«Θείτσα… Δεν πεθάναμε ακόμα» – Του κ. Στάμου Γαλούνη

Συναδέλφισσες – Συνάδελφοι,

Τον αγαπητό φίλο της Ιονικής Οικογένειας και εξαιρετικό λογοτέχνη κ. Στάμο Γαλούνη τον έχετε γνωρίσει μέσα από τα διηγήματά του που αναδημοσιεύουμε στις ιστοσελίδες μας. Σε αυτά τα συχνά βιωματικά διηγήματά του, αναδεικνύεται ο υπέροχος εσωτερικός του κόσμος και βεβαίως αποτυπώνεται η μοναδική ικανότητά του να αναπαριστά εικόνες και συναισθήματα με θαυμαστό τρόπο μέσα από την αξεπέραστα ποιοτική γραφή του. Η πένα του μπορεί να μετατρέψει κάθε ιστορία σε ένα μοναδικό ταξίδι για τον αναγνώστη. Σήμερα αναδημοσιεύουμε ένα διήγημά του, για μία πραγματική ιστορία που χωρίς αμφιβολία συνέβη πριν από περίπου έναν αιώνα στο χωριό του (Αρχοντοχώρι -Ζαβίτσα – Ξηρομέρου Ακαρνανίας) και κατορθώνει να «εισβάλει» βαθιά στην καρδιά και την ψυχή κάθε αναγνώστη.

 


ΘEΙΤΣΑ…. ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΑΜΕ ΑΚΟΜΑ..

                Παρά το ‘αισιόδοξο της μνήμης’ της λειτουργίας δηλαδή πού εξωραίζει τις οδυνηρές αναμνήσεις για νά είναι πιο εύκολη η διαβίωση μας μ΄αυτές,… πάλι αθέλητα βυθίστηκα στη παιδική θύμησή μου, πάλι ξυπόλητος περπάτησα σε ανήλιαγα σοκάκια τού νού καί ξαναζωντάνεψε, η τραγική ιστορία της μικρής Ανθούλας και της δίδυμης αδελφής της Κλειώς, όπως με συντριβή καί δακρυσμένα μάτια, μου την διηγήθηκε πριν χρόνους πολλούς η γιαγιά μου Μαρία!

         Μέσα της δεκαετίας του 1930, χειμώνας , Γενάρης μήνας, σε ένα ημιορεινό χωριό της Ακαρνανίας, σε τόπο άγριο, πέτρινο και άνυδρο, με πάνω από χίλιες ταλαιπωρημένες ψυχές, ‘ζούσαν’ σε ένα πέτρινο αγροτόσπιτο , βαριά άρρωστες από​ φυματίωση, δυό μικρές 17χρονες αδελφές.

       Ήταν δύο όμορφα δίδυμα παιδιά, με μεθυστικά μελιά μάτια που καθρέπτιζαν καλοσύνη καί αλήθεια, με αλαβάστρινα διάφανα πρόσωπα που διαβάζονταν οι αγγελικές ψυχές τους, βελούδινα χείλη για να χαιδεύουν οι αναπνοές τους τα όνειρα καί λαμπερά σκουρόξανθα μαλλιά για να φωλιάζουν των αγοριών οι αναστεναγμοί.

      Οί γονείς τους κοιμήθηκαν το θανατερό ύπνο πάνω στην μοίρα τους από την ίδια αρρώστια και τα κοριτσάκια παρ΄ότι άγρυπνοι φρουροί, ηττήθηκαν από τον δρεπανηφόρο αρματηλάτη.

       Έμειναν ορφανά τα παιδιά κί η μοίρα τούς έγραψε με μαύρη μελάνη, να παλεύουν με τό θεριό που κατοίκησε στά πνευμόνια τους καί δεν τ’άφηνε να πάρουν αναπνοή και να φιλήσουν τη ζωή.

            Σέ δυό αχυρένια στρώματα,πάνω σε υποτυπώδη κρεβάτια με καβαλέτα και σανίδες, αριστερά και δεξιά από το αναμμένο τζάκι, κείτονταν οι κόρες μόνες, απελπισμένες, εγκαταλελειμμένες κι’απροστάτευτες.

      Η θειά τους – η αδερφή τού πατέρα τους -ήταν η μόνη που νοιάζονταν, μισάνοιγε την πόρτα έβαζε -ότι φαγητό είχε,- σέ ένα κατσαρολάκι και το έσπρωχνε με ένα μακρύ καλάμι, πού’χε σιδερένιο άγκιστρο στην άκρη, για να φτάνει στα παιδιά.

      Μια φορά στό τόσο ,κάλυπτε προσεκτικά το πρόσωπο της, με διπλό μαντήλι ποτισμένο με ξύδι καί τους πήγαινε μια στάμνα με νερό, λίγο πετρέλαιο για τη λάμπα, ξύλα για την φωτιά καί τα άφηνε στή μέση τού σπιτιού.

    Φοβόταν καί εκείνη η έρμη- καί μέ τό δίκιο της-​ μη​ κολλήσει​ κι΄είχε τέσσερα παιδιά​ και ένα βυζασταρούδι.

     Στο πλαινό τυφλό μέρος τού σπιτιού, υπήρχε ένα μικρό παραθύρι, που τό μισάνοιγε η θειά τους μόνο τις μέρες που έβρεχε η χιόνιζε και δεν κυκλοφορούσε ψυχή έξω, για να πάρουν λίγο φρέσκο αέρα τα αγγελούδια, αλλά καί να μην δραπετεύσει η αρρώστια καί πνίξει την φαμελιά της καί τους γείτονες.

    Εκεί στό ακροκέραμο παραμόνευε ένα σπουργίτι καί μόλις άνοιγε η χαραμάδα του παραθυριού, τρύπωνε μέσα στο σπίτι, για να κάνει παρέα στα κορίτσια.

    Τόν βάπτισαν Σπύρο, τον κερνούσαν λίγα ψίχουλα ψωμιού κι ο σπούργος, παρ΄οτι ήξερε να κελαιδεί , πετούσε από τόνα κρεβάτι στό άλλο, περπατούσε ζωηρά και χαρωπά ,κι έκανε τα χλωμά παιδιά να χαίρονται και δυνατά να γελούνε.

      Ήταν ο μοναδικός καλός τους φίλος, κανένα ζωντανό -από φόβο μετάδοσης τής μόλυνσης- δέν άφηναν να μπεί στο σπίτι, ούτε γάτα,… μόνο ο φτερωτός αντάρτης ο Σπύρος, αψηφούσε υγειονομικούς κανόνες καί δρόσιζε τις ψυχές των μαραμένων νεράιδων.

     Παράξενο κι’ απόκοσμο, μια κρύα βροχερή μέρα, ν’ακούγονται καί γέλια χαράς, μέσα απ΄ένα σπίτι με δυό παιδιά πονεμένα στα τελευταία σκαλιά του φωτός, ένα διασκεδαστή σπουργίτι να χορεύει και το χάρο να κάθεται σ’ενα σκαμνί στην γωνιά της κάμαρης καί να΄ναι λυπημένος , γιατί δεν τ΄αντέχει ούτε κι’αυτός, να ταξιδέψει με την βάρκα του, τόση νιότη, ψυχής ευωδιά, χάρη κι ομορφιά.

       Η φυματίωση ήταν βλέπεις αγιάτρευτη, δεν υπήρχε περίθαλψη, γιατρός ,βατσίνες καί φάρμακα, ούτε κι’ ο θεός πέρναγε από’κεί- είχε άλλες μεγαλύτερες σκοτούρες φαίνεται- μονάχα η Παναγιά περνούσε πού καί πού, για παρηγοριά,…. αλλά πού να πρωτοπήγαινε κι’Εκείνη!

    Καταμόναχα τα παιδιά , αντιστεκόταν στο χρόνο πού θα τις φυγάδευε για πάντα, έρημα και με την λίγη δύναμη και ζήση τους, κρατούσαν να μη διαβούν, το πέρασμα στο μεγάλο άγνωστο.

  Άνιση η μάχη, ο εχθρός πέρναγε τίς Θερμοπύλες.

    Η θειά τους -όπως οι δεισιδαιμονικές εποχές απαιτούσαν- έσφαξε ένα κόκορα και με προφυλάξεις τον κρέμασε έξω από την πόρτα, για να φύγουν λέει κι’ οι ψυχές των κοριτσιών -όπως του πουλιού-και να μην βασανίζονται καί υποφέρουν άλλο.

    Χαράματα την άλλη μέρα, η θειά, άνοιξε δειλά καί φοβισμένα την πόρτα, έβαλε λίγο το κεφάλι της να δεί αν ζουν τα παιδιά.. και​ ​τότε άκουσε την τρεμάμενη φωνή της μικρής Ανθούλας, από μέσα.. να τής λέει ……

           Θείτσα… ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΑΜΕ ΑΚΟΜΑ!!!!

      Αυτές οι σπαρακτικές λέξεις, αυτή η ηχώ, ταπεινώνει αξίες, δοξασίες,ανθρώπους καί θεούς.

      Το ΄΄ΑΚΟΜΑ΄΄ έφτασε μέχρι τό επόμενο παγωμένο δειλινό..τότε οι σάλπιγγες ήχησαν, οι καμπάνες θρήνησαν. .. οι φτηνές ζωές των κοριτσιών τέλειωσαν , ο ήλιος έσβησε, χάθηκε το φεγγάρι καί στην κόψη του λυκόφωτος, τα παιδιά πέταξαν

  με ακάνθινα στεφάνια και  λευκά νυφικά μπηκαν στην ομίχλη και τράβηξαν για την άβυσσο του αιώνιου αδιανόητου χρόνου.

     Μαζί γεννήθηκαν, σεργιάνισαν -μόνο γιά λίγο- σε μια αφιλόξενη γωνιά του κόσμου, από το λυκαυγές μέχρι τα μισά του πρωινού και μαζί έφυγαν, γιά να ζωγραφίζουν​ στο επέκεινα με φανταχτερά χρώματα, την ζωή που δεν πρόκαμαν να γευτούν, να μαρτυρήσουν στόν θεό τό πόνο,το κακό καί τ’άδικο και να τον ρωτήσουν με παράπονο ‘γιατί’ θεούλη μου;

      Ο κόκορας δεν πήγε χαμένος, χρειάσθηκε​ σάν σούπα στην μακαρία … κι η ζωή με​ ανημπόριες, στερήσεις και βάσανα ..συνεχίσθηκε…….

      Ο αντίλαλος όμως της φωνής της μικρής Ανθούλας …..Θείτσα…ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΑΜΕ ΑΚΟΜΑ!!!! …..ηχεί στο υπαρξιακό σου μεδούλι, σου ματώνει την καρδιά, ανακαλείς διηγήσεις αγκαθωτών μονοπατιών , εσωτερικεύεις τις σκληρές, πονεμένες​ άδικες​ ζωές των άλλων, τις επικαιροποιείς στην ζώσα αθανασία καί αλυσοδένεις τους δαίμονές σου, ταίζοντας μέλι τους αγγέλους σου.

       Γιατί τα θυμάμαι πάλι όλα αυτά, σας μελαγχωλώ με τούτες τίς γραφές καί μάλιστα σε καιρούς που ο ιός εκεί έξω κλέβει αναπνοές…..έλα ντέ!​

      Ίσως​ και να σκέπτομαι τους ενσυναίσθητους συνανθρώπους με το ΄΄σπαρακτικό΄΄ εγώ, τους ζηλωτές με καρδιά αποστακτήριο συναισθημάτων, πού γίνονται καλύτεροι καί πλουσιότεροι … όταν η Ανθούλα κι Κλειώ, τους συνεφέρνει, τούς συνειδητοποιεί, τους προσγειώνει ,τους φωτίζει το σήμερα, με κεριά του παρελθόντος καί συγκρίνοντας, τούς προτρέπει-παρακαλεί να ρυθμίσουν τής ζωής τους την πυξίδα , εκεί που αξίζει αληθινά να ζούν , στα ηλιοσκαλοπάτια του κόσμου της ανθρωπιάς, εκεί που μοσχοβολάει υγεία κι’ αρμονία, τα παιδιά χαμογελούν κι’ η ψυχή, νούς, πνεύμα καί λογισμός ανεβαίνουν μέρα με τη μέρα λίγο ψηλότερα ..ένα σκαλί ψηλότερα….