Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι γοήτευσε και τον Γκαίτε – Του Μιχάλη Κωνσταντή

Ο νομικός, δημοσιογράφος και λάτρης της λογοτεχνίας Μιχάλης Κωνσταντής είναι ένας εξαίρετος φίλος και αναπόσπαστο μέλος της Ιονικής Οικογένειας που μας κάνει συχνά την τιμή να συνεισφέρει στην ανανέωση του ενδιαφέροντος και την ποικιλία της θεματολογίας της ιστοσελίδας μας. Αυτό το γνωρίζετε μέσα από τα άκρως ενδιαφέροντα κείμενά του που έχουμε δημοσιεύσει.

Αυτό που πιθανώς δε γνωρίζετε και είναι το αντικείμενο που πραγματεύεται στο σημερινό δημοσίευμα ο Μιχάλης, είναι η αγάπη και ο θαυμασμός του κολοσσού του δυτικού πνεύματος, Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι.

Όπως πολύ εύστοχα αναφέρει ο Μιχάλης, το ελληνικό δημοτικό τραγούδι και μουσική είναι ένα πεδίο εν πολλοίς ανεξερεύνητο από τους ειδικούς και ο αστείρευτος πλούτος τους περιμένουν ακόμα την αναγνώριση και ανάλυσή τους…

Ωστόσο, ο Μιχάλης ασχολείται συγκεκριμένα με το ενδιαφέρον που ανέπτυξε ο Γκαίτε για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι και το πώς αυτή η ενασχόληση του σπουδαίου Γερμανού ποιητή, μυθιστοριογράφου, δραματουργού και θεωρητικού της Τέχνης συνδέθηκε και βοήθησε στην ανάπτυξη του κινήματος του Φιλελληνισμού πριν την Επανάσταση του 1821.


ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΟΗΤΕΥΣΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΓΚΑΙΤΕ

Είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι το ελληνικό τραγούδι και η ελληνική μουσική συνιστούν έναν αστείρευτο πλούτο, που το εύρος του δεν έχει μελετηθεί ακόμη επαρκώς. Αυτό, μάλιστα ισχύει στον υπέρτατο βαθμό σε ό,τι αφορά το δημοτικό μας τραγούδι, ενώ δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστό, ότι ο κορυφαίος Γερμανός στοχαστής και συγγραφέας Γκαίτε εκτιμούσε ιδιαίτερα το ελληνικό δημοτικό τραγούδι και εμπνεύστηκε κι απ’ αυτό προς τας δυσμάς του βίου του.

Ο μέγιστος ποιητής Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, ένα από τα λαμπρότερα πνευματικά αναστήματα στην παγκόσμια ιστορία του πολιτισμού, ερωτεύτηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής του το είδος αυτό της ελληνικής λαϊκής ποίησης. Ο Γκαίτε είχε τόσο πολύ γοητευθεί, ερχόμενος σε επαφή με το δημοτικό μας τραγούδι, που την ευτυχία του αυτή θέλησε να τη μοιραστεί με έναν σημαντικό αριθμό λογίων της Γερμανίας. Και στα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν έγραφε ασταμάτητα το δεύτερο μέρος του ανυπέρβλητου «Φάουστ», μαγεύτηκε από το δημοτικό τραγούδι, όπως ήταν μαγεμένος σε ολόκληρη τη ζωή του και από το αρχαιοελληνικό πνεύμα.

Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι δεν έπαψε ποτέ να υφίσταται, όπως και δεν έπαψαν οι Έλληνες να γλεντούν ή να μοιρολογούν τα προσφιλή τους πρόσωπα. Τα κλέφτικα τραγούδια «νομίζεις πως είναι χείμαρροι αφρισμένοι, εκρέοντες όχι από ανθρώπινα χείλη, αλλά από τους βράχους της Οίτης και του Ολύμπου». Ο βασικός πυρήνας των δημοτικών τραγουδιών περιλαμβάνει στοιχεία κυρίως μη αφηγηματικά, στα οποία κυριαρχεί το συναίσθημα και οι άμεσες αναφορές στην καθημερινή ζωή, τις χαρές τις λύπες του λαού που τα δημιουργεί και τα χρησιμοποιεί. Τόσο στον κύκλο της ζωής (νανουρίσματα, ταχταρίσματα, μοιρολόγια, γάμου, ξενιτιάς) όσο και στον κύκλο του χρόνου (κάλαντα, αποκριάτικα), τα δημοτικά τραγούδια είναι αλληλένδετα με τα σχετικά έθιμα.

Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι ως λογοτεχνικό είδος αντλεί το υλικό του από την προφορική λογοτεχνική παράδοση, δηλαδή αυτήν που αναπτύσσεται από την ανάγκη που έχει κάθε άτομο και γενικότερα κάθε λαός να εκφράσει τα συναισθηματικά του και ψυχικά φορτία, τα ιδανικά του, τους πόνους και τις χαρές του, ακόμη τις εντυπώσεις και τις σκέψεις του μέσα στην ευκολομνημόνευτη ποίηση.

Δημοτική ποίηση έχουν αναπτύξει σχεδόν όλοι οι λαοί. Στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο των Βαλκανίων η δημοτική ποίηση είναι ιδιαίτερα έντονη ακριβώς λόγω των πολλών ιστορικών εξελίξεων που συνέβησαν από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, η οποία και συνδέεται με τις όψεις της κοινωνικής δραστηριότητας κάθε εποχής, ή -στην περίπτωση των επικών Κλέφτικων- με την πρακτική της κοινωνικής αντίδρασης, ατομικής ή συλλογικής, στον εκάστοτε εξουσιαστικό φορέα. Η αφομοίωση ξένων στοιχείων, ωστόσο, είχε ως αποτέλεσμα σταδιακά τον βαθμιαίο εκτοπισμό αυθεντικών παραδοσιακών στοιχείων. Ας επικεντρωθούμε, όμως, στον Γκαίτε που μαγεύτηκε από τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια, αυτός ο παγκοσμίου αναστήματος Γερμανός ποιητής, μυθιστοριογράφος, δραματουργός, θεωρητικός της Τέχνης και φυσιοδίφης.

Η οικογένεια του Γκαίτε ήταν μια από τις πιο εύπορες στη Φρανκφούρτη του Μέιν και του προσέφερε πολλές δυνατότητες μόρφωσης. Σε ηλικία 15 χρονών έγραψε τα πρώτα του ποιήματα, τα οποία στη συνέχεια κατέστρεψε. Το 1765 ξεκίνησε σπουδές Νομικής στη Λειψία κατόπιν επιθυμίας του πατέρα του. Παράλληλα με τις σπουδές του, ασχολήθηκε χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, με τις εικαστικές τέχνες. Στην Λειψία ήρθε σε επαφή με το έντονο ελληνικό στοιχείο της πόλης. Ως φίλος των Ελλήνων και της Ελλάδος αφιέρωσε πολλά έργα του στην ελληνική αρχαιότητα.

Το 1769 αρρώστησε και επέστρεψε στη Φρανκφούρτη. Την ίδια περίοδο άρχισε να ανακαλύπτει μέσα του και τον ήρωα του Φάουστ. Το 1770 ολοκλήρωσε τις σπουδές Νομικής και παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα Ιατρικής, Χημείας και Βοτανικής. Επέστρεψε στη Φρανκφούρτη και ασχολήθηκε με τη δικηγορία. Το 1774, συγκλονισμένος από την αυτοκτονία ενός φίλου του, έγραψε «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου», ένα μυθιστόρημα που λάτρεψε ο Ναπολέων Βοναπάρτης (κάτι που του επεσήμανε ο Γάλλος στρατηλάτης, όταν συναντήθηκαν ο «ηγεμόνας της Ευρώπης» με τον «ηγεμόνα του πνεύματος», το 1808) και έγινε λάβαρο του ηθικού και πνευματικού κινήματος.

Η Βαϊμάρη υπήρξε σημαντικός σταθμός στη σταδιοδρομία του Γκαίτε, καθώς είχε αναλάβει εκεί καθήκοντα Υπουργού του Δούκα Καρλ Άουγκουστ του μικρού κρατιδίου, που λόγω του Γκαίτε (και λίγο μετά και του Σίλερ) αναδείχτηκε σε πνευματικό κέντρο της Γερμανίας αλλά και της κεντρικής Ευρώπης. Ένα από τα σημαντικότερα έργα του Γκαίτε είναι το «Ταξίδι στην Ιταλία», ενώ μέχρι το 1805 είχε στενή επαφή και φιλία, με τον κατά 10 χρόνια νεώτερό του Σίλερ, με τον οποίον μεγαλούργησαν από κοινού στη Βαϊμάρη.

Το 1806 παντρεύτηκε την Κριστιάνε Βούλπιους, με την οποία είχε ήδη από το 1789 έναν γιο, τον Άουγκουστ φον Γκαίτε, τον οποίο γαλούχησε με τα φιλελληνικά του ιδεώδη και ο οποίος αργότερα παντρεύτηκε την επίσης «φιλελληνίδα» Οθέλλεια, (ο μοναχογιός του πέθανε το 1830 στη Ρώμη, μόλις 41 ετών). Ο «Φάουστ», το έργο ζωής του Γκαίτε, ολοκληρώθηκε με τον δεύτερο τόμο έναν χρόνο πριν από τον θάνατο του, το 1832 στη Βαϊμάρη.

.

Ο Γκαίτε και το ελληνικό δημοτικό τραγούδι

Μετά το 1806, και αφού ο Ναπολέοντας έθεσε υπό τον έλεγχό του τη Γερμανία, ο βαρόνος Βέρνερ Φον Χαξτχάουζεν, ο οποίος μιλούσε δεκατρείς γλώσσες και είχε σπουδάσει Νομικά, Ανατολικές Σπουδές και Ιατρική, όντας πολέμιος του Βοναπάρτη, αποφάσισε να αυτοεξοριστεί στην Αγγλία. Για να βιοπορίζεται, έπιασε δουλειά ως γιατρός σε ένα ναυτικό νοσοκομείο κοντά στο Λονδίνο. Ο γιατρός αυτός μια μέρα, καθώς περπατούσε στους διαδρόμους του νοσοκομείου, άκουσε μια παρέα Ελλήνων ναυτικών να σιγοτραγουδούν κάτι που το βρήκε ενδιαφέρον. Ο Χαξτχάουζεν, ο οποίος μιλούσε και ελληνικά, παράτησε τη δουλειά που έκανε και πήγε κοντά στους Έλληνες ναυτικούς παρακαλώντας τους να του πουν το τραγούδι τους. Τότε αυτοί ξεκίνησαν:

«Συννέφιασε ο Παρνασσός,

βρέχει στα καμποχώρια

κι εσύ, Διαμάντω, νύχτωσες,

πού πας αυτήν την ώρα;

Πάω γι’ αθάνατο νερό,

γι’ αθάνατο βοτάνι

να δώσω της αγάπης μου

ποτέ να μην πεθάνει».

Για όσες μέρες έμειναν στο νοσοκομείο οι Έλληνες ναυτικοί, ο Χαξτχάουζεν κατέγραφε μαγεμένος τα τραγούδια που του έλεγαν. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος προέβαινε σε συστηματική καταγραφή των δημοτικών τραγουδιών.

Το 1814, μετά την πτώση του Ναπολέοντα, ο βαρόνος Φον Χαξτχάουζεν πήγε στο συνέδριο της Βιέννης, έχοντας στις αποσκευές του τα δημοτικά τραγούδια που του είπαν οι Έλληνες ναυτικοί. Η Βιέννη τότε αποτελούσε παγκόσμιο πολιτικό και πνευματικό κέντρο, στο οποίο είχαν σημαντική παρουσία και δράση Έλληνες των γραμμάτων και του πνεύματος. Έναν απ’ αυτούς συνάντησε εκεί ο Χαξτχάουζεν, τον Μακεδόνα Θεόδωρο Μανούσο, και του είπε πως θέλει να καταγράψει όσο το δυνατόν περισσότερα ελληνικά δημοτικά τραγούδια με σκοπό να τα εκδώσει. Πρόθυμος ο Μανούσος πήγε τον βαρόνο στη γιαγιά του, την κυρία Αλεξάνδρα, η οποία τους είπε αρκετά τραγούδια. Ακολούθως, ο Χαξτχάουζεν, που είχε πλέον συγκεντρώσει έναν σημαντικό αριθμό τραγουδιών, τα μετέφρασε σε έμμετρη γερμανική γλώσσα, αλλά η εκδοτική του προσπάθεια δεν μπόρεσε να συνεχιστεί, επειδή ο ίδιος ένιωθε πως δεν διέθετε τις κατάλληλες γνώσεις, προκειμένου να προλογίσει και να επεξηγήσει ικανοποιητικά τα τραγούδια.

Έτσι, ο Χαξτχάουζεν, μη μπορώντας να συνεχίσει τα εκδοτικά του σχέδια, έδωσε σε μερικούς γνωστούς του τα τραγούδια αυτά για να τα διαβάσουν. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο μεγάλος ποιητής Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε. Ο Γκαίτε ερωτεύτηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής του το είδος αυτό της ελληνικής λαϊκής ποίησης. Τόσο, που σε κάθε ευκαιρία παρότρυνε τον Χαξτχάουζεν να εκδώσει αμέσως τα δημοτικά τραγούδια. Ο Γκαίτε είχε τόσο γοητευθεί, που σε επιστολή προς τον γιο του Αύγουστο, στις 15 Ιουνίου του 1815, αναφέρει με ενθουσιασμό ότι το δημοτικό τραγούδι των Ελλήνων «είναι τόσο δραματικό, επικό και λυρικό που δεν υπάρχει αντίστοιχό του στον κόσμο. Οι εικόνες αυτού του τραγουδιού είναι εκπληκτικές. Δυο βουνά μαλώνουν μεταξύ τους, ένας αετός μιλάει με το κομμένο κεφάλι ενός κλέφτη, ένας κλέφτης λέει να του κόψουν το κεφάλι για να μην το πάρουν οι Τούρκοι…»

Αυτήν την ευτυχία που γεύτηκε ο Γκαίτε, ερχόμενος σε επαφή με το δημοτικό μας τραγούδι, θέλησε να τη μοιραστεί με έναν σημαντικό αριθμό λογίων της Γερμανίας. Έτσι, κάπου το φθινόπωρο του 1815, οργάνωσε μια φιλολογική σύναξη με τους σημαντικότερους λογίους της Γερμανίας και τους «σύστησε» τα δημοτικά τραγούδια των Ελλήνων. Είχαν όλοι μείνει άφωνοι. Ο ενθουσιασμός με τον οποίον τους μιλούσε ο Γκαίτε, οι εικόνες που δημιουργούσαν με τη φαντασία τους ακούγοντας τα τραγούδια, η πρωτόγνωρη για αυτούς ποιητική δομή, τα μορφολογικά και τα άλλα χαρακτηριστικά των δημοτικών τραγουδιών, τους είχαν καθηλώσει.

Πέρασαν 200 και πλέον χρόνια από εκείνο το φθινόπωρο του 1815, που ο Γκαίτε μίλησε μπροστά σε κοινό για το δημοτικό τραγούδι των Ελλήνων. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία κατά την οποίαν κοινοποιήθηκε και ταυτόχρονα αναγνωρίστηκε ως μέγιστο ποιητικό είδος το νεοελληνικό δημοτικό μας τραγούδι, το οποίο καθόρισε μάλιστα και το ποιητικό ύφος πολλών σημαντικών ευρωπαίων ποιητών.

Τέλος, για την ιστορία, να πούμε ότι η συλλογή του Χαξτχάουζεν κυκλοφόρησε πολλά χρόνια μετά, στα 1935. Τον είχαν προλάβει πολλοί άλλοι, οι οποίοι γνώρισαν και αυτοί το δημοτικό τραγούδι των Ελλήνων και είχαν, όπως φαίνεται, τις κατάλληλες γνώσεις για να εκδώσουν μια τέτοια συλλογή. Πρώτος εξ αυτών ήταν ο Γάλλος Κλωντ Φωριέλ, που στα 1824 εξέδωσε για πρώτη φορά συλλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών.

Ο Γκαίτε, όμως, ήταν εκείνος που το φθινόπωρο του 1815, έξι χρόνια πριν ξεσπάσει η ελληνική επανάσταση,  έδωσε στο δημοτικό μας τραγούδι μια «διεθνή αίγλη» και ώθησε έκτοτε πολλούς άλλους ευρωπαίους λόγιους και διανοούμενους να το ανακαλύψουν μεθοδικότερα. Και μετά το συνέδριο της Βιέννης, σιγά-σιγά ο φιλελληνισμός υπό την ευρεία πλέον έννοιά του, εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη και άρχισαν να καταφτάνουν πολλοί φιλέλληνες μετά το 1821, προκειμένου να συνδράμουν τους Έλληνες στον εθνικοαπελευθερωτικό τους αγώνα.

 

Μιχάλης Κωνσταντής