Η ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ, ΤΩΝ «ΠΑΝΘΕΩΝ» ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΟΡΟΔΡΑΜΑΤΟΣ – Του Μιχάλη Κωνσταντή

Για τον αγαπητό Μιχάλη Κωνσταντή, νομικό, δημοσιογράφο, πολιτικό και κοινωνικό αναλυτή δε χρειάζονται συστάσεις. Ο σύντροφος της συναδέλφισσας Μαρίας Κουρούνα είναι εδώ και χρόνια ένα εκλεκτό μέλος της Ιονικής Οικογένειας που με τα εξαιρετικά του άρθρα με την ποικίλη θεματολογία εμπλουτίζει τις ιστοσελίδες των Συλλόγων μας.

Μετά από μία σχετικά μεγάλη απουσία από την ιστοσελίδα μας, που είχε αφήσει τους θαυμαστές του «διψασμένους», ο Μιχάλης έχει επανέλθει δριμύτερος και καλύτερος από ποτέ! Και το επιβεβαιώνει και σήμερα, που πραγματικά ξεπερνά τον εαυτό του, προσφέροντάς μας ένα υπέροχο αφιέρωμα σε μία μάλλον άγνωστη, αλλά σπουδαία καλλιτεχνική μορφή της χώρας μας. Εκτός από το σταθερά υπέροχο ύφος των αφιερωμάτων του, αυτό που κάνει το συγκεκριμένο ακόμα πιο ιδιαίτερο είναι ότι μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε μία πρωτοπόρο Ελληνίδα χορεύτρια, την Ειμαρμένη (Μάρμω) Γεωργαλά – Νικολαΐδη, της οποίας η ζωή, όπως θα διαπιστώσετε, ήταν πραγματικά ενδιαφέρουσα και είναι βέβαιο ότι οι περισσότεροι δεν τη γνωρίζατε.

Επομένως, για μία ακόμα φορά, θα ευχαριστήσουμε τον Μιχάλη που διευρύνει τους ορίζοντές μας και πάντα αναμένουμε με ανυπομονησία να δημοσιεύσουμε τις νέες εμπνεύσεις του!


 

Η ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ, ΤΩΝ «ΠΑΝΘΕΩΝ» ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΟΡΟΔΡΑΜΑΤΟΣ

«Καντάδα στους ποιητές άγνωστοι που ’ναι»

Είναι παράξενο και εκπληκτικό, ταυτόχρονα, το πώς μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα μπορεί να αφορά και να εμπεριέχει ποιητές, μουσικούς, χορευτές, διανοούμενους και ανθρώπους των Τεχνών γενικότερα, ακόμη και την ετεροθαλή αδελφή μιας -μη γαλαζοαίματης- βασίλισσας. Αυτή είναι και η ιστορία σαν παραμύθι της Μάρμως Γεωργαλά-Νικολαΐδη, που θα επιχειρήσουμε να αφηγηθούμε, κάνοντας την αρχή από τον γιο της, Βασίλη. Για να πούμε κι εμείς από την πλευρά μας, όπως έκανε τόσο ξεχωριστά ο Κώστας Καρυωτάκης, τη δική μας «λυπητερή καντάδα στους ποιητές άγνωστοι που’ναι». 

 

Ανάμεσα στην πληθώρα των τραγουδοποιών που εμφανίστηκαν κατά τις αρχές της δεκαετίας του ’80, υπάρχει κι ένας καλλιτέχνης που ξεχώρισε για την ιδιαίτερη γραφή του. Ο λόγος για τον γιο της Μάρμως Γεωργαλά, Βασίλη Νικολαΐδη, που μπορεί να μην έχει στο ενεργητικό του πολλούς προσωπικούς δίσκους, ωστόσο έχει καταφέρει με το ιδιαίτερο ύφος των τραγουδιών του, να χαράξει την προσωπική του πορεία στο ελληνικό τραγούδι και να έχει ένα πιστό ακροατήριο που περιμένει πάντα να εκπλαγεί από τις εμπνεύσεις του.

Από την πρώτη του εμφάνιση, στους «Αγώνες ελληνικού τραγουδιού» στην Κέρκυρα το 1981, που διοργάνωσε ο Μάνος Χατζιδάκις, έκανε αισθητή την παρουσία του και η «Οδός Σανταρόζα» έμεινε σαν ένα από τα πιο τρυφερά σατιρικά τραγούδια και την ίδια στιγμή έγινε το σήμα κατατεθέν του Νικολαΐδη. Σε κείνη όμως την πρώτη του εμφάνιση, έδωσε το καλλιτεχνικό του στίγμα και με ένα ακόμα τραγούδι, υπέροχα μελαγχολικό: το «Δωμάτιο χρωματιστό». Λίγοι κατάλαβαν τότε πως, ο καινούργιος αυτός τραγουδοποιός καταφέρνει με την ίδια τέχνη που μας προκαλεί το χαμόγελο με τους σατιρικούς και πανέξυπνους στίχους του, να προκαλεί και μια βαθιά μελαγχολία βουτώντας στα δύσβατα μονοπάτια του τραγουδιού.

Τα τραγούδια του Νικολαΐδη μοιάζουν να έχουν την καταγωγή τους στους τροβαδούρους της αναγέννησης και στις αστικές καντάδες των αρχών του περασμένου αιώνα. Με μοναδικό όπλο μια κιθάρα, σκαλίζει τις ιστορίες του όπως οι παλιοί τεχνίτες κατασκεύαζαν λεπτά και φινετσάτα κοσμήματα. Τα τραγούδια του δίνουν ακριβώς την αίσθηση του χειροποίητου, ενώ το αιρετικό χιούμορ, η καυστική ματιά και τα ανυπέρβλητα… ελληνικά του, είναι μερικά μόνον από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον ποιητικό λόγο του Νικολαΐδη. Με παιχνιδιάρικη διάθεση πλάθει τους στίχους του που ρέουν σα νερό, καταφέρνοντας να δημιουργεί τραγούδια γεμάτα εκπλήξεις και αισθαντικότητα.

 

Πάμε τώρα και στη μητέρα του τραγουδοποιού, τη μούσα τόσων σπουδαίων Λογοτεχνών και ανθρώπων της Τέχνης, την Ειμαρμένη Γεωργαλά. Την «Μάρμω» των «Πανθέων», την λυγερή χορεύτρια στις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές» του Χατζιδάκι, τον αθεράπευτο έρωτα τόσων σπουδαίων ανδρών. Και ας μεταφερθούμε νοερά στις αρχές της δεκαετίας του ’50, λίγους μόλις μήνες από το τέλος του Εμφυλίου, όταν ένας μοναδικός συνδυασμός εθνικής δυστυχίας και καλλιτεχνικής άνθησης έδινε κάποιες υποσχέσεις πνευματικής αναγέννησης, πάνω στα αποκαΐδια του Μεγάλου πολέμου και του αδελφοκτόνου σπαραγμού που ακολούθησε.

Ας βρεθούμε νοερά στο Θέατρο Ρεξ, το 1951. Η Μάρμω Γεωργαλά και ο Άγγελος Γριμάνης στις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές», του Μάνου Χατζιδάκι, αναπαριστούν κάτι από την πενθούσα Ελλάδα που παλεύει να αναγεννηθεί από την τέφρα της. Μια γυναίκα ντυμένη στα κόκκινα λικνίζεται μοιραία, όπως γράφουν οι κριτικοί της εποχής. Ξέρει ότι αρέσει. Το παλικάρι την πλησιάζει, την πολιορκεί. Εκείνη αντιστέκεται. Στο τέλος ενδίδει. Είναι η Πρώτη «Αρχόντισσα». Τα δύο πιάνα παίζουν περιπαθώς το εμβληματικό τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη. Το κοστούμι του Γιάννη Μόραλη λάμπει μες στο θαμπό σκηνικό. Η φιγούρα της κοπέλας, με τη μαύρη στυλιζαρισμένη κόμη, γίνεται από μόνη της μια ζωγραφιά, φερμένη λες από άλλους καιρούς. Ο νέος, λαϊκός εραστής, με γιλέκο και ανεπίδοτους πόθους, συμπληρώνει το κάδρο.

Είναι η πρώτη χειμωνιάτικη παρουσίαση ενός πολύ φρέσκου χορευτικού συγκροτήματος, του Ελληνικού Χοροδράματος. Ψυχή του η Ραλλού Μάνου, ετεροθαλής αδελφή μιας πρώην βασίλισσας, της Ασπασίας Μάνου, της μόνης μη γαλαζοαίματης, που παντρεύτηκε τον βασιλιά Αλέξανδρο που ο αστικός μύθος θέλει να πέθανε από το δάγκωμα μαϊμούς στο Τατόι. (Το ειδύλλιο της Ασπασίας Μάνου με τον μετέπειτα Βασιλιά Αλέξανδρο Γκλύξμπουργκ άρχισε το 1915. Τον Σεπτέμβριο του επόμενου έτους, όταν ο Αλέξανδρος της υποσχέθηκε γάμο -πολύ τολμηρό για την εποχή- δεν φανταζόταν ότι επρόκειτο να γίνει Βασιλιάς. Εκείνος όμως ήταν αποφασισμένος να τηρήσει την υπόσχεσή του, παρά την άρνηση του πατέρα του Κωνσταντίνου Α’, ο οποίος τότε βρισκόταν στην εξορία, αλλά και τους δισταγμούς του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος επιδίωκε τον γάμο του Αλέξανδρου με την Πριγκίπισσα της Αγγλίας. Η τέλεση του μοργανατικού γάμου έγινε το φθινόπωρο του 1919. Η ρομαντική ιστορία είχε δραματικό τέλος με τον τραγικό άλλα και αρκούντως ύποπτο θάνατο του Βασιλιά Αλέξανδρου, στις 25 Οκτωβρίου 1920).

Μεγαλοαστή η Ραλλού Μάνου, η ετεροθαλής αδελφή της Ασπασίας, είχε πολλά οράματα αλλά και πολύ τσαγανό. Μάζεψε γύρω της τους αριστείς των Τεχνών του καιρού της και έγραψε ιστορία, βασισμένη στο ταλέντο και το μεράκι τους. Ο πρώτος συνθέτης με τον οποίον συνεργάστηκε ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Έγραψε για το Χορόδραμα αρχικά τον «Μαρσύα», που παίχτηκε το ’50 στην Αίγινα και ήταν η παρθενική του εμφάνιση. Κι αμέσως μετά τις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές», ήρθε και το «Καταραμένο φίδι».

Η Ελλάδα τσακισμένη από τον Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, αναζητεί μια ταυτότητα, έναν χαρακτήρα. Σεφέρης, Τσαρούχης, Μόραλης, Γκάτσος, Ελύτης, Χατζιδάκις προσπαθούν, μεταξύ πολλών άλλων, να σκιαγραφήσουν το καινούργιο πρόσωπο αυτής της πολύπαθης χώρας, να ξαναβρούν τη χαμένη «ελληνικότητα». Ο Χατζιδάκις ανακαλύπτει και μένει εκστατικός μπρος στη δύναμη του ρεμπέτικου. Δηλώνει εμπράκτως τον θαυμασμό του διασκευάζοντας για δύο πιάνα έξι ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια. Αυτές είναι οι «Έξι λαϊκές ζωγραφιές», που ο ίδιος ο συνθέτης μαζί με τον Αργύρη Κουνάδη τις έπαιξαν στις πρώτες παραστάσεις στο Ρεξ.

Κύριος χορευτής σ’ όλες τις «Ζωγραφιές», ο καταξιωμένος Άγγελος Γριμάνης, πρωταγωνιστής στα Ρωσικά Μπαλέτα. Ο Γριμάνης ήταν μια από τις εξέχουσες προσωπικότητες του χορού στον τόπο μας, μόνιμος χορευτής και χορογράφος του Εθνικού Θεάτρου από το 1933 και της Λυρικής Σκηνής μετά τον Πόλεμο. Το 1951, στα 45 του, ο Γριμάνης ήταν το καταλληλότερο πρόσωπο που θα μπορούσε να βρει η Ραλλού Μάνου. Δίπλα του, η  Μάρμω Γεωργαλά, βασικό στέλεχος του Χοροδράματος, με μιαν έμφυτη χάρη, ζωντανή, εκφραστική, ήταν η ιδανική ερμηνεύτρια αυτής της νέας γλώσσας, αυτής της παρθενικής ψηλάφησης νέων δρόμων. «Η Μάγμω, τι χογεύτρια!», έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις, προσθέτοντας αφειδώλευτα: «Πγωτοχόγεψε έξοχα στις “Έξη λαϊκές ζωγραφιές” και μαζί με τον Γριμάνη κι εμένα είχε κάνει και τις χογογραφίες…».

 

Η Ειμαρμένη Γεωργαλά γεννήθηκε το 1919 στην Αθήνα, στην οδό Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια. Έμφυτο ταλέντο, με αγάπη για την κίνηση, τον χορό, αυτοδίδακτη, έδωσε εξετάσεις και την πήρανε στο Εθνικό. Ζητούσαν κοπέλες για το αρχαίο δράμα. Συγχρόνως είχε δώσει και στην Ανωτάτη Εμπορική. Άρεσε στον Ροντήρη και έτσι το 1939 προσλαμβάνεται στο Εθνικό («Ηλέκτρα»), χορεύει όμως και στο παρθενικό ξεκίνημα της Λυρικής Σκηνής, που συστεγαζόταν τότε με το πρώτο θέατρο της χώρας. Χόρεψε στη «Νυχτερίδα» του Στράους. Μαζί της, μεταξύ άλλων και ο μετέπειτα μεγάλος ποιητής μας, ο Γιάννης Ρίτσος.

Ιδιαίτερη και άκρως γοητευτική, με έντονη και ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, η Μάρμω έκανε εντύπωση στον καιρό της. Γνωριμία με τους συγγραφείς Νίκο – Γαβριήλ Πεντζίκη και Τάσο Αθανασιάδη, τον ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, τον Γιώργο Κατσίμπαλη, τον Ανδρέα Καραντώνη. Το παράξενο κι ασυνήθιστο όνομά της δανείστηκε ο Αθανασιάδης και το έδωσε στην ηρωίδα των «Πανθέων», Μάρμω.

Στη διάρκεια του Πολέμου φεύγει στη Βιέννη όπου μαθητεύει δίπλα στη μεγάλη χορεύτρια και δασκάλα Ροζαλία Χλάντεκ*. Στη Βιέννη έμεινε μέχρι το ’44. Γύρισε από νοσταλγία. «Έπρεπε να γυρίσω», έλεγε κι η ίδια. Στην Αθήνα, ξανά στον Χορό του αρχαίου δράματος του Εθνικού Θεάτρου, αλλά και στον χορό έργων πρόζας. Γνωριμία και γάμος το 1953, με τον Μηχανικό του Πολυτεχνείου, Νικολαΐδη.

Στο ίδιο πρόγραμμα με τις «Ζωγραφιές», στο Ρεξ, το 1951 παρουσιάστηκε και το «Καταραμένο φίδι», αυτό το καταπληκτικό σε έμπνευση και ποικιλία ρυθμών μπαλέτο του Χατζιδάκι. Η Μάνου υποδυόταν τον Καραγκιόζη, η Μάρμω, τον Μεγαλέξανδρο. Στο Χορόδραμα πρωταγωνίστησε ακόμα στην «Πανδώρα» του Αργύρη Κουνάδη, όμως η δραστηριότητά της γρήγορα περιορίστηκε στο Εθνικό και στον Χορό Αρχαίου Δράματος. Τα Επιδαύρια ήταν πια γεγονός. Η Μάρμω ήταν παρούσα από τις αρχές, από τον «Ιππόλυτο» του Ροντήρη, το ’54. Ακολούθησε η «Εκάβη» το ’55, η «Μήδεια» το ’56. O σπουδαίος συγγραφέας Τάσος Αθανασιάδης έδωσε το όνομά της στην ηρωίδα των «Πανθέων» του, που μεταφέρθηκε στα πρώτα χρόνια της «Μεταπολίτευσης» με επιτυχία στην κρατική τηλεόραση και την «Μάρμω» υποδύθηκε εξαιρετικά η νεαρή τότε Κάτια Δανδουλάκη.

Δειλά-δειλά, από το 1956, η Μάρμω άρχισε να ασχολείται και με τη χορογραφία. Για πρώτη φορά υπογράφει τη χορογραφία στην «Κλυταιμνήστρα» του Αλέξανδρου Μάτσα, που ανέβηκε στο Εθνικό, σε σκηνοθεσία Κωστή Μιχαηλίδη. Ακολουθούν πολλά έργα, τόσο στο αρχαίο δράμα όσο και στην πρόζα, πάντα στο Εθνικό. Όλα έδειχναν πως η πορεία θα ήταν σημαντική και η εξέλιξη ουσιαστική. Υπάρχουν αστάθμητοι παράγοντες, όμως, που ανατρέπουν τα δεδομένα. Στην περίπτωση της Μάρμως ήταν ένα σοβαρότατο αυτοκινητικό ατύχημα, το ’65. Τα κατάγματα ήταν βαριά και την ακινητοποίησαν πολύ καιρό.

Η Ειμαρμένη Γεωργαλά αγαπήθηκε πολύ. Ο άντρας της, της είχε τρομερή αδυναμία. Αλλά και πριν να τον γνωρίσει, η Μάρμω ήταν αντικείμενο λατρείας, έστω κι ανεπίδοτης. Ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης φαίνεται πως την ερωτεύτηκε ειλικρινά και παράφορα. Εκείνη δεν ανταποκρίθηκε, ωστόσο εκείνος δεν πτοήθηκε. Της αφιέρωσε 6 συνολικά ποιήματα το φθινόπωρο του 1940. Είχαν γνωριστεί τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο κι έναν μήνα μετά, τον Οκτώβριο του ’40, ο ποιητής επιστρατεύτηκε. Ο Πόλεμος τον βρήκε στρατιώτη. Έχασε την μάχη με τη ζωή τον Φεβρουάριο του ’41. Ήταν μόλις 33 χρόνων. Τη μέρα που επιστρατεύτηκε, στις 5 Οκτωβρίου του ’40, συνάντησε τη Μάρμω και την αποχαιρέτησε. Την ίδια μέρα έγραψε κι ένα ποίημα, στα γαλλικά, που της το αφιέρωσε:

 

«Πίστεψα πως όλα, ακόμα κι ο θάνατος, είχανε ειπωθεί

Πίστεψα πως η καρδιά σου υπήρξε πάντα ένα παιδί

Όμως κλαις σα μια ζωή που δεν ξέρει παρά το γέλιο

Και μιλάς τα τριαντάφυλλα και μιλάς τ’ αδιάφορα λουλούδια

Θέλησα να σ’ αγαπήσω όμως η αγάπη άλλαξε φωνή

Δε βρίσκω το μυστικό της γης

Δεν έχεις φτερά όπως οι άγγελοι

Όμως πετάς!

Μες στην ψυχή μου μες  στην  ψυχή μου

όλα είναι ύπουλα, κλειστά

Μες στην ψυχή σου μες  στην ψυχή σου

Όλα είναι πουλιού λαλιά

Η άνοιξη άγγιξε τα χέρια σου

Που γράφουν κινήσεις στον ορίζοντα.

Θέλω να πω να πω πως μ’ αγαπάς

Όμως η αγάπη πέρασε τα ποτάμια

Μπήκε στο χρόνο

Κι ο κόσμος έχει τα μάτια σου που λάμπουνε». 

 

Η Μάρμω Γεωργαλά έφυγε από τη ζωή στα 88 της χρόνια, στις 20 Ιουνίου 2008. Ήταν η μητέρα του τραγουδοποιού και Νομικού Βασίλη Νικολαΐδη. Υπέγραψε τις χορογραφίες σε πολλές παραστάσεις του Εθνικού. Ανάμεσά τους, «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» (1957) και «Ιφιγένεια εν Ταύροις» (1958) σε σκηνοθεσία Κωστή Μιχαηλίδη, «Εκάβη» (1960) σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, «Σφήκες» (1963), «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» (1963), «Ειρήνη» (1964) και «Το ατλαζένιο γοβάκι» (1964) σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, «Ντόνα Ντιάνα» (1963) σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη. Το σοβαρότατο αυτοκινητικό της ατύχημα την απομάκρυνε από το θέατρο νωρίς, γύρω στο 1965. Η γοητεία και η έντονη προσωπικότητα της, όμως έκανε πολλούς σημαντικούς ανθρώπους του καιρού της να παραδώσουν τη Μνήμη της στην αιωνιότητα.

 

Ο μονάκριβος και αγαπημένος της γιος Βασίλης Νικολαΐδης, τραγούδησε την ιστορία και τον έρωτα του ποιητή Σαραντάρη για τη μητέρα του, το 2017. Μία τραγουδιστή ιστορία σε τέσσερα ποιήματα του Γιώργου Σαραντάρη, που αποτελούν τέσσερεις μοναδικές στιγμές στην δημιουργική πορεία του τραγουδοποιού. Ο Νικολαΐδης δεν αρκέστηκε απλώς στη μελοποίηση των κειμένων του ποιητή. Ανέπτυξε με όχημα τον ποιητικό του λόγο ολόκληρη την μυθολογία τού βίου του ποιητή, όπως αυτή συνδέθηκε με τη μητέρα του Μάρμω, δημιουργώντας παράλληλα μια γέφυρα με το σήμερα. Δύσκολο να υπάρχει άλλος τραγουδοποιός που να δένει με τέτοιον ποιητικό οίστρο τους στίχους ενός ποιητή με θρύψαλα της προσωπικής του ζωής και την ίδια στιγμή να συνδέει αυτό το μύθο με το σήμερα τόσο αριστοτεχνικά:

Η χορεύτρια και ο ποιητής

Κλούβα και πείνα τα χρόνια εκείνα. Το σαραντατρία

ουρανοκατέβατη πέφτει της Μάρμως η ευκαιρία

στη Χλάντεκ* δίνει εξετάσεις, και περιμένει

παίρνει το τραίνο χορό να  σπουδάσει στη Βιέννη.

Μα νοσταλγία την πιάνει σφοδρή ένα χρόνο μετά

πριν τους εγγλέζους και πριν τα Δεκεμβριανά.

 

Τα πέτρινα χρόνια περάσαν κι οι καταστάσεις

του Χοροδράματος ήρθαν της Μάνου οι παραστάσεις

στου Χατζηδάκι τις Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές

η Μάρμω χορεύει με τον Γριμάνη στο Ρέξ.

Με Μινωτή και Παξινού στο Εθνικό

Νέα Υόρκη πηγαίνει και Λιγουριό

 

Είχανε λάμψη και ανασφάλεια τα χρόνια εκείνα

κι’ ένα παιδί του Μετσοβίου από την Αθήνα

-λίγο γκρινιάρης, λίγο ζηλιάρης μα καλό παιδί-

ζητάει τώρα από την Μάρμω να τον παντρευτεί.

Κι’ όλα τελειώνουν όπως τελειώνουν στο σινεμά

στα σκαλοπάτια στου Αη Νικόλα την εκκλησιά

 

Κι έτσι η Μάρμω βάζει φωτιά στο παρελθόν της

στις αναμνήσεις κι’ αφιερώσεις των θαυμαστών της

μια εικόνα απ’ το πινέλο του Νίκου Πεντζίκη

στης πλύσης τη ρίχνει κι’ αυτή στη φωτιά και τη φρίκη

Και στα ποιήματα -ναι, στα ποιήματα- βάζει φωτιά

ενός χαμένου μέσα στο χιόνι χωρίς γυαλιά…

 

Η ελαφρόμυαλη και αλλοπρόσαλλη αυτή παιδίσκη

να με πληγώνει, να μ’ εξοργίζει τον τρόπο βρίσκει

όταν μου λέει ανερυθρίαστα χωρίς ντροπή

με καμαρώνανε όλοι εκείνη την εποχή.

Μ’ από τον Γκάτσο, απ’ τον Ελύτη, τον Σαραντάρη

ώρες να μίλαγαν, εγώ το ζώον, ούτε χαμπάρι…

 

ΣΗΜ: *Ροζαλία Χλάντεκ: Τσέχα χορογράφος, χορεύτρια και δασκάλα χορού. Αναμορφώτρια του σύγχρονου χορού, έκανε οντισιόν στην Αθήνα το 1943 για τη σχολή της στη Βιέννη.

 

Μιχάλης Κωνσταντής