Ο Μεγάλος Ερωτικός – Ο Μάνος Χατζιδάκις των τεχνών, της φιλοσοφίας, της ζωής – Του Μιχάλη Κωνσταντή

Ό,τι έχω ιερό: να περιφρονώ τις συνήθειες των πολλών, τη λογική του κράτους και την “ηθική” των συγγενών μου. Να αγαπάω με πάθος τους κυνηγημένους, τους ανορθόδοξους και τους αναθεωρητές.

Μάνος Χατζιδάκις

 

Συναδέλφισσες – Συνάδελφοι,

Για τον αγαπητό Μιχάλη Κωνσταντή, νομικό, δημοσιογράφο, πολιτικό και κοινωνικό αναλυτή, δε χρειάζεται να… τα ξαναλέμε. Ο σύντροφος της συναδέλφισσας Μαρίας Κουρούνα είναι εδώ και χρόνια πλέον ένα εκλεκτό μέλος της Ιονικής Οικογένειας που με τα εξαιρετικά του άρθρα με την ποικίλη θεματολογία εμπλουτίζει τις ιστοσελίδες των Συλλόγων μας.

Ο Μιχάλης έλαβε μέρος στην πρόσφατη εκδρομή των Συλλόγων μας στη Θράκη, κατά τη διάρκεια της οποίας είχαμε την ευκαιρία να επισκεφθούμε το σπίτι όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνου ο κυριολεκτικά αξεπέραστος Μάνος Χατζιδάκις.

Κατά την επίσκεψή μας στην Ξάνθη, ο Μιχάλης μας παρείχε πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Μάνου Χατζιδάκη, αυτού του φωτεινού φάρου του πολιτισμού μας που – ελπίζουμε ότι – δε θα σβήσει ποτέ! Μάλιστα μας υποσχέθηκε ότι η επόμενη συμβολή του στη θεματολογία των ιστοσελίδων μας θα ήταν ένα μοναδικό αφιέρωμα στον Μάνο Χατζιδάκι, το οποίο και σας παρουσιάζουμε σήμερα.

Δε χρειάζονται πολλά λόγια, άλλωστε το αφιέρωμα του Μιχάλη είναι πραγματικά υπέροχο και… ολοκληρωτικό (όσο αυτό μπορεί να είναι δυνατόν) για τη ζωή και το έργο του μεγάλου αυτού Έλληνα.

Να σημειώσουμε μόνο, όπως αναφέρεται και στη συνέχεια, ότι ο Μάνος Χατζιδάκις «Είναι ο διαχρονικός πνευματικός μας ταγός, που με το αρυτίδωτο και απροσμέτρητο έργο που μας άφησε, βρίσκεται διαρκώς στις επάλξεις για να μας υπενθυμίζει τα λάθη και τις παραλείψεις μας και να ορίζει την αισθητική μας».

Πόσο μας λείπει στη σημερινή Ελλάδα της αμετροέπειας, της πολιτιστικής παρακμής, της θεσμικής αποσύνθεσης, της οπισθοδρομικής επέλασης, ένας Μάνος Χατζιδάκις…


Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΡΩΤΙΚΟΣ

Ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΤΩΝ ΤΕΧΝΩΝ, ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ, ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Συνάντησα τον Μάνο Χατζιδάκι και συνομίλησα μαζί του για αρκετές ώρες -μία και μοναδική φορά- στον «Μαγεμένο Αυλό», στις αρχές της δεκαετίας του ΄90. Ήταν, ίσως, οι πιο εποικοδομητικές ώρες μου και σίγουρα δεν ήθελα να τελειώσουν τόσο γρήγορα. Επιπροσθέτως, ήταν ένα μάθημα ήθους και αισθητικής. Ήταν εμπειρία ζωής. Βέβαια, συχνά στα φοιτητικά μου χρόνια, περνούσα δήθεν τυχαία από του «Ζόναρς», ή αργότερα από το «Τζι Μπι Κόρνερ», για να τον δω έστω και για λίγα δευτερόλεπτα από κοντά, να κάθεται και να συνομιλεί με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο και τους λίγους αλλά εκλεκτούς συνδαιτυμόνες του. Πάντα στο κέντρο του ενδιαφέροντος, ένας Χριστός εν μέσω των μαθητών του, όπως απεικονίζεται και στον πίνακα που κοσμεί την αίθουσα του «Μαγεμένου Αυλού». (1)

Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι ο Μεγάλος Ερωτικός μας. Είναι ο δικός μας ορμητικός ποταμός, που ξεπλένει τις αμαρτίες και τις ανεπάρκειές μας. Είναι ο διαχρονικός πνευματικός μας ταγός, που με το αρυτίδωτο και απροσμέτρητο έργο που μας άφησε, βρίσκεται διαρκώς στις επάλξεις για να μας υπενθυμίζει τα λάθη και τις παραλείψεις μας και να ορίζει την αισθητική μας.

Η εργογραφία του Μάνου Χατζιδάκι έχει καταγραφεί κατ’ αρχήν από τον ίδιο τον συνθέτη, αλλά και από άλλους μελετητές του και περιλαμβάνει (σε μια αποτίμηση που -ενδεχομένως- δεν είναι οριστική), 61 έργα για το θέατρο, 10 έργα για το αρχαίο δράμα, 77 έργα για τον κινηματογράφο, 11 οργανικά έργα, 36 κύκλους τραγουδιών και έργα για φωνή, 16 μπαλέτα και 3 όπερες. Κάποια από τα έργα αυτά είναι ανέκδοτα ή ανολοκλήρωτα. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις είχε επιλέξει και αριθμήσει 51 από τα έργα του, που τα θεωρούσε τα πλέον σημαντικά.

Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη και το σπίτι όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια, χτισμένο στα τέλη του 19ου αιώνα, είναι πλέον χαρακτηρισμένο ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο, στην παλιά όμορφη πόλη της Ξάνθης. Κάποιοι, δε, που συμμετείχαμε πρόσφατα στην εκδρομή της «Ιονικής Ενότητας» στη Θράκη, το επισκεφθήκαμε.

Ο Χατζιδάκις εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1932, εργάστηκε για βιοπορισμό ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοκονόμου και βοηθός νοσοκόμος στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο. Παράλληλα επέκτεινε τις μουσικές του γνώσεις κάνοντας ιδιαίτερα θεωρητικά μαθήματα με τον Μενέλαο Παλλάντιο την περίοδο 1940-1943, ενώ παρακολούθησε ως ακροατής μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δεν ολοκλήρωσε ποτέ οποιεσδήποτε σπουδές.

Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους, ηλικιακά μεγαλύτερους από αυτόν, μεταξύ των οποίων ήταν οι ποιητές Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Άγγελος Σικελιανός και ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της Ε.Π.Ο.Ν., όπου γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίον σύντομα ανέπτυξε ισχυρή φιλία.

Ο Χατζιδάκις ήταν ο πρώτος που αντιμετώπισε την παράδοση έξω από το ηθογραφικό πλαίσιο, ενώ γαλουχήθηκε με τις ιδέες της γενιάς του ’30 και διατηρούσε ισχυρή φιλία με τους σημαντικότερους εκπροσώπους της. Στην πορεία αυτή εντάχθηκαν και άλλοι συνθέτες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, μετατρέποντας την ιδέα της σύνδεσης της λόγιας μουσικής με τη λαϊκή παράδοση σε Κίνημα. Αποτέλεσμα υπήρξε η δημιουργία του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού, όρος που επινοήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη για να περιγράψει το νέο αυτό μουσικό κράμα. Το δίπολο Χατζιδάκις – Θεοδωράκης, με το τεράστιο συνθετικό και θεωρητικό τους έργο, καθώς και με τη σιγουριά της ποιότητας, αποτέλεσε έκτοτε τον βασικό πυλώνα που καθόρισε τις εξελίξεις στην ελληνική μουσική.

Ο Μάνος Χατζιδάκις έζησε όλη την τραγικότητα του Δεκέμβρη του 1944 και έδωσε την δική του εξήγηση για τα Δεκεμβριανά: «Ήταν η αγανάκτηση των παιδιών της γαλαρίας που έβλεπαν τους συντρόφους τους και τα όνειρά τους στα φέρετρα από σφαίρες που έριξαν δοσίλογοι και φασίστες, φορώντας γαλάζιους μανδύες εθνικοφροσύνης. Και όλα αυτά τα ελληνικά αποβράσματα με την επίσημη στήριξη του νεαρού τότε κράτους είχανε έναν εχθρό, την ψυχή των παιδιών της γαλαρίας. Εκατομμύρια ελληνικά παιδιά που πίστεψαν στην απελευθέρωση αλλά βρέθηκαν ευθύς αμέσως απέναντι στον ίδιο χωροφύλακα, στον ίδιο δικαστή, στα ίδια ανάλγητα πρόσωπα που αντιμετώπιζαν πριν λίγο κιόλας χρόνο, όταν ακόμα υπήρχαν Γερμανοί. Και θέλησαν, πριν αποκλειστούν στη γαλαρία τους, να διαμαρτυρηθούν για τελευταία φορά. Κι ύστερα να σωπάσουν…».

Η πρώτη εμφάνιση του Χατζιδάκι ως συνθέτη πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1944, σε ηλικία 19 ετών, με τη συμμετοχή του στην κωμωδία «Ο Τελευταίος Ασπροκόρακας» του Αλέξη Σολομού από το νεοσύστατο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ο Χατζιδάκις παρακολούθησε και μαθήματα υποκριτικής, αν και τελικά ο ίδιος ο Κουν τον προέτρεψε να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη μουσική. Η συνεργασία του με το «Θέατρο Τέχνης» αποδείχθηκε ιδιαίτερα παραγωγική και διήρκεσε περίπου δεκαπέντε χρόνια.

Την περίοδο της Κατοχής, ο Χατζιδάκις ανακάλυψε το ρεμπέτικο τραγούδι και έγινε ένας από τους πρώτους που το μελέτησαν και κατανόησαν την αξία του. Στις 31 Ιανουαρίου 1949, σε ηλικία 23 ετών, έδωσε στο Θέατρο Τέχνης (στεγαζόταν στο τότε Θέατρο Αλίκης, νυν Θέατρο Μουσούρη, στην πλατεία Καρύτση), τη διάσημη διάλεξή του για το ρεμπέτικο τραγούδι, μέσω της οποίας το συνέδεσε με τη νεοελληνική πολιτιστική κληρονομιά και του προσέδωσε ευρωπαϊκής προέλευσης αξίες.

Από τη διάλεξη για το ρεμπέτικο το 1949 και μέχρι το τέλος της ζωής του ο Μάνος Χατζιδάκις παρενέβαινε συστηματικά και με έντονο τρόπο στον δημόσιο βίο. Κυρίως στη «Μεταπολίτευση» με το Τρίτο Πρόγραμμα, όπου μεγαλόθυμα έδωσε βήμα σε δεκάδες ταλαντούχους συνεργάτες, νέους σε ηλικία. Και αργότερα, στη δεκαετία του 1980 με το περιοδικό «Το Τέταρτο», που ήταν μια γιορτή της πολυφωνίας (μια ευτυχισμένη συγκυρία που διάνοιγε πεδία αυτογνωσίας και ελευθερίας), επιχειρούσε οργανωμένα να αντιδράσει σε κατεστημένες αντιλήψεις. Αλλά και με πλήθος συνεντεύξεων, άρθρων και δηλώσεων πάλεψε ενάντια σε αυτά που ο ίδιος θεωρούσε ως μεθοδεύσεις, λαϊκισμό, συντηρητισμό και αμετροέπεια της εξουσίας. Οι παρεμβάσεις του Χατζιδάκι στα δημόσια πράγματα της χώρας δεν έγιναν χωρίς κόστος για τον ίδιο και κορυφώθηκαν στην δριμεία αντιπαράθεσή με τον «αυριανισμό» (1985-1987). Μάλιστα είχε γράψει λίγα χρόνια αργότερα για το φαινόμενο του φασισμού, γενικότερα: «Όταν συνηθίζεις το τέρας, αρχίζεις να του μοιάζεις. Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του. Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία…».

Το 1950 έγινε ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικός διευθυντής του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, με το οποίο παρουσίασε τέσσερα μπαλέτα του: «Μαρσύας» (1950), «Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές» (1951), «Το Καταραμένο Φίδι» (1951) και «Ερημιά» (1958). Την ίδια εποχή η ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη ανέθεσε στον Χατζιδάκι τη σύνθεση της μουσικής για τις «Χοηφόρους» (1950) από την «Ορέστεια» του Αισχύλου. Η συνεργασία αυτή ήταν η απαρχή της ενασχόλησης του Χατζιδάκι με το αρχαίο δράμα. Μερικές από τις τραγωδίες και κωμωδίες για τις οποίες έγραψε μουσική είναι η «Μήδεια» (1956), ο «Κύκλωψ» (1959), οι «Βάκχες» (1962), οι «Εκκλησιάζουσες» (1956), η «Λυσιστράτη» (1957) και οι «Όρνιθες» (1959).

Μεγάλος σταθμός της δημιουργίας του οι «Όρνιθες», μουσική για την αριστοφανική κωμωδία. Το 1959 πρωτοπαρουσιάστηκε η παράσταση του «Θεάτρου Τέχνης». Τότε ο Χατζιδάκις συναντήθηκε καλλιτεχνικά με άλλους κορυφαίους δημιουργούς: τον Κάρολο Κουν, τον σκηνοθέτη της παράστασης και καλλιτεχνικό διευθυντή του «Θεάτρου Τέχνης», τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη, που είχε επιμεληθεί τα σκηνικά και τα κοστούμια και τη χορογράφο Ραλλού Μάνου. Η παράσταση όμως κάθε άλλο παρά ευπρόσδεκτη ήταν. Το κοινό αντέδρασε αρνητικά στην πρεμιέρα, με αποτέλεσμα να απαγορευθούν οι επόμενες παραστάσεις από τον Υπουργό Προεδρίας Κυβερνήσεως Κωνσταντίνο Τσάτσο, Πρόεδρο της Δημοκρατίας μετά τη «Μεταπολίτευση». Ο Άγγελος Τερζάκης, αν και αναγνώρισε τις καλές προθέσεις των συντελεστών, ήταν επικριτικός για το αποτέλεσμα. Η πορεία του μουσικού έργου, ωστόσο, δεν διακόπηκε. Ο συνθέτης αποφάσισε να ασχοληθεί με τις λεπτομέρειές του και να το ενορχηστρώσει. Το έργο πήρε την οριστική του μορφή (καντάτα) το 1964. Ένα χρόνο μετά, ο Μωρίς Μπεζάρ σκηνοθετεί και χορογραφεί τους «Όρνιθες», σε μουσική διεύθυνση του ίδιου του Χατζιδάκι και παρουσιάζει το έργο στην Όπερα των Βρυξελλών. Με τους «Όρνιθες» το πολυεδρικό πρόσωπο του Μάνου Χατζιδάκι πλουτίζεται με νέα στοιχεία και σημειώνεται ένας ακόμη μεγάλος σταθμός, όχι μόνο στη δική του πορεία, αλλά και σ’ εκείνη της σύγχρονης ελληνικής μουσικής.

Παράλληλα έγραψε σημαντικά μουσικά έργα, όπως το πιανιστικό «Ιονική σουίτα» (1952), καθώς και τον κύκλο τραγουδιών «Ο Κύκλος του C.N.S.». Το 1955 ξεκίνησε μία περίοδος έντονης δημιουργικής δράσης. Ο Χατζιδάκις συνθέτει ασταμάτητα για το θέατρο και τον κινηματογράφο, όπου γνώρισε μεγάλη δημοφιλία με ταινίες όπως η «Στέλλα» (1955) του Μιχάλη Κακογιάννη, το «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» (1955) του Αλέκου Σακελάριου και «Ο δράκος» (1956) του Νίκου Κούνδουρου. Άλλα έργα της περιόδου αυτής είναι η μουσική για τον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ (1956), η «Μήδεια» του Ευριπίδη (1958), το «Παραμύθι χωρίς όνομα» του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1959), η σπονδυλωτή παράσταση «Οδός ονείρων» (1962), αλλά και «Το χαμόγελο της Τζοκόντας».

Το 1959 πήρε το πρώτο βραβείο στο Α΄ Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του Ε.Ι.Ρ. για το τραγούδι «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου», που ερμήνευσε η Νάνα Μούσχουρη. Το 1960 ήταν μία χρονιά με συνεχείς επίσημες διακρίσεις. Του απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο και στο Β΄ Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του Ε.Ι.Ρ. για δύο τραγούδια (το «Κυπαρισσάκι» και την «Τιμωρία», πάλι με τη Νάνα Μούσχουρη), ενώ απέσπασε το βραβείο για τη μουσική του στο «Ποτάμι» του Νίκου Κούνδουρου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Έγραψε την μουσική για το φιλμ «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασέν και συνέθεσε μουσική για τα θεατρικά έργα «Ευρυδίκη» του Ζαν Ανούιγ, «Το γλυκό πουλί της νιότης» του Τένεσι Ουίλιαμς, «Ο θάνατος του Διγενή» του Άγγελου Σικελιανού, «Η τύχη της Μαρούλας» του Δημητρίου Κορομηλά και για πολλές ταινίες. Ανάμεσά τους οι: «Μανταλένα», «Η Αλίκη στο ναυτικό», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Η κυρία δήμαρχος», «Το κλωτσοσκούφι», «Ραντεβού στην Κέρκυρα» κ.ά. Το 1961 κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για «Τα παιδιά του Πειραιά», αλλά δεν παρέστη στην τελετή απονομής στην Καλιφόρνια και το αγαλματίδιο του εστάλη αργότερα ταχυδρομικώς στην Ελλάδα. Το 1964 ίδρυσε και διηύθυνε την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (1964-66), η οποία έδωσε 20 συναυλίες με πρεμιέρες 15 έργων Ελλήνων συνθετών.

Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη για να λάβει μέρος, με τον Ζυλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη, στο ανέβασμα του έργου «Ίλια Ντάρλινγκ» στο Μπρόντγουεϊ, διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή» σε μιούζικαλ. Κατά την εξαετή παραμονή του στην Αμερική ήρθε σε επαφή με την ποπ και ροκ αμερικανική μουσική σκηνή, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την ηχογράφηση του περίφημου κύκλου τραγουδιών Reflections (1970) σε συνεργασία με το συγκρότημα New York Rock & Roll Ensemble. Άλλα σημαντικά έργα της περιόδου είναι η μουσική για την ταινία Βρόμικα παλικάρια (Blue, 1968) του Σίλβιο Ναριζάνο (Silvio Narizzano), η «Ρυθμολογία» (έργο για πιάνο) και η «Αμοργός» (1970), μελοποίηση του ομότιτλου ποιήματος του Νίκου Γκάτσου, έργο το οποίο ο συνθέτης άφησε ημιτελές. Τον Ιούλιο του 1972 επέστρεψε στην Αθήνα. Η περίοδος που ακολούθησε, μέχρι το τέλος της ζωής του, θεωρείται η περισσότερο ώριμη στη μουσική του σταδιοδρομία και η έναρξή της σηματοδοτείται από την ηχογράφηση του εμβληματικού κύκλου τραγουδιών «Ο Μεγάλος Ερωτικός».

Ο Μάνος Χατζιδάκις ξεκίνησε να γράφει το σπουδαίο αυτό έργο στη Νέα Υόρκη τον Ιούνιο του 1972, πάνω σε ποίηση αρχαίων και σύγχρονων ποιητών και το ολοκλήρωσε στην Αθήνα τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, ενώ είχαν ήδη ξεκινήσει οι ηχογραφήσεις. Για ερμηνευτές επέλεξε δύο ουσιαστικά πρωτοεμφανιζόμενους και άγνωστους στο ευρύ κοινό καλλιτέχνες: την Φλέρυ Νταντωνάκη και τον Δημήτρη Ψαριανό. Αμφότεροι έδωσαν ρεσιτάλ ερμηνείας, ενώ στο εσώφυλλο του δίσκου υπάρχει επεξηγηματικό σημείωμα του Χατζιδάκι. Το υπέροχο εξώφυλλο είναι του Γιάννη Μόραλη.

Ο «Μεγάλος Ερωτικός» είναι ο αγαπημένος μου δίσκος και πραγματικά δεν ξέρω πόσες εκατοντάδες φορές τον άκουσα και θα συνεχίσω να τον ακούω. Είναι ο κύκλος όπου συναντώνται και παντρεύονται οι θείες μουσικές του Μάνου με την ερωτική ποίηση των αιώνων. Από το «Άσμα Ασμάτων», την Σαπφώ, τον Ευριπίδη, τον Χορτάτζη ως τον Σολωμό, τον Καβάφη, τον Ελύτη, τον Σαραντάρη. Ειδικότερα: «Με την πρώτη σταγόνα της βροχής» (Ελύτης), «Σ’ αγαπώ» (Στη μνήμη του γιού της Γιώργου Παππά), σε ποίηση της Μυρτιώτισσας, «Μέρες του 1903» (Καβάφης), «Ποιος είν΄ τρελός από έρωτα» (Γιώργος Σαραντάρης), Τα λιανοτράγουδα (παραδοσιακό δημώδες), «Πέρα στο θολό ποτάμι» (σε απόδοση Ν. Γκάτσου από το θεατρικό έργο του Φ.Γ. Λόρκα «Περλιμπλίν και Μπελίσα), «Το όνειρο» (Δ. Σολωμού), «Κέλομαί σε Γογγύλα» (Σαπφώ), «Έρωτα εσύ» (Από τη «Μήδεια» του Ευριπίδη σε μετάφραση Π. Πρεβελάκη, αφιερωμένο στην Κατίνα Παξινού), «Πάθη από τον έρωτα» (από την «Ερωφίλη» του Γ. Χορτάτζη), «Κραταιά ως θάνατος αγάπη» (Από το «Άσμα ασμάτων» του Σολομώντα).

Το διάστημα 1975-1982 συμπίπτει με αυτό που ο Χατζιδάκις σκωπτικά αποκαλούσε «υπαλληλική περίοδο» της ζωής του. Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή τον διόρισε διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, διευθυντή του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα και αναπληρωτή γενικό διευθυντή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Η λαμπρή θητεία του στο Τρίτο Πρόγραμμα (1975-1982) αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς στην ελληνική ραδιοφωνία για την υψηλή ποιότητα και την ποικιλία των εκπομπών, αλλά και των πολιτιστικών εκδηλώσεων που διοργανώθηκαν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις.

Για τέσσερα καλοκαίρια (1978-1981) ο Μάνος Χατζιδάκις καθιέρωσε τις «Μουσικές Γιορτές» στα Ανώγεια, μια συνεργασία του Τρίτου Προγράμματος με τον Δήμο Ανωγείων και τη Μουσική Ακαδημία Κρήτης. Το 1980 και το 1981 το Τρίτο Πρόγραμμα διοργάνωσε τον «Μουσικό Αύγουστο» στο Ηράκλειο, ένα πολυήμερο καλλιτεχνικό φεστιβάλ για την ανάδειξη παλαιών και νέων ρευμάτων στη μουσική, στο χορό, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική και το θέατρο. Το φθινόπωρο του 1981 και του 1982 διοργάνωσε επίσης τους «Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού» στην Κέρκυρα, ένα μουσικό διαγωνισμό για νέους Έλληνες συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδοποιούς.

Το 1985 ο Χατζιδάκις εξέδωσε το πολιτιστικό περιοδικό «Το Τέταρτο» (1985-1986), το οποίο κατέγραφε τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά δρώμενα, συχνά μέσα από τις πολιτικές τους διαστάσεις. Κράτησε τη διεύθυνση για τα πρώτα 11 τεύχη και αποχώρησε. Το 1985 επίσης δημιούργησε την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία «Σείριος» με σκοπό την ανάδειξη καλλιτεχνών και μουσικών δημιουργιών επί τη βάσει μη εμπορικών κριτηρίων. Παράλληλα παρουσίασε επιλεγμένα μουσικά έργα και καλλιτέχνες στην μπουάτ «Σείριος» (Ζουμ) της Πλάκας. Το 1989, ίδρυσε την «Ορχήστρα των Χρωμάτων» προκειμένου να παρουσιάζει με πρωτότυπο τρόπο έργα κλασικών και σύγχρονων συνθετών.

Η έντονη ενασχόληση του Χατζιδάκι με τα κοινά κατά την περίοδο αυτή αποτυπώνεται σε σημαντικό τμήμα του έργου του. Χαρακτηριστικά έργα της περιόδου είναι: «Η εποχή της Μελισσάνθης» (1980), έργο αυτοβιογραφικό αλλά και βαθιά πολιτικό για το τέλος της Κατοχής, την Απελευθέρωση και το προανάκρουσμα του Εμφυλίου, οι κύκλοι τραγουδιών «Τα παράλογα» (1978), η μουσική παράσταση «Πορνογραφία» (1982), σε δική του σκηνοθεσία, «Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς» (1983), η «Σκοτεινή μητέρα» (1986) και «Τα τραγούδια της αμαρτίας» (1996), τα οποία κυκλοφόρησαν σε δίσκο δύο χρόνια μετά το θάνατό του. Ο Μάνος Χατζιδάκις πέθανε στις 15 Ιουνίου του 1994 από οξύ πνευμονικό οίδημα και ετάφη στην Παιανία. Όπως όρισε ο ίδιος, στην κηδεία του δεν παρευρέθηκαν τηλεοπτικά συνεργεία και φωτορεπόρτερ.

Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ένας θηρευτής του έκκεντρου, που χρησιμοποιούσε την παραδοξότητα ως μέσο σχολιασμού του κίβδηλου και της σοβαροφάνειας. Με ένα λόγο που θα αναστάτωνε τις τακτοποιημένες συνθήκες, θα οργάνωνε  τα επιχειρήματά του ενάντια στην προφάνεια, θα εγκαθιστούσε ένα διαφορετικό πεδίο ορατότητας της ζωής, της πολιτικής, της Τέχνης. Κάτι πολύ απλό και γι’ αυτό αυταπόδεικτο, αναμφίλεκτο, αδιαπραγμάτευτο: το δικαίωμα στη σκέψη, την κριτική, την αμφισβήτηση. Το χιούμορ του εκδηλωνόταν υποδόρια. Κάποια μέρα του τηλεφώνησαν από ραδιοφωνικό σταθμό: «Κάνουμε μια έρευνα για το ελληνικό τραγούδι και μιλάμε σε όλους τους στιχουργούς», του είπαν. «Εγώ είμαι ποιητής, κυρία μου», απάντησε κοφτά, δήθεν θιγμένος· «πάρτε τον Ρίτσο»! Κι έκλεισε το τηλέφωνο σκασμένος στα γέλια. Για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, δε, που τόσος λόγος γίνονταν και εξακολουθεί να γίνεται, ο ίδιος έγραψε: «Είμαι δημοκράτης αστός, ουμανιστής και αναθεωρητής της δεξιάς. Ποτέ δεν υπήρξα αντικομουνιστής. Εγώ περιέχω και τον αριστερό. Ο αριστερός όμως δεν με περιέχει».

Αυτά που είπε τόσο στοχαστικά, τέλος, για τον Γιώργο Σεφέρη ισχύουν απόλυτα και για τον ίδιο τον ΜΧ: «Από τη Μικρασία, μετά την καταστροφή, ένας αστός ξεκίνησε, με μια βαλίτσα αναμνήσεων στο χέρι. Γύρισε χώρες μακρινές, και πολιτείες άγνωστες, μάζεψε ακριβό υλικό και συνταγές, μέτρα, ρυθμούς, και χρώματα. Και τέλος, και τέλος γύρισε στη χώρα του. Έχτισε με τα χέρια του σπίτι σημερινό κι ελληνικό, εμπήκε μέσα, κλείδωσε και από τότε πια κανείς, κανείς δεν τον συνάντησε στην αγορά».

 

Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι ο δικός μας Ιορδάνης ποταμός. Σ’ αυτόν προστρέχουμε διψασμένοι, σκονισμένοι και άπνοοι κάθε φορά που οι φλέβες μας γίνονται ξύλινες από την ανομβρία αυτού του τόπου. Ζητούμε απεγνωσμένα να πέσουμε ξανά και να αναβαπτιστούμε στον Λόγο τον ερχόμενο. Να μετανιώσουμε για τα ύψη και τα βάθη που δεν αναζητήσαμε με πειθαρχία συνεχή. Να ξανανιώσουμε, σ’ αυτό το ζωντανό νερό της εκφρασμένης Τέχνης του και της Αισθητικής του. Γιατί έρχεται από πολύ μακριά ετούτη η γνώση στραμμένη πάντοτε στο φως. Στο φως το αληθινό.

Έτσι για το τέλος, ας τον ακούσουμε σιωπηλά να μας ψιθυρίζει, όπως στον επίλογο της «Οδού ονείρων», χαϊδεύοντας τα αυτιά μας με την ιδιαίτερη και χαρακτηριστική εκφορά του: «Εδώ τελειώνει η μουσική για την Οδό Ονείρων. Εδώ τελειώνουν τα όνειρα / που μου δανείσατε οι ίδιοι μια βραδιά / δίχως να το γνωρίζετε. Τώρα είναι αργά / Κι όλοι οι φίλοι μου έχουν αποκοιμηθεί / Εγώ αθεράπευτα πιστός σ’ αυτόν τον δρόμο / θα ξαγρυπνήσω ως το πρωί / για να μαζέψω τα καινούρια όνειρα που θα γεννήσετε / Να τα φυλάξω / και να σας τα ξαναδώσω μια άλλη φορά / πάλι σε μουσική. Καληνύχτα».

 

Καληνύχτα Μάνο. Και ποιος ξέρει; Ίσως αυτός ο κόσμος κάποτε ν’ αλλάξει. Κι ας μην είμαστε τότε εδώ να ζήσουμε το Μέγα θαύμα. Όμως θα έχουμε ζήσει το θαύμα της Μουσικής σου, έχοντας εντρυφήσει και αποδεχθεί τις αξίες και τις παρακαταθήκες σου.

 

ΣΗΜ: (1) Είναι γνωστό ότι ο «Μαγεμένος Αυλός» στην πλατεία προσκόπων στο Παγκράτι, υπήρξε ένα από τα αγαπημένα στέκια του Μάνου Χατζιδάκι. Εκεί βρισκόταν με τους φίλους του -επιφανείς ή μη- κυρίως τα Σαββατόβραδα και μοιραζόταν τις σκέψεις και το πάθος του για την μουσική και την ζωή. Λιγότερο γνωστός είναι ο πίνακας που κοσμεί την αίθουσα του «Μαγεμένου αυλού» και απεικονίζει τον Χατζιδάκι στην κορυφή του τραπεζιού και γύρω την εκλεκτή του συντροφιά, τους «μαθητές» του. Ο πίνακας είναι έργο του Επαμεινώνδα Δασκαλόπουλου (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο DAS), ο οποίος τον ζωγράφισε από μνήμης. Η ομήγυρη αποτελείται από τους Ματθαίο Μουντέ, Γιώργο Πολυχρόνη, Γιώργο Κουρουπό, Θόδωρο Αντωνίου, Τάσο Λιγνάδη, Αλέξη Μινωτή, Κώστα Γεωργουσόπουλο, Σπύρο Σακκά, Νίκο Περαντινό και Αλέκο Λιδωρίκη. Παρ’ όλες τις προσφορές στον ιδιοκτήτη του «Μαγεμένου Αυλού» Δημήτρη Θεοφίλου για πώληση του πίνακα αντί μεγάλων ποσών, ο πίνακας παραμένει εκεί να θυμίζει την παρουσία του μεγάλου δημιουργού σε αυτόν τον ιστορικό πλέον χώρο.   

Μιχάλης Κωνσταντής