ΓΙΑ ΔΥΟ ΛΑΤΕΣ – Του Στάμου Γαλούνη

Συναδέλφισσες – Συνάδελφοι,

Ο αγαπητός φίλος της Ιονικής Οικογένειας και εξαιρετικός λογοτέχνης κ. Στάμος Γαλούνης δε χρειάζεται πλέον συστάσεις, αφού τον έχετε γνωρίσει μέσα από τα υπέροχα διηγήματά του που αναδημοσιεύουμε στην ιστοσελίδα μας. Στις εμπνευσμένες δημιουργίες του αναδεικνύεται ο υπέροχος εσωτερικός του κόσμος και βεβαίως αποτυπώνεται η μοναδική ικανότητά του να αναπαριστά εικόνες και συναισθήματα με θαυμαστό τρόπο μέσα από την αξεπέραστα ποιοτική γραφή του.

Αυτή τη φορά ασχολείται με την αδικία που υπάρχει στον κόσμο και δυστυχώς γιγαντώνεται. Η εκμετάλλευση ανθρώπου προς άνθρωπο είναι μεγαλύτερη από ποτέ στη σύγχρονη εποχή, το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχότερων στρωμάτων μεγαλώνει συνεχώς και βεβαίως οι αδύναμοι καταπιέζονται και περιθωριοποιούνται σε μια ζωή αγωνίας και στερήσεων.

Ο αγαπητός μας Στάμος, στο ακόλουθο συγκινητικό και δυστυχώς ρεαλιστικό διήγημά του, μας αφήνει με μία πικρή γεύση στο στόμα και την ψυχή για το πανωφόρι που δε θα πάρει η μικρή Μαριάνθη, για τον πατέρα της μπάρμπα Θύμιο που αγωνίζεται για την επιβίωση, αλλά και με οργή για το μεγάλο έμπορο και μικρό άνθρωπο κύριο Κώστα…


ΓΙΑ ΔΥΟ ΛΑΤΕΣ.

<<Τι είναι ο κάβουρας, τι είναι το ζουμί του κύριε Κώστα,..μην με βασανίζεις τώρα.

Ξύλιασα απ’ τα χαράματα μες τ’ αγιάζι και γέμισα είκοσι τέσσερις λάτες ( τενεκέδες) …

έκανα τέσσερα δρομολόγια…πλήρωσε με και να πάμε στην ευχή της Παναγίας.>>

” – Δεν θα με κοροϊδέψεις εμένα μπάρμπα Θύμιο. Σ’ είδα απ’ το πάνω παραθύρι, οι δύο τελευταίες λάτες , που φόρτωσες στ’ άλογο, ήτανε άδειες ”–

Οι δύο άνδρες που διαφωνούσαν εκείνο το παγωμένο δειλινό του Γενάρη, μπροστά στην εξωτερική καγκελόπορτα ενός δίπατου αρχοντικού σπιτιού μιας επαρχιακής πόλης, εκεί στό χάραμα της δεκαετίας του εξήντα , ήταν..

ο κύριος Κώστας, ο καλοζωισμένος, αυτάρεσκος άνδρας με φανερωμένη αυτοπεποίθηση και δύναμη, με καλοραμμένο κασμίρ ζεστό κουστούμι, φρεσκοξυρισμένος και με μπριγιόλ στα μαύρα πυκνά μαλλιά του, ήταν μεγαλέμπορος, δανειστής με τόκο και εξέχον πρόσωπο της πόλης … κι ο άλλος..

.ο μπάρμπα Θύμιος ο ξερακιανός, με το κουρασμένο πρόσωπο μεσήλικα- κι’ας ήταν κοντά στα σαράντα – με τα τριμμένα φτηνά ρούχα , ήταν καθαριστής βόθρων …που μοσχοβολούσε όμως καλοσύνη κι εργατικότητα, αλλά και φτώχεια να φωνάζει από μακρυά.

Φαμελιάρης με τρία μικρά παιδιά, με γυναίκα να κάνει λίγα μεροκάματα τα καλοκαίρια στις αλυκές, την μεγάλη κόρη στην δευτέρα Γυμνασίου και τ’ αγόρια στο δημοτικό, δύσκολα τα’ φερνε βόλτα κι όλο ξεμάκρυνε τ’ όνειρο , να πάρει ένα πανωφόρι στην κόρη του την Μαριάνθη που τόσο λαχταρούσε.

Δεν είχε κύρος, σεβασμό κι αναγνώριση,σαν παρακατιανός βρισκόταν στο πάτο της κοινωνίας κι’ας ήταν ίσως ο πιο χρειαζούμενος άνθρωπος, μαζί με τον γιατρό,τον δάσκαλο , τον αγρότη, τον περιβολάρη, τον σκουπιδιάρη, τον καρβουνιάρη, τον μανάβη, τον μπακάλη και τους άλλους βαστάζους της πόλης.

Τα περισσότερα σπίτια τότε – όπως και της οικογένειας του κυρίου Κώστα – είχαν τίς τουαλέτες έξω απ’ το σπίτι .

Εκεί στην τουαλέτα που βρισκόταν μέσα στην άκρη του όμορφου κήπου και συνδεόταν με το σπίτι με σκεπαστή ξύλινη πέργκολα , δούλευε απ’ το πρωί ο μπάρμπα Θύμιος.

Είχε ένα μεγαλόσωμο ψαρί άλογο , έξη λάτες κι όλα τα απαραίτητα σύνεργα της δουλειάς.

Το σαμάρι τ’ αλόγου ήταν έτσι διαμορφωμένο με δύο σανίδες αριστερά και δεξιά , ώστε να χωράνε οι έξη βαρειές λάτες και να φορτώνονται με ασφάλεια.

Όταν τις γέμιζε, τις φόρτωνε στ’ άλογο και τις άδειαζε σε κατάλληλο σημείο – όπου υπήρχε και νερό για πλύσιμο – μακρυά απ’ την πόλη.

Κοντά στις δυο ώρες, ήθελε κάθε δρομολόγιο.

Και να που τώρα και μετά από ολοήμερη δουλειά, ο κύριος Κώστας ήθελε να πληρώσει μόνο για τις είκοσι δύο λάτες, τον αποκαμωμένο μπάρμπα Θύμιο.

<< Κύριε Κώστα, γεμάτες ήτανε, αλλά και να νά’λειπαν δύο δάχτ’λα, δε χάθκε κι ο κόσμος… κρίμα απ’ τό Θεό ….μη με αδικείς>>

–Ακου μπάρμπα Θύμιο, εμένα δεν με κορόιδεψαν άλλοι κι άλλοι, δεν θα με κοροϊδέψεις τώρα εσύ..θα πάρεις τα λεφτά που πρέπει, ούτε δραχμή παραπάνω –.

Και τούδωσε πληρωμή, για είκοσι δύο λάτες.

Πήρε τα λεφτά ο μπάρμπα Θύμιος , και βουρκωμένος κι απελπισμένος του λέει με παράπονο.

<< Καλά κύριε Κώστα , από μένα τον φουκαρά, θές να φάς δύο λάτες σκατά; >>

Τον κοίταξε απαξιωτικά ο κύριος Κώστας και κορδωμένος κι αγέρωχος μπήκε στο σπίτι του, βέβαιος για το δικό του δίκιο, την τήρηση της συμφωνίας και σίγουρος για την δύναμη του να επιβάλει την θέληση του.

Ο μπάρμπα Θύμιος πικραμένος και με σκυμμένο κεφάλι, χάιδεψε το μέτωπο τ’ αλόγου και κρατώντας το απ’ τα γκέμια,πλάι πλάι προχώρησαν και χάθηκαν στην παγωμένη ομίχλη τ’ απόβραδου.

Η μικρή όμορφη Μαριάνθη, που τώρα στα θρανία φτιάχνει φτερά για να πετάξει,…θα περιμένει πολύ καιρό ακόμα, εκείνο το πανωφόρι της υπομονής.