη της μάνας-, πούχε σκοτωμένο παιδί στο Ρούπελ απ τους Γερμανούς καί τους μισεί θανάσιμα, κρατάει επτασφράγιστα μυστικά, έχει ζωτική ανάγκη τους 12 κάδους σιτάρι που θα την φιλέψουν για τον κόπο καί την εχεμύθειά της…. καί μόλις έρθει στον κόσμο το παιδί, η μάνα της Ερμιόνης… θα πνίξει το παιδί με τόν ομφάλιο λώρο.

Κανένας δεν θα μάθει ποτέ την σκληρή αλήθεια, μόνο εκείνες θα ξέρουν για το φονικό καί η γή στον πίσω κήπο, που θα αγκαλιάσει τό αθώο πλασματάκι.

Έτσι κι έγινε, κλείστηκε στο αγροτόσπιτο, χωρίς να την ξαναδεί ο ήλιος, έβγαινε μόνο στό φως τού φεγγαριού για να κλάψει την μοίρα της καί νά ονειρευτεί την απελευθέρωσή της.

Η κατ’ ουσία άσπιλη, αμόλυντη καί άχραντη μικρούλα, χωρίς να μυρίσει κρίνο ή να γευτεί τόν έρωτα, κυοφορούσε ένα πλασματάκι, καταδικασμένο να κλάψει για λίγο, να πάρει πέντε αναπνοές καί να χαθεί πάλι στήν ανυπαρξία.

Κι ήρθε μια χειμωνιάτικη μέρα Γενάρης τού 1945 με τό χιόνι μέχρι το γόνατο, που έπιασαν οι πόνοι την ξεχασμένη απ’ ανθρώπους καί θεό μικρή Ερμιόνη, η Θεανώ η μαμή ειδοποιημένη ήταν εκεί κι μάνα της ετοιμαζόταν για την γέννα, τό δίκαιο, σωστό φονικό καί την δική τους ανάσταση όπως ήθελαν να πιστεύουν.

Μές την απόκοσμη παγωμένη νύχτα, στο φώς του λυχναριού καί της φωτιας πού έκαιγε στό τζάκι, μες τους ανείπωτους πόνους της γέννας, η Ερμιόνη σαν σε όραμα είδε καί ένιωσε την Παναγιά να της κρατά γλυκά παρηγορητικά τό χέρι καί τις τρείς μοίρες παραδίπλα χαμογελαστές να υφαίνουν πεπρωμένο του παιδιού.

Όταν τό αγγελούδι ήρθε στό κόσμο, ακούστηκε τό πρώτο κλάμα του, η μαμμή ειπε ..΄

-είναι αγοράκι.. —

καί πριν προλάβει η μάνα της να τό αγγίξει καί να το πάρει απ χέρια της ,σπαρτάρισε η καρδιά της Ερμιόνης, τήν πλημμύρισε τό θαύμα της μητρότητας, έλιωσαν οι πάγοι τού μίσους καί με λυγμούς καί παρακλητικά φωνάζει στην μάνα της..

<<<<Μή σε παρακαλώ μάνα,.. μην του κάνεις κακό.. άστο να ζήσει, αλλιώς θα πεθάνω κι εγώ.>>>>

Λύγισε η μάνα, δεν ήταν η έρμη φόνισσα, τό ριζικό της, οι κανόνες κι οι συνθήκες την ανάγκαζαν, τώρα αισθάνθηκε περίεργα πού έγινε γιαγιά, σάμπως να γλύκανε το μίσος καί έκανε πίσω, ..αλλά κι μαμή της είπε ..Σοφία δεν μπορώ τόσο βάρος στην συνείδησή μου, μην τό σκοτώσεις.. δεν θέλω τόσους κάδους σιτάρι… κι έτσι το βλαστάρι τού Γενάρη δεν κόπηκε καί του έμελλε ν΄ανθίσει.

Άλλα έγραφε η μοίρα του κι ο μικρούλης ήρθε να μείνει καί να σεργιανίσει στίς γειτονιές αυτού του κόσμου.

Όταν μαθεύτηκε το φοβερό νέο, ο πατέρας καί τα αδέρφια της, χωρίς ποτέ να την δούν, ήθελαν να ξεπλύνουν την ντροπή, -αλλά έμειναν στις απειλές- ότι θα την σκοτώσουν καί όλο το χωριό, τραντάχτηκε, βούιξε από τό κακό που τούς βρήκε, να γεννηθεί στόν τόπο τους ο γιος τού Θηρίου.

Ατιμασμένη, μιασμένη καί στιγματισμένη- λές καί δεν ήταν εκείνη κι ο μικρός τα μεγάλα αθώα θύματα- ζούσε με τόν γιό της η Ερμιόνη στο μικρό καθαρό αγροτόσπιτο, σε δύσκολες εποχές δυστυχίας-μόλις είχαν φύγει οι Γερμανοί καί ο εμφύλιος πόλεμος σιγόβραζε- της έφερνε η μάνα της λίγο φαγητό, είχε καί μια μαλτέζα γίδα, λίγες κότες, άρχισε στις πεζούλες να σπέρνει φακές καί κουκιά, να περιποιείται το πηγάδι, τά δένδρα, εκείνη είχε αρκετό γάλα να βυζαίνει τό μωρό, οπότε φτωχικά και πολύ στερημένα , σαν ερημίτες πέρναγαν εξόριστοι τόν καιρό τους.

Μόνο η μάνα της ερχόταν να τούς δεί καί να τούς φροντίσει,- για τον πατέρα, τα αδέρφια καί τόν κόσμο όλο ηταν ξεγραμμένη καί πεθαμένη- καί δύο τρείς φορές κρυφά καί επικίνδυνα ήρθε μια συμμαθήτριά της απ το δημοτικό, μια φορά μάλιστα της έφερε ένα τσίγκινο φορτηγάκι καί ένα μαντολάτο για το μωρό κι ένα τεράστιο χονδρό ταλαιπωρημένο βιβλίο που το είχαν παραπεταμένο -τό έλεγαν ΄΄ΑΠΑΣΑ ΥΛΗ΄΄ περιείχε απλοϊκά γραμμένα με εικόνες, όλα τα τότε γνωστικά αντικείμενα, γεωγραφία, φιλοσοφία, φυτολογία, ιστορία, αριθμητική κλπ- κι ήταν θεία δώρα , ανείπωτης ευχαρίστησης καί χαράς για τη μικρή Ερμιόνη.

Μεγάλωνε το μωρό, γινόταν ένας μικρός θεός στην όψη΄–γι αυτό η Ερμιόνη τούδωσε το αγαπημένο της όνομα ΕΡΜΗΣ–, έμαθε να περπατάει, να παίζει μόνος του στα χώματα καί με τα μυρμήγκια, να γελάει δυνατά καί να αγκαλιάζει σφιχτά όλο τον γνωστό του κόσμο, δηλαδή την μάνα του καί την γιαγιά Σοφία.

Πρίν κλείσει τα δυυ του χρόνια ο μικρός, η ζωή ξαφνικά καί απρόβλεπτα πάλι πήρε την ανηφόρα.

Η νεαρή γιαγιά το μοναδικό τους στήριγμα, η μόνη βοήθεια καί ψυχική τους συμπαραστάτρια, πέταξε στους ουρανούς, ένας κεραυνός τήν έκαψε δίπλα στο ξωκλήσι του Αι Ταξιάρχη

Θρήνος η ορφάνια για την Ερμιόνη, θρηνούσε την αδικοχαμένη μάνα της, έκλαιγε και για τους δυό πού απόμειναν πλέον ολομόναχοι, πεταμένοι σε μια άκρη του χωριού.

Έπρεπε όμως να ζήσουν κι η Ερμιόνη ήταν άξια, δεν ήθελε τον οίκτο κανενός κι έτσι πέρασαν χειμώνα, άνοιξη και καλοκαίρι, τρώγοντας ότι έσπειρε στον κήπο καί τις πεζούλες (φακές, ρεβύθια, φασόλια, κρεμμυδάκια, κουκιά κλπ) , άγρια χόρτα, γάλα κι όσο είχε η κατσίκα, κανένα αυγό, λίγο λάδι που είχε απομείνει, η συκιά , η αχλαδιά, η κορομηλιά κι αμυγδαλιά συνεισέφεραν κι αυτές, αγριοβατόμουρα, μέσπουλα, κούμαρα, ακόμη σαλιγκάρια καί σκαντζόχοιρους -που κανένας σε κείνα τα μέρη δεν έτρωγε- καί στις μεγάλες πείνες, όταν είχε τελειώσει καί το αλεύρι που της είχε φέρει παλιότερα η γιαγιά, έπιανε βατράχια η Ερμιόνη καί τάιζε τόν μικρούλη της ψητά βατραχοπόδαρα.

Τούς έλειπαν όμως τα σημαντικά αναγκαία όπως πετρέλαιο για την λάμπα, αλάτι, λάδι, σπίρτα, παπούτσια για το μωρό, που περπατούσε ξυπόλυτο, κανένα ρουχαλάκι, κανένα φάρμακο για τις παιδικές αρρώστιες καί τόσα άλλα βασικά ακόμα και για μιά μίζερη παλιοζωή.

Γιά να μήν λιμοκτονήσουν κι ούτε να βγούν στην ζητιανιά – ήταν περήφανη καί αξιοπρεπής η μικρή- εφ΄όσον κανείς στην περιοχή δεν την ήθελε στη δούλεψή του, θά πήγαινε στην Ιθάκη Νοέμβριο καί Δεκέμβριο, που χρειάζονταν εργάτριες γής, για το μάζεμα της ελιάς.

Η Ιθακήσιοι ήταν πιο ανοιχτόμυαλοι καί καλοσυνάτοι άνθρωποι, δεν γνώρισαν την βάρβαρη Γερμανική κατοχή καί έτσι καί να μάθαιναν την ιστορία τους, δεν θα είχαν τόση εχθροπάθεια για τον μικρούλη Ερμή .

Η ιταλική κατοχή, που στήν ουσία ήταν προσπάθεια προσάρτησης, ήταν μάλλον ήπια, μάζεψαν μόνο τα κυνηγητικά όπλα και τα ραδιόφωνα των νησιωτών και άλλαξαν -κάνοντας τα Ιταλικά- τα ονόματα των δρόμων καί τις επιγραφές των καταστημάτων ( πχ frutivendiola το οπωροπωλείο) κι οι δε καμιά 15νταριά κατακαημένοι στρατιώτες ήταν κι αυτοί δυστυχισμένοι μακρυά απ της οικογένειές τους καί πιο φοβισμένοι απ’ τούς νησιώτες.

Ξεκίνησε λοιπόν αχάραγα – καί με τό φόβο των αποσπασμάτων , ο εμφύλιος βρισκόταν στην απεχθή, αιματηρή κορύφωσή του – , με το μωράκι αγκαλιά , για να φτάσει μετά από τετράωρο περπάτημα στόν Αστακό. Πούλησε τον βαφτιστικό της σταυρουδάκι, για τα ναύλα, λίγο ψωμί, τυρί, ένα μπουκάλι γάλα καί πήρε τό πρωινό καΐκι για την Ιθάκη.

Ο Ερμής συνεχώς γελούσε απ την χαρά του, πρώτη φορά έβλεπε κι άλλους ανθρώπους, πολλά σπίτια, διαφορετικά χρώματα, γαλάζια νερά καί μες το μυαλουδάκι του ίσως να ζωγράφιζε παιδικούς παραδείσους.

Έμεναν σε μια διαμορφωμένη αποθήκη, μαζί με δέκα άλλες ξενομερίτισσες εργάτριες στό λιοστάσι, μάνες οι περισσότερες και έτσι ο μικρούλης είχε περισσή φροντίδα καί αγάπη. Όλη μέρα που οι γυναίκες μάζευαν τις ελιές, ο μικρός υπάκουος καί πειθαρχημένος καθόταν μέσα σ΄ ένα μεγάλο καλάθι στην μέση του χωραφιού, για να τόν βλέπει η μάνα του, έπαιζε με ξύλα και φύλλα ελιάς κι αν έπιανε βροχή τόν σκέπαζαν με μια κουβερτούλα από γίδινο μαλλί για να μήν βραχεί καί κρυώσει. Κάθε μέρα όλη μέρα ο Ερμής μες το καλάθι- οι ντοπιοι τον έλεγαν ΄κεστίνο΄ ελληνικά καλάθη – ψωμί, λάδι, ελιές καί τυρί το καθημερινό τους φαΐ, σπάνια κανένα όσπριο, μια φορά τον μήνα μαγειρευτό κρέας, αλλά η Ερμιόνη- της το επέτρεψε ένας καλός άνθρωπος- -άρμεγε μια γαιδούρα καί έπινε ο μικρός καθημερινά θρεπτικό γάλα.

Μετά το δίμηνο, επέστρεψαν στη φυλακή του χωριού τους, εξόριστοι, μισητοί, κι αποδιοπομπαίοι, είχαν όμως τώρα λάδι, ψωμί καί τα ελάχιστα να επιβιώσουν.

Τό καλοκαίρι για δύο περίπου μήνες, πάλι ο Ερμής μες το καλάθι, κάτω απ’ τήν αραιή σκιά τών αρμυρικιών , έβλεπε την μάνα του να ιδρώνει για το μεροκάματο στά τηγάνια τών αλυκών Μεσολογγίου , όλη μέρα μέ ζέστη καί κουνούπια καί να περιμένει κάπου-κάπου να του φέρνει νερό, να τον χαϊδεύει καί το βράδυ να του λέει παραμύθια καί να κοιμούνται αγκαλιά στα σανίδια μιας πελάδας στήν πάντα γαλήνια λιμνοθάλασσα.

Αυτή ήταν η σκληρή ζωή τους, πέρναγαν τα χρόνια ,στην Ιθάκη στις Ελιές, στο Μεσολόγγι στις αλυκές, στο Νιοχώρι στα ρύζια καί στα φασόλια καί ευτυχώς που τα αφεντικά επέτρεπαν- γιατι ήταν δουλευταρού καί άξια- στη μάνα ναχει κοντά της το παιδί καί να μεγαλώνουνε μαζί.

Στό Μεσσολόγγι του καλοκαιριού είχαν την τύχη, η Μυρτώ φοιτήτρια ιατρικής καί κόρη ενός μεγαλομετόχου της εταιρείας αλατιου, να δει τον Ερμή -εξάχρονο πια παιδί- να παίζει στον καύσωνα μοναχός μ΄ ένα παλιό τσίγκινο φορτηγάκι , στην μέση της απέραντης αλυκής, έμαθε την ιστορία τους, αγάπησε αυτό τό γλυκό, συνεσταλμένο, αθώο, όμορφο πλασματάκι καί τα καλοκαίρια σχεδόν το υιοθέτησε.

Τόν έπαιρνε συχνά στο σπίτι της, για να μην το καίει η αλυκή, του έμαθε τα πρώτα γράμματα,τ αγόρασε παπούτσια καί φορεσιά, ένα λούτρινο αρκουδάκι, μέχρι και το πρώτο του παγωτό απ τα χέρια της δοκίμασε. Ο Ερμής είχε αποκτήσει κι αγαπήσει επιτέλους την πρώτη φίλη της ζωής του καί για πρωτή φορά επίσης στην ζωή του, έπαιξε μ΄άλλα παιδάκια στην γειτονιά της Μυρτώς.

Εκτός από αγνώστου πατρός , – η Ερμιόνη του’χε πει ότι ο πατέρας του σκοτώθηκε στόν πόλεμο- ο μικρός καί μέχρι τα έξη του χρόνια, ήταν αβάπτιστος. Κανένας στο χωριό δεν ήθελε να βαπτίσει το γιό του δυνάστη, ούτε κι ο παπάς…. γιά να μην μαγαρίσει την κολυμπήθρα.

Νονά του έγινε η αγαπημένη φίλη του η Μυρτώ, το όνομά του καί επίσημα Ερμής, μυρώθηκε στόν Άγιο Σπυρίδωνα Μεσολογγίου, βαπτίστηκε σε αλμυρό νερό απ’ τα δάκρυα της μάνας και σε λάδι Ιθάκης γλυκά ωριμασμένου απ’ τις ψωνές του παιδιού, που ζούσε χειμωνιάτικα μέσα σένα καλάθι.

 

Τόν Σεπτέμβρη του 1952 , γράφτηκε τό παιδί στήν Α΄δημοτικού , αναγκαστικά σχολείο του χωριού. Η Ερμιόνη με ένα όμορφο φόρεμα- αποφόρι της συνομήλικής της Μυρτώς, κρατούσε στοργικά απ’ το χέρι τόν επτάχρονο κυπαρισσένιο, όμορφο Ερμή, -με τα καθαρά βαπτιστικά ρούχα, τα καινούργια παπούτσια καί την σάκα της νονάς- την ημέρα του αγιασμού στο προαύλιο του σχολείου καί ένιωσε την αποστροφή καί τα χολερά βλέμματα των συγχωριανών, που ακόμα δεν της είχαν συγχωρήσει που ζούσε εκείνη καί ο γιός του διαβόλου.

Καί τα μεγαλύτερα παιδιά – έτσι έμαθαν, έτσι τα ορμήνευαν, δέν τόν καλοδέχτηκαν, τον κορόιδευαν συνέχεια, τό έλεγαν μούλο, Γερμαναρά και την μάνα του πουτάνα…..

Τό έφτυναν το παιδάκι, το πέταγαν στό χώμα,-καί δεν καταλάβαινε τίποτα από όλα αυτά ο μικρός, ήταν αθώος, -οπότε η Ερμιόνη είδε καί απόειδε νάναι το βλαστάρι της πονεμένο καί συνέχεια κλαμένο και παρά τίς προσπάθειες του δασκάλου, μετά από δύο βδομάδες το πήρε καί δεν το ξαναπήγε στο σχολείο.

Ας ήταν καλά η άγγελος τους η Μυρτώ, βλέποντας την δίψα της Ερμιόνης για μάθηση , της είχε δανείσει για τον καιρό της εξορίας της στο χωριό, πολλά βιβλία, Καζαντζάκη, Λουντέμη, Ντοστογιέφκι, Εμίλ Ζολά, Βίκτωρ Ουγκώ κι έτσι με ασίγαστη θέληση καί επιμονή, θα μάθαινε εκείνη γράμματα στόν Ερμή καί τους καλοκαιρινούς μήνες -όταν θα ψηνόταν στις αλυκές – θα δροσιζόταν με την ιδέα ότι η αγία νονά είχε με χαρά αναλάβει την εκπαίδευση, μόρφωση του Ερμη.

Σκεπτόταν η Ερμιόνη, να φύγει εσωτερική μετανάστρια στην Αθήνα, γά να σωθεί καί το παιδι, αλλα και δουλειά να έβρισκε, που θά έμενε; ποιός θα ήταν κοντά στον ανήλικο Ερμή ; κι έτσι περίμενε να μεγαλώσει λίγο καί θάβλεπε με τόν καιρό καί τις συνθήκες πως θα έπραττε.

Ο πατέρας της Μυρτώς, με σημαντικούς γνωστούς στην Αθήνα, φρόντισε – χωρίς να το μάθει η Ερμιόνη καί για το καλό της-να γνωρίσει την τραγική αυτή ιστορία, στή Γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα.

Πράγματι ενδιαφέρθηκαν αμέσως, έκαναν εξονυχιστική έρευνα στα αρχεία της Βέρμαχτ, βρήκαν μιά σχετική καταγγελία ενός στρατιώτη για τον βιασμό ενός μικρού κοριτσιού σε κείνο τον τόπο καί στόν ακριβή χρόνο οπότε καί πιστοποίησαν τό δράστη.

Ο βιαστής ήταν ένας Αυστριακός λοχίας, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Βιέννης, ο οποίος υπηρετούσε ως έφεδρος στην Ελλάδα καί είχε σκοτωθεί στην οπισθοχώρηση τών στρατευμάτων κατοχής , έξω από τη Βουδαπέστη.

Ενημερώθηκε καί συνταράχτηκε η οικογένεια στην Βιέννη, είχαν χάσει καί τον άλλο μεγαλύτερο γιό τους τόν Ιούνιο του 1944 στην Νορμανδία κατά στην απόβαση τών συμμάχων καί τους απόμεινε μια ανύπαντρη κόρη και κανένας απόγονος.

Η οικογένεια διασταύρωσε -πέραν πάσης αμφιβολίας-τις βεβαιότητες της Γερμανικής Πρεσβείας στην Αθήνα, με γράμματα που είχε στείλει ο λοχίας στον αγαπημένο του καθηγητή φιλοσοφίας, όπου γεμάτος τύψεις καί , ομολογούσε καί ζητούσε να τον συγχωρήσει ο δάσκαλός, γιατί στίς δίνες του πολέμου που εμφανίστηκαν τα άγρια ακατέργαστα ένστικτα, δεν άκουσε τις συμβουλές του καί εγκλημάτησε σε μια αθώα μικρούλα.

Κατέβηκε από την Βιέννη τό Ιούλιο του 1955 στό Μεσολόγγι -ο παππούς εξ αίματος πλέον, χωρίς να ξέρει τι θα αντιμετωπίσει- ένας αρχοντάνθρωπος, κοντά στα εβδομήντα, ευγενικός καί καλλιεργημένος, αλλά καί αγέλαστος, (μιλούσε καί αρκετά αρχαία ελληνικά) -τόν φιλοξένησε στό σπίτι της η Μυρτώ- με αγωνία να δεί τόν εγγονό του, να γνωρίσει καί να ζητήσει συγχώρεση από την Ερμιόνη, καί με την ελπίδα να την πείσει να γίνουν μέρος της οικογένεια τους.

Γιά την Ερμιόνη επέστρεψε ο εφιάλτης του παρελθόντος, φοβόταν μην της πάρουν το παιδί, δεν ήθελε να ξέρει τίποτα για τόν βιαστή της, δεν μπορούσε να το διαχειριστεί, δέν ήθελε να δεί τον πατέρα του, δεν μπορούσε να συγχωρέσει. Προτιμούσε την σωματική εξουθένωση στον ανελέητο ήλιο των αλυκών, στα έλη των ορυζώνων καί το κρύο στά λιοστάσια, παρά ένα νέο κόσμο που αθέλητα θα κυριαρχούσε η μορφή του του δημίου της κι η ψυχή της θα αιμορραγούσε.

Η Μυρτώ τήν έπεισε τελικά, εφ’ όσον εκείνη δεν ήθελε ούτε να ακούσει για τον ξένο, τουλάχιστον να γνωρίσει ο Ερμής τόν παππού του, δεν μπορούσε να του στερήσει αυτό το δικαίωμα και στο μέλλον, ίσως να μην της τό συγχωρούσε.

Στό σπίτι της Μυρτώς πού τόν φιλοξενούσε, περίμενε με ανυπομονησία καί συγκίνηση ο παππούς να γνωρίσει τον εγγονό του.

Όταν αντίκρυσε το δεκάχρονο, όμορφο, ψηλό παλικαράκι, λές καί κεραυνοβολήθηκε ο παππούς, άνοιξαν διάπλατα οι κόρες τών ματιών του, έλαμψε τό πρόσωπό του, τα χέρια του έτρεμαν, δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του κάτι μουρμούρισε στην γλώσσα του για τον θεό, γονάτισε μπροστά στον Ερμή, χάιδεψε τα μαλλιά καί φιλούσε τα χέρια του μικρού.

Είχε βρεθεί σε άλλη χρονική διάσταση, στα 1931 και έβλεπε ολοζώντανο τον γιό του στήν παιδική του ηλικία, τότε που ζούσαν ήρεμα καί πριν ο πόλεμος καί η αρρωστημένη ιδεοληψία τόν μετατρέψει σε φονική πολεμική μηχανή.

Ήταν ίδιος καί απαράλλαχτος ο γιός του , έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό, δεν πίστευε στα μάτια του κι αυτός ο δωρικός δυνατός άνδρας λύγισε, κόπηκε η μιλιά του, χάθηκε στο συναίσθημα, τόν πλημμύρισε η ανάσταση της γενιάς του κι η ευτυχία ζωγραφίστηκε στην απόκοσμη γαλήνια θωριά του.

Ο Ερμής καλόβολο καί ευγενικό παιδάκι δεν ήξερε τι να πει, πως να αντιδράσει, πως να ερμηνεύσει τα δάκρυα αυτού του γονατισμένου άνδρα με τα ωραία ρούχα καί τη γλυκειά μυρωδιά καί έστι αμήχανα κοίταζε την συγκινημένη Μυρτώ, που του μετέφραζε απο τα Αγγλικά τά λόγια τού Παππού.

Τό απόγευμα πήγαν βόλτα στην πόλη, ο χαμογελαστός ευτυχισμένος παππούς καί ο εγγονός, πιασμένοι χέρι- χέρι.

Δοκίμασε ο μικρός – συνεσταλμένα στην αρχή -όλα τα γλυκά του κόσμου, πήρε τα καλύτερα παιχνίδια καί τ΄ ακριβότερα ρούχα που είχε η αγορά.

Τήν επομένη μέρα αφού αγκάλιασε σφιχτά και με δάκρυα, φίλησε τον Ερμή, ευχαρίστησε από καρδιάς την οικογένεια της Μυρτώς για την φιλοξενία καί έφυγε για την Αθήνα-Βιέννη, χωρίς να καταφέρει να συναντήσει την Ερμιόνη.

Παρακάλεσε την Μυρτώ,να βρίσκονται σε τηλεφωνική επικοινωνία, να αφήσουν κάποιο ικανό χρονικό διάστημα να επεξεργαστεί την νέα κατάσταση με το μυαλουδάκι της η Ερμιόνη, να την διαβεβαιώσουν ότι όταν μετεγκατασταθούν στη Βιέννη, θα ζούν με απαράβατους όρους καί προυποθέσεις που θα θέσει η ίδια, θα αναγνωρίσουν τόν Ερμή μόλις πεί τό ναι, θα διαλέξει όποια κατοικία επιθυμεί, αν μένει μακρυά από εκείνους θα βλέπουν τον Ερμή όταν εκείνη συμφωνεί, οι ίδιοι θα πάρουν δάσκαλο για να μάθουν γρήγορα την τήν Ελληνική γλώσσα , θα έχει οικιακή βοηθό καί δασκάλους για την νέα γλώσσα, θα επιλέξει την μόρφωσή της, την εκπαίδευση του γιού της, θα τους βρεί αρωγούς σε όποια μελλοντική προσπάθειά της καί ο Ερμής θα είναι ο κληρονόμος της ισχυρής οικογενείας τους.

Καί μια παράκληση – ικεσία, ο Ερμής πού ήξερε ότι ο πατέρας του σκοτώθηκε στον πόλεμο, τώρα έμαθε οτι είναι γιος Αυστριακού στρατιώτη, πρός θεού μην μάθει – τουλάχιστον ακόμη- για το έγκλημα του πατέρα του,γιατί η σκληρή αλήθεια πολλές φορές σκοτώνει κι η άγνοια μπορεί νάναι καί σωτηρία ψυχής.

Επίσης γνωρίζοντας ότι η Μυρτώ είχε τελειώσει την Ιατρική σχολή Αθηνών, προσφέρθηκε με χαρά, να αναλάβει όλα τα έξοδα της ειδίκευσης σε φημισμένη Ψυχιατρική Πανεπιστημιακή κλινική της Βιέννης κι έτσι θα ανταπέδιδε τα ελάχιστα, μπροστά στο θείο δώρο που έλαβε από εκείνη καί ίσως να μετρίαζε τους φόβους της Ερμιόνης αν είχε την παρέα καί την συντροφιά της στήν ξένη χώρα καί αυτό να την δελέαζε καί να τό αποφάσιζε.

Άφησε και στη Μυρτώ -μια μικρή όπως είπε- οικονομική βοήθεια για τα έξοδα του Ερμή, βοήθεια όμως που μετρήθηκε να αντιστοιχεί σε μεροκάματα πενήντα καλοκαιριών στα καυτά, ιδρωμένα ΄τηγάνια΄ των αλυκών.

Τίς επόμενες μέρες η Ερμιόνη βρισκόταν σε μεγάλη περισυλλογή, περιδίνηση καί αγωνία αποφάσεων.

Τό ορθό καί συμφέρον ήταν να δεχτεί την πλούσια νέα κατάσταση, την βεβαιότητα μιας καλής ζωής καί το φωτεινό μέλλον του Ερμή. Από τήν άλλη δεν χωρούσε στό μυαλό της η συνύπαρξη με συγγενείς του βιαστή της, έστω καί με τον χρυσό καί τις ανέσεις που άπλωναν στα πόδια της καί είχε και την έγνοια μήπως με τα χρόνια αποκτήσει το παιδί την Αυστριακή ψυχή καί ξεχάσει την πατρίδα του.

Ήταν καί τα λόγια της Μυρτώς, για τους καλούς ανθρώπους στην Βιέννη, τήν άκαρδη, σκληρή καί πονεμένη ζώη τους στο χωριό, την πρώτη ευκαιρία που είχαν να ξεφύγουν από φτώχεια, το απάγκιο καί την παρηγοριά ότι θα είναι δίπλα της στήν ξενιτιά, το γεγονός ότι ο βιαστής πλήρωσε το κακό με την ζωή του, έγκλημα και τιμωρία- ότι φαινόταν στα γράμματά του μετανιωμένος καί το κυριότερο η έκδηλη χαρά του Ερμή, ο ενθουσιασμός του που γνώρισε τον μοναδικό συγγενή του- την γιαγιά του δεν την θυμόταν- καί έλαμπαν τα ματάκια του όταν μιλούσε για τον παππού κι ας μη τον καταλάβαινε.

Τήν ίδια λάμψη είχαν τα μάτια του, μόνον αν κοίταξε την μάνα του, την αγαπημένη του Μυρτώ κι όταν θυμόταν την κυρά Τασία στην Ιθάκη, μια πονόψυχη γυναίκα που του έφερνε καμιά φορά στο λιοστάσι, κάτι μεγάλα γλυφιτζούρια κοκοράκια καί σεργιανούσε σε γλυκούς παραδείσους.

Αφού είχε τήν υποσχετική καί τις διαβεβαιώσεις ότι αν δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν στις εκεί συνθήκες, θα επέστρεφαν στην Ελλάδα, το πήρε απόφαση, ο μικρός Ερμής με τα λίγα που καταλάβαινε ( θα είχε παιχνίδια, ποδήλατο, θαμπαινε σε αεροπλάνο, σε τραίνο,…) ενθουσιάστηκε, αλλά καί στην ίδια άρχισε να ωριμάζει η ιδέα μιας νέας ζωής.

Καί να πού τώρα, αγκαλιά με τόν γιό της, χαμένη στις σκέψεις κί αναμνήσεις ταξιδεύει μες σ΄ένα πολυτελές αυτοκίνητο της Πρεσβείας για Αστακό- Αθήνα, μαζί με την 35χρονη θεία του Ερμή, που είχε έρθει προ ημερών στήν Ελλάδα να ετοιμάσει τα απαραίτητα έγγραφα καί να τους παραλάβει.

Θα κάνουν μια στάση στο Μεσολόγγι , για να παραλάβουν και την Μυρτώ- την οποία περιμένει τό όνειρο της πανεπιστημιακής κλινικής- καί από τό αεροδρόμιο του Ελληνικού, θα πετάξουν γιά Βιέννη.

Εδώ κλείνει τό κεφάλαιο Ελλάδα για την Ερμιόνη καί τόν Ερμή, άλλαξαν τις ζωές τους ίσως καί τις μνήμες τους καί κανένας σε κείνο το χωριό δεν ξανάμαθε ποτέ νέα τους. Η άδικη τού τόπου εκδικητική ηθική τους είχε εξόριστους, τώρα και επίσημα ξεχασμένους.

Δέκα χρόνια αργότερα στα 1965, ο Σταύρος ένας πρώτος της ξάδερφος , οικονομικός μετανάστης- γκασταρμπάιντερ- στην Αυστρία, είδε έξω απ΄ τον κεντρικό σταθμό της Βιέννης, να περπατά αρχοντικά μιά καλοντυμένη πολύ όμορφη νέα γυναίκα, δίπλα της ένας ψηλός αρρενωπός νεαρός σαν Έλληνας θεός κι από το χέρι κρατούσε ένα χαριτωμένο καστανόξανθο κοριτσάκι.

Τούς γνώρισε και ορκιζόταν ότι ήταν η Ερμιόνη- κανείς δεν ήξερε πώς είναι τόσο ωραία- ο γιος της ο Ερμής και μάλλον τό κοριτσάκι θάταν κόρη της σε νέα οικογένεια.

Διασταυρώθηκαν τα βλέμματα τους, ταράχτηκαν κι οι δυό, έριξαν τα μάτια τους στη γη, δεν μίλησαν, ο Σταύρος από ενοχή καί ντροπή κι η Ερμιόνη φοβήθηκε μην ανοίξει το διπλοκλειδωμένο κουτί της Πανδώρας με τίς οδυνηρές μνήμες, επιστρέψει νοερά σε χωροχρόνους μαρτυρίων καί σκιαχτούν τά σημερινά έγχρωμα νυχτερινά της όνειρα….