Ο Μιχάλης Κωνσταντής, αυτός ο εξαίρετος νομικός, δημοσιογράφος, πολιτικός και κοινωνικός αναλυτής και βεβαίως εκλεκτό μέλος της Ιονικής Οικογένειας, επιστρέφει με μία εξαιρετική ιστορική ανασκόπηση σε ένα ιδιαιτέρως θλιβερό θέμα που ταλανίζει την ελληνική πολιτική από τις απαρχές του ελληνικού κράτους.
Ο Μιχάλης αναφέρεται στις πιο σημαντικές πολιτικές δολοφονίες (ή απόπειρες) που συνέβησαν στην Ελλάδα, με πρώτη βεβαίως αυτή του Ιωάννη Καποδίστρια, που δυστυχώς «έδειξε το δρόμο» που θα ακολουθούσε η χώρα τους επόμενους 2 αιώνες… Γιατί 200 χρόνια μετά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους ο πολιτικός πολιτισμός δυστυχώς συνεχίζει να σπανίζει…
Άλλωστε, είναι γνωστό ότι ένα από τα πιο σκοτεινά σημεία της νεότερης ιστορίας μας είναι η διχόνοια και το μίσος που πολλές φορές καθήλωσαν την Ελλάδα και δεν την άφησαν να εξελιχθεί σε μία καλύτερη εκδοχή για τον ελληνικό λαό. Και αυτή η κατάρα, δυστυχώς είναι παρούσα μέχρι και σήμερα.
ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ, ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Οι πρόσφατες «διπλές εκλογές» και ειδικότερα η τελευταία της 25ης Ιουνίου, έδωσαν στη χώρα μια κυβέρνηση αυτοδύναμη, μια Βουλή χωρίς ουσιαστική αντιπολίτευση (αξιωματική και ελάσσονα), λόγω των ισχνών κοινοβουλευτικών της ομάδων και μια ακροδεξιά κάθε απόχρωσης, γεγονός πρωτόγνωρο στην ιστορία του τόπου. Σε μια επικείμενη κοινοβουλευτική περίοδο, που είναι πολύ πιθανό η τραγικότητα να εναλλάσσεται με τον τραγέλαφο, ενώ απρόβλεπτες κωμικές -και όχι μόνον καταστάσεις- αναμένεται να βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Επειδή είναι λίγο νωρίς να αποτιμηθεί στο εύρος του, το πρωτοφανές αυτό φαινόμενο που σηματοδοτεί η πολιτική γεωγραφία της νέας Βουλής, επιλέξαμε σήμερα να ασχοληθούμε με το βάρβαρο νεοελληνικό «σπορ» της διχόνοιας, που στα χρόνια του νεότερου κράτους οδήγησε σε σειρά πολιτικών δολοφονιών, Κινημάτων και συνταγματικών εκτροπών. Με την ελπίδα ότι δεν θα ζήσουμε ποτέ στο μέλλον παρόμοια θλιβερά και τόσο επικίνδυνα, ακόμη και για την εθνική συνοχή, φαινόμενα.
Είναι μακρύς ο κατάλογος των πολιτικών δολοφονιών στην Ελλάδα, αρχής γενομένης από τους δύο εμφυλίους με το ξεκίνημα της επανάστασης του 1821 και την δολοφονία του κυβερνήτη Καποδίστρια, πριν αναγνωρισθεί ουσιαστικά επίσημο ελληνικό κράτος. Ως εκ τούτου θα χρειαζόταν ολόκληρο βιβλίο και όχι ένα -έστω και μακροσκελές- κείμενο, προκειμένου να καλύψει στοιχειωδώς τον θλιβερό αυτό κατάλογο που υπαινίσσεται ο σχεδόν εκφοβιστικός τίτλος. Για τον λόγο αυτό θα υπάρξουν παραλείψεις, ενδεχομένως σημαντικές, (που θα αδυνατίζουν πολλαπλώς τις αρχικές προθέσεις του υπογράφοντος), μένοντας κατά βάση στην ταραγμένη περίοδο του εθνικού διχασμού, πριν και μετά τον «Μεσοπόλεμο».
Για λόγους ευνόητους, λόγω «εύρους» και για να καταδειχτεί η διαχρονική αυτή εθνική ανίατη νόσος, που έχει εγγραφεί στο υποσυνείδητο και το DNA της φυλής, από τους μυθικούς ακόμη χρόνους και την «κλασσική αρχαιότητα» (Τρωικός, Πελοποννησιακός πόλεμος κλπ), μέχρι και τις νεότερες εποχές, θεωρούμε σκόπιμο να ξεκινήσουμε την αφήγησή μας από την δολοφονία του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος, Ιωάννη Καποδίστρια. Του σημαντικότερου, μαζί με τον Αδαμάντιο Κοραή Έλληνα της διασποράς, στο ξεκίνημα του 19ου αιώνα, που αν είχε παραμείνει περισσότερα χρόνια στην εξουσία, ενδεχομένως η μοίρα του έθνους να ήταν τελείως διαφορετική.
Ο Καποδίστριας, ανέλαβε Κυβερνήτης τον Ιανουάριο του 1828 και κατά τη διάρκεια της θητείας του κατέβαλλε σημαντικές προσπάθειες για την αναβάθμιση του στρατού και την απεμπλοκή των Ελλήνων από τα κατάλοιπα που άφησε η οθωμανική Αυτοκρατορία. Οραματιζόταν ένα ανεξάρτητο κεντρικό κράτος κι αυτό δεν άρεσε καθόλου στους προύχοντες, καθώς ελλόχευε ο κίνδυνος να απολέσουν τα προνόμιά τους. Ο Καποδίστριας ο οποίος ήρθε σε σύγκρουση με όλες σχεδόν τις μεγάλες οικογένειες της εποχής, δολοφονήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 στο Ναύπλιο, από την οικογένεια Μαυρομιχάλη. Τα αδέρφια Κωνσταντίνος και Γιώργος Μαυρομιχάλης τον πυροβόλησαν και τον μαχαίρωσαν έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, ενώ μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη επικράτησε περίοδος αναρχίας και εμφυλίου. Οι Μεγάλες Δυνάμεις εκμεταλλεύτηκαν το χάος και εγκαθίδρυσαν Βασιλεία, ανακηρύσσοντας Βασιλιά της Ελλάδος τον Όθωνα.
Περνώντας επτά και πλέον δεκαετίες φτάνουμε στις αρχές του 20ού αιώνα, λίγα χρόνια μετά τον «ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο» του 1897, όπου δολοφονείται ένας εν ενεργεία πρωθυπουργός: ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης. Ο λαοπλάνος και «θιασώτης» του «Μεγαλοιδεατισμού», Δηλιγιάννης, διετέλεσε 5 φορές πρωθυπουργός (πάντα με πολύ μικρές, χρονικά, θητείες), ήταν συντηρητικός και ο κύριος πολιτικός αντίπαλος του Χαρίλαου Τρικούπη, ενώ επί των ημερών του διεξήχθησαν οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα, το 1896. Το 1897, ο πόλεμος εναντίον της Τουρκίας -που εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε προβλήματα- χάθηκε, έχοντας τραγικές συνέπειες για τον εθνικό κορμό («Ελλάδα της Μελούνας»), ενώ επήλθε πλήθος καταστροφικών συνεπειών για τη χώρα, με μεγαλύτερη ενδεχομένως την υποβολή της σε Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, μετά από απαίτηση της Γερμανίας.
Το 1905, με τη χώρα να αντιμετωπίζει τεράστιο οικονομικό πρόβλημα, υπήρχαν πολλές χαρτοπαιχτικές λέσχες. Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης ενώ στην αρχή υπερφορολόγησε τις λέσχες, στη συνέχεια εφάρμοσε νόμο για το κλείσιμό τους. Ήταν μια απόφαση που έμελλε να του στοιχίσει τη ζωή. Ο 38χρονος Αντώνης Γερακάρης, γνωστός χαρτοπαίχτης της εποχής, αλλά κατά καιρούς και υπάλληλος λεσχών, δολοφόνησε στις 31 Μαΐου 1905 τον Δηλιγιάννη στις σκάλες της Βουλής (της παλαιάς). Έμεινε άνεργος μετά την εφαρμογή του νόμου και εκδικήθηκε με αυτό το τρόπο τον πρωθυπουργό. Ο δολοφόνος Γερακάρης καταδικάζεται σε θάνατο από το Κακουργιοδικείο Αθηνών και αποκεφαλίζεται στο Παλαμήδι. Μετά τη δολοφονία του Δηλιγιάννη και μέχρι το 1910 που ανέλαβε ο Βενιζέλος, η χώρα πορεύτηκε εναλλάξ με το «δηλιγιαννικό» και το «τρικουπικό» κόμμα Το 1909, ωστόσο, κι ενώ η χώρα ήταν βυθισμένη στην εσωστρέφεια και στην απαισιοδοξία. είχαμε την επανάσταση στο Γουδί, που σηματοδότησε ουσιαστικά την έλευση του Ελευθερίου Βενιζέλου από την Κρήτη και την ίδρυση του κόμματος των Φιλελευθέρων.
Πριν από τον εθνικό διχασμό προηγήθηκε μια «ανεξιχνίαστη» μέχρι και σήμερα δολοφονία, αυτή τη φορά ενός άνακτος. Ο Γεώργιος Γλύξμπουργκ Α΄ ήταν ο δεύτερος κατά σειρά βασιλιάς της νεότερης Ελλάδος μετά τον Όθωνα και ο μακροβιότερος βασιλιάς της χώρας (1863-1913). Μετά την εκθρόνιση του Όθωνος οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν δεσμευτεί να δοθεί ο θρόνος στον Δανό πρίγκιπα. Σημαντικά γεγονότα κατά τη διάρκεια της θητείας του αποτελούν αναμφίβολα οι προσαρτήσεις στο ελληνικό κράτος των Επτανήσων (1864), της Θεσσαλίας (1881), αλλά και της Ηπείρου (1913). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κατάφερε να γλιτώσει το 1898 από απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, όταν έπεσε σε ενέδρα δύο δραστών, οι οποίοι τον πυροβόλησαν, αλλά γλίτωσε.
Στις 18 Μαρτίου 1913, ωστόσο, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στη Θεσσαλονίκη, δολοφονήθηκε από τον Αλέξανδρο Σχινά, ο οποίος πυροβόλησε πισώπλατα τον Γεώργιο. Τα ακριβή αίτια της δολοφονίας του παραμένουν μέχρι και σήμερα ανεξιχνίαστα καθώς λίγο πριν την ανάκρισή του ο Σχινάς αυτοκτόνησε. Εικασίες αναφέρουν ότι πίσω από τη δολοφονία του Γεωργίου κρυβόταν η Γερμανία (ο Κωνσταντίνος ο Α΄ ήταν γαμπρός του Κάιζερ), καθώς τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του ο Γεώργιος ο Α΄ δεν είχε καλές σχέσεις με τους Γερμανούς και διαφώνησε πολλές φορές μαζί τους, όταν η Ελλάδα βρισκόταν σε στενό οικονομικό κλοιό. Πάντως ο θάνατός του Γεωργίου Α΄ δημιούργησε μεγάλη αναστάτωση στο εσωτερικό της χώρας και με την ανάληψη της εξουσίας από τον Κωνσταντίνο Α΄, οδηγούμαστε στον μεγάλο εθνικό διχασμό 1914-17, που ουσιαστικά με τη σειρά του οδήγησε αργότερα στην μικρασιατική καταστροφή.
Ένα από τα πρώτα τραγικά θύματα του εθνικού διχασμού υπήρξε ο Ίων Δραγούμης, ένα από τα φωτεινά πνεύματα της εποχής, ο οποίος ασχολήθηκε έντονα με τη διπλωματία, την πολιτική, τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία και ανήκε στο «αντιβενιζελικό» στρατόπεδο. Ένας πολυπράγμων πατριώτης, που αποτελούσε, ίσως, τον βασικότερο εκφραστή του δημοτικισμού, ενώ πολλοί τον αποκαλούσαν εθνικιστή. Εκτός από τις ερωτικές σχέσεις του με την Πηνελόπη Δέλτα και αργότερα τη Μαρίκα Κοτοπούλη, απασχόλησε την κοινή γνώμη με το περιοδικό του «Πολιτική Επιθεώρηση», μέσα από το οποίο αρχίζει να διαφαίνεται η ολοένα αυξανόμενη τάση του προς τον αντιβενιζελισμό. Ο Δραγούμης μετά το φαινομενικό τέλος του διχασμού με την κατάρρευση της μοναρχίας και την επιστροφή του Βενιζέλου το 1917, εξορίστηκε στην Κορσική. Με την επιστροφή του στη χώρα το 1919 συνέχισε να δουλεύει στο περιοδικό και να ασκεί πολιτική αντιτασσόμενος στη Μεγάλη Ιδέα. Είναι η περίοδος που η χώρα είναι ουσιαστικά χωρισμένη σε δυο στρατόπεδα, στους βενιζελικούς και τους αντιβενιζελικούς.
Τον Ιούλιο του 1920 έγινε απόπειρα δολοφονίας του Ελ. Βενιζέλου, στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λιόν, στο Παρίσι, αμέσως μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, με την οποία φαινόταν να παίρνει «σάρκα και οστά» η «Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Όμως στην Αθήνα κυκλοφορεί η φήμη ότι ο Βενιζέλος είναι νεκρός και στο κέντρο της πόλης επικρατεί χάος. Ο Δραγούμης δολοφονείται στις 31 Ιουλίου 1920, κοντά στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα το ξενοδοχείο «Χίλτον» από ομάδα βενιζελικών, πηγαίνοντας στο περιοδικό του. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά τη δολοφονία του συνέχισε να επηρεάζει την «ελληνική σκέψη». Το Νοέμβριο του 1920 διεξήχθησαν εκλογές, με νίκη της «Ηνωμένης Αντιπολίτευσης» και τον Βενιζέλο να αυτοεξορίζεται στο Παρίσι. Ο εθνικός διχασμός ουσιαστικά συνέχισε να υφίσταται ακόμη και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, με τον Ίωνα Δραγούμη να αποτελεί ένα από τα τραγικότερα θύματά του. Στις 15 Νοεμβρίου του 1922, με απόφαση του έκτακτου στρατοδικείου, στο οποίο προήδρευε ο Αλέξανδρος Οθωναίος (χρημάτισε λίγο αργότερα και πρωθυπουργός μόλις 4 ημερών), εκτελούνται εσπευσμένα στην περιοχή Γουδή, ως υπαίτιοι της Μικρασιατικής Καταστροφής, οι Δημήτριος Γούναρης, Νικόλαος Στράτος, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Γεώργιος Μπαλτατζής, Νικόλαος Θεοτόκης και Γεώργιος Χατζηανέστης.
Την δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη και κυρίως την «εκτέλεση των έξι», δεν φαίνεται να την ξέχασε ποτέ το αντιβενιζελικό στρατόπεδο, ακόμη και 10 χρόνια μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Και μετά την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Βενιζέλου στο Παρίσι, το 1920, 13 χρόνια μετά ο «Εθνάρχης», γλίτωσε από θαύμα στη λεωφόρο Κηφισιάς, το βράδυ της 6ης Ιουνίου 1933. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος γευμάτιζε με τη σύζυγό του Έλενα στο σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα στην Κηφισιά. Παρέμειναν εκεί ως τις 11 το βράδυ, οπότε πήραν το δρόμο της επιστροφής για την Αθήνα μέσω της Κηφισίας. Όταν έφθασαν στο ύψος του κέντρου «Παράδεισος» στο νότιο Μαρούσι, ένα όχημα με σβησμένα τα φώτα έκλεισε το δρόμο του αυτοκινήτου ασφαλείας του Βενιζέλου και ταυτόχρονα, ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Ο Βενιζέλος έριξε τη γυναίκα του Έλενα στο δάπεδο του αυτοκινήτου και ο οδηγός του ανέπτυξε όση ταχύτητα μπορούσε, ενώ με ελιγμούς κατευθύνθηκε προς το νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Λίγη ώρα αργότερα έφτασε στο νοσοκομείο και η ασφάλεια του Βενιζέλου, με τον βαριά τραυματία στο κεφάλι Ιωάννη Μαρκάκη, ο οποίος «πάλεψε» αλλά μετά από 9 ημέρες πέθανε. Ο πρωθυπουργός και αρχηγός του «Λαϊκού» κόμματος Παναγής Τσαλδάρης αποδοκίμασε την πράξη και δεσμεύτηκε πως «θα συλληφθούν οι δράστες, ενώ ο Βενιζέλος χαρακτήρισε πολιτικά υπεύθυνο τον πρωθυπουργό Τσαλδάρη, τον Κονδύλη και άφησε υπόνοιες κατά του Ιωάννη Μεταξά. Ο ανακριτής Τζωρτζάκης, παρά τις πιέσεις, διατάσσει τη σύλληψη του διοικητή της Γενικής Ασφάλειας, Ιωάννη Πολυχρονόπουλου, του αδελφού του Νικολάου, ενώ εκδίδει ένταλμα και κατά του λήσταρχου Καραθανάση, που είχε αμνηστευτεί αλλά ήταν άφαντος. Αποχρώσες ενδείξεις ηθικής αυτουργίας προέκυψαν και για δύο στελέχη του «Λαϊκού Κόμματος», τον υπουργό Εσωτερικών Ιωάννη Ράλλη (μετέπειτα κατοχικό «πρωθυπουργό», πατέρα του Γεωργίου Ράλλη) και τον βουλευτή Οιτύλου Πέτρο Μαυρομιχάλη. Κάποια εμπλοκή, δε, του βουλευτή Αρκαδίας και μετέπειτα υπουργού Παιδείας Θεόδωρου Τουρκοβασίλη στις κυβερνήσεις Παναγή Τσαλδάρη και Γεωργίου Κονδύλη, έβαζε φωτιά στο πολιτική σκηνικό.
Η δίκη των κατηγορουμένων για την απόπειρα δολοφονίας κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου θα ξεκινήσει στις 22 Φεβρουάριου 1935. Στο εδώλιο θα καθίσουν συνολικά 18 άτομα, μεταξύ αυτών δύο υψηλόβαθμοι αστυνομικοί, ο Ιωάννης Πολυχρονόπουλος και Αθανάσιος Δικαίος, που κατηγορούνται ως ηθικοί αυτουργοί και οι τέσσερις φυσικοί αυτουργοί, με επικεφαλής τον λήσταρχο Καραθανάση ο οποίος είχε συλληφθεί μόλις 5 μήνες νωρίτερα. Η δίκη δεν τελείωσε ποτέ. Αναβλήθηκε «επ’ αόριστον», επειδή μεσολάβησε το βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, που κατέληξε σε αποτυχία και συνετέλεσε στην κυριαρχία των φιλοβασιλικών δυνάμεων, που επανέφεραν από την εξορία τον Γεώργιο Β’, με το απολύτως νόθο δημοψήφισμα Κονδύλη.
Πριν από τον μεγάλο πόλεμο, είχαμε και δύο πολύ σημαντικές συνταγματικές εκτροπές (την βραχύβια δικτατορία του Θεόδωρου Παγκάλου και εκείνη του Ιωάννη Μεταξά, που την επέβαλε όντας κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός, στις 4 Αυγούστου 1936). Δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε εδώ και τους ξαφνικούς «θανάτους» ενός νυν και πέντε πρώην πρωθυπουργών, σε λιγότερο από έναν χρόνο (όλοι από ανακοπή καρδιάς), μέσα στο «κοσμογονικό» 1936. Πόσο τυχαίοι και φυσιολογικοί ήταν αυτοί οι θάνατοι, αλήθεια, με αφορμή τους οποίους ο Μάρκος Βαμβακάρης έγραψε ένα εξαιρετικό σκωπτικό τραγούδι, ωστόσο άκρως πολιτικό; Το ερώτημα δεν απαντήθηκε, ωστόσο η παραδοξότητα του φαινομένου σε κάποιες περιπτώσεις δημιουργεί εύλογους συνειρμούς. Πρώτος «έφυγε» ο υγιέστατος Γεώργιος Κονδύλης την 1η Φεβρουαρίου 1936. Ακολούθως, την 18η Μαρτίου 1936 πεθαίνει στο Παρίσι ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο χαρισματικότερος ίσως πολιτικός του 20ού αιώνα. Σε λιγότερο από έναν μήνα από το θάνατο του Βενιζέλου, την 13η Απριλίου 1936, αποχαιρετά τον μάταιο τούτο κόσμο, ο διατελών πρωθυπουργός, καθηγητής Πανεπιστημίου, Κωνσταντίνος Δεμερτζής και στην εξουσία ανέρχεται ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης του, Ιωάννης Μεταξάς. (Ο αρχηγός του μικρού κόμματος των «Ελευθεροφρόνων», που κινείται σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις πέριξ του 3%, ενώ ο δρόμος προς την 4η Αυγούστου ανοίγεται πλέον διάπλατος). Ο Παναγής Τσαλδάρης «φεύγει» την 17η Μαΐου 1936 και ακολουθεί ο «οικουμενικός» Αλέξανδρος Ζαΐμης, (ο μοναδικός Έλληνας πολιτικός, που τιμήθηκε με όλα τα «ύπατα αξιώματα», από βουλευτής μέχρι Πρόεδρος Δημοκρατίας), την 17η Σεπτεμβρίου 1936, σε ηλικία 81 ετών. (Ενδεχομένως ο μόνος εκ των θανάτων που μπορεί να θεωρηθεί φυσιολογικός, λόγω και της προχωρημένης ηλικίας του Αχαιού πολιτικού). Τέλος, η καρδιά του Αλέξανδρου Παπαναστασίου τον εγκατέλειψε την 17η Νοεμβρίου 1936, με έναν εντελώς συνηθισμένο και απρόβλεπτο για την εποχή και τους πρωθυπουργούς, τρόπο: ανακοπή! Και επειδή πολλές υπόνοιες είχαν πέσει στον Ιωάννη Μεταξά, να προσθέσουμε ότι και ο δικός του θάνατος στις 29 Ιανουαρίου του 1941 (μόλις τρεις μήνες μετά το «ΟΧΙ»), θεωρήθηκε ύποπτος, όπως και του «διαδόχου» του Αλέξανδρου Κορυζή, στις 18 Απριλίου 1941, για τον οποίον η επίσημη εκδοχή περί αυτοκτονίας του, επειδή επί πρωθυπουργίας του μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, αμφισβητείται τα τελευταία χρόνια.
Έκτοτε, ο πολιτικός χρόνος είναι πυκνός: την απελευθέρωση από τους Γερμανούς ακολουθούν τα «Δεκεμβριανά» και ανήμερα των εκλογών του 1946, από τις οποίες απείχε το ΚΚΕ, ξεκινά ο αδελφοκτόνος εμφύλιος που θα τερματιζόταν, έστω τυπικά, τον Αύγουστο του 1949. Επί της ουσίας όμως και με διάφορες μορφές συνεχίζονταν οι εμφύλιες διαμάχες (Μακρόνησος, Αη Στράτης, Γυάρος, στημένες δίκες και καταδίκες, εκτέλεση Μπελογιάννη κλπ), σχεδόν μέχρι τη «Μεταπολίτευση» και έχοντας συντελεστεί κι άλλη μία εθνική τραγωδία, της Κύπρου, πριν την πολιτειακή μεταβολή.
Ειδικότερα, στις 20 Μαρτίου 1947 δολοφονείται στη Θεσσαλονίκη, έξω από το εστιατόριο «Ελβετικόν», το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, δημοσιογράφος και υπουργός Γεωργίας στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, Γιάννης Ζέβγος. Τον Μάιο του 1948 έχουμε δύο πολιτικές δολοφονίες. Την Πρωτομαγιά δολοφονείται ο Χρήστος Λαδάς, τότε υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση συνασπισμού των Θεμιστοκλή Σοφούλη – Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, από το μέλος της Οργάνωσης Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών (ΟΠΛΑ Καλλιθέας-Τζιτζιφιών), Ευστράτιο Μουτσογιάννη και τους συνεργάτες του. Δύο σχεδόν εβδομάδες μετά, στις 16 Μαΐου, ένας βαρκάρης βρίσκει να επιπλέει στα νερά του Θερμαϊκού το πτώμα του Αμερικανού δημοσιογράφου και απεσταλμένου του ειδησεογραφικού δικτύου CBS, Τζορτζ Πολκ. Την Κυριακή 30 Μαρτίου 1952 τουφεκίζεται στο Γουδή το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, Νίκος Μπελογιάννης, μαζί με τους συντρόφους του, Δημήτρη Μπάτση, Ηλία Αργυριάδη και Νίκο Καλούμενο.
Η δεκαετία του 1960 ήταν γεμάτη εντάσεις και ανατροπές με αποκορύφωμα βεβαίως το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών στις 21 Απριλίου 1967. Κατά τα πρώτα χρόνια της συγκεκριμένης δεκαετίας, η κατάσταση ήταν τεταμένη, καθώς μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού θεωρούσε τις εκλογές του 1961 «προϊόν βίας και νοθείας. Το ίδιο και ο Γρηγόρης Λαμπράκης, Βαλκανιονίκης στο στίβο με συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936, κορυφαίος αλτρουιστής γιατρός και βουλευτής της ΕΔΑ. Ο ειρηνιστής Λαμπράκης τον Απρίλιο του 1963 πραγματοποίησε την πρώτη μαραθώνια πορεία ειρήνης, ενώ στις 22 Μαΐου 1963 θα μιλούσε σε συγκέντρωση υπέρ της ειρήνης και κατά των πυρηνικών όπλων στη Θεσσαλονίκη. Όταν ο Λαμπράκης εμφανίζεται να διασχίζει πεζός την απόσταση ανάμεσα στο ξενοδοχείο όπου μένει και στο χώρο ομιλίας του, αποδοκιμάζεται φραστικά από το πλήθος, κάποιοι καταφέρνουν να τον χτυπήσουν, ενώ επίθεση δέχεται και ο άλλος βουλευτής της ΕΔΑ, Γιώργος Τσαρουχάς. Μετά το τέλος της ομιλίας του ο βουλευτής ακολουθεί την αντίστροφη πορεία επιστροφής του στο ξενοδοχείο πάλι πεζός, αφού το οργισμένο πλήθος έχει διαλυθεί, όταν εμφανίζεται ένα τρίκυκλο που κατευθύνεται πάνω του. Πιο συγκεκριμένα, οι δράστες (ομάδα παρακρατικών) επέβαιναν στο τρίκυκλο, ο Λαμπράκης το αποφεύγει αλλά πάνω σε αυτό βρίσκεται ένας άνδρας που του καταφέρνει δυνατό χτύπημα στο κεφάλι με σιδερολοστό. Ο βουλευτής σωριάζεται στο έδαφος και σε τέσσερις ημέρες φεύγει από τη ζωή. Οι πολιτικές εξελίξεις που ακολουθούν τη δολοφονία Λαμπράκη είναι καταιγιστικές. Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, μαθαίνοντας το τραγικό γεγονός, θα πει οργισμένος για τους παρακρατικούς μηχανισμούς, «μα ποιος κυβερνά, επιτέλους, αυτή τη χώρα», και τρεις εβδομάδες αργότερα θα παραιτηθεί. Στη δίκη που θα γίνει τρία χρόνια μετά, ως φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας Λαμπράκη θα καταδικαστούν οι Σπύρος Γκοτζαμάνης και Μανώλης Εμμανουηλίδης. Το χτύπημα στον Λαμπράκη προκάλεσε πρωτόγνωρη πολιτική κρίση. Χιλιάδες πολίτες βγήκαν στους δρόμους να διαμαρτυρηθούν. Επίσης κατέδειξε την ύπαρξη παρακράτους, δηλαδή επιβεβαίωσε κάτι που μέχρι τότε απλώς υπήρχε σαν φήμη. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε η «Νεολαία Λαμπράκη», με πρώτο της πρόεδρο τον Μίκη Θεοδωράκη.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και στη διάρκεια της «αποστασίας» είχαμε την δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα, ενώ λίγο πριν από την επιβολή της χούντας είχαν ξεκινήσει τα σαμποτάζ στο στράτευμα (ζάχαρη στα τανκς στον Έβρο κλπ), με αποτέλεσμα να μπει η χώρα τον Απρίλιο του 1967 στο «γύψο».
Σχεδόν ένα μήνα μετά τη Χούντα των Συνταγματαρχών, στις 22 Μαΐου 1967 βρίσκεται σε παραλία της Ρόδου η σορός του δικηγόρου της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ και υποψήφιου βουλευτή της Ένωσης Κέντρου, Νικηφόρου Μανδηλαρά. Η δικτατορία υποστηρίζει ότι ο θάνατός του προήλθε από πνιγμό όταν έπεσε από το πλοίο με το οποίο προσπαθούσε να διαφύγει από τη χώρα. Ο Μανδηλαράς ήταν πρώην καταδρομέας, δεινός κολυμβητής, βρέθηκε με το κεφάλι του κατακρεουργημένο, με μία τρύπα στο στήθος, ενώ η κηδεία του έγινε βιαστικά χωρίς την παρουσία συγγενών του. Ένα χρόνο μετά, τον Μάιο του 1968, συλλαμβάνεται από όργανα της Ασφάλειας το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, Γιώργος Τσαρουχάς, και ελάχιστες ημέρες αργότερα ανακοινώνεται ότι απεβίωσε από καρδιακή προσβολή. Οι φωτογραφίες όμως που τραβιούνται στο νεκροτομείο από τη σήμανση δείχνουν σημάδια βασανιστηρίων που οδήγησαν στον μαρτυρικό θάνατο.
Στη «χορεία» των σύγχρονων πολιτικών δολοφονιών ανήκει και του Παύλου Μπακογιάννη, ο οποίος στα χρόνια της δικτατορίας έζησε στη Γερμανία και από τη θέση του διευθυντή του ελληνικού προγράμματος της βαυαρικής ραδιοφωνίας, αντιτάχθηκε στη Χούντα μέσα από τις εκπομπές του. Μετά την πτώση της δικτατορίας επέστρεψε στην Ελλάδα για να ασχοληθεί με την δημοσιογραφία και την πολιτική, στοχεύοντας στην εθνική συμφιλίωση. Ο Παύλος Μπακογιάννης δολοφονήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1989 κάτω από το πολιτικό γραφείο του στην Αθήνα, από μέλη της «17 Νοέμβρη». Με τελευταία δολοφονική απόπειρα, σ’ αυτό τον τραγικό κατάλογο, την εγκληματική τρομοκρατική ενέργεια εναντίον του πρώην πρωθυπουργού, Λουκά Παπαδήμου, στις 25 Μαΐου 2017.
Μιχάλης Κωνσταντής