Η ζωή στην πανδημία γρίπης του 1918 και οι ομοιότητες με το σήμερα 

Συνάδελφοι,

Για όλους μας η τωρινή καραντίνα είναι ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο, αλλά όχι για τον κόσμο συνολικά, αφού πολύ πιο φονικές επιδημίες έχουν ξεσπάσει στην ιστορία της ανθρωπότητας αναγκάζοντας τις Αρχές να επιβάλουν καραντίνα και κατά το παρελθόν. Η λεγόμενη ισπανική γρίπη που εξαπλώθηκε παγκοσμίως το 1918 εξοντώνοντας δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπων παγκοσμίως, είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή καραντίνας σε πολλά μέρη του κόσμου. Και μπορεί να έχει περάσει ένας αιώνας έκτοτε, αλλά από ό,τι φαίνεται στο πολύ ενδιαφέρον άρθρο που σας παρουσιάζουμε στη συνέχεια, τα κοινά σημεία παραμένουν αρκετά, αφού η ιδιοσυγκρασία, η ψυχολογία και οι αντιδράσεις μοιάζουν να μη διαφέρουν και πολύ. Θεμελιώδης διαφορά με τότε : η αλματώδης εξέλιξη των τηλεπικοινωνιών που επέτρεψε την έστω και εξ αποστάσεως επικοινωνία ουσιαστικά με όλους τους αγαπημένους μας ανθρώπους και βεβαίως τη συνεχή ροή ειδήσεων για το τι μέλλει γενέσθαι.


Η ζωή στην πανδημία γρίπης του 1918 και οι ομοιότητες με το σήμερα

Τι έγραφαν στα ημερολόγιά τους και στις εφημερίδες της εποχής για την καραντίνα.

Όταν οι αρχές στο Σιάτλ ανακοίνωσαν καραντίνα σε όλη την πόλη, η 15χρονη τότε Βάιολετ Χάρις ήταν τρισευτυχισμένη που δεν θα έπρεπε πλέον να πάει σχολείο. «Καλή ιδέα; Είναι!» έγραφε ενθουσιασμένη στο ημερολόγιό της, που δημοσίευσε το USA Today. «Η μόνη έγνοια μου είναι ότι το [σχολικό] συμβούλιο θα προσθέσει τις χαμένες ημέρες στο τέλος της χρονιάς». Αλλά καθώς αρχίζει να καταλαβαίνει τι σημαίνει η καραντίνα, η Βάιολετ αρχίζει να βαριέται. Δεν μπόρεσε να βγει από το σπίτι, περνούσε τις ώρες της ράβοντας ένα φόρεμα για να φορέσει στο σχολείο όταν θα άνοιγε ξανά και κάνοντας πειράματα με νέες συνταγές από την τοπική εφημερίδα. Δυστυχώς κατάλαβε την πραγματική έκταση των γεγονότων όταν έμαθε ότι η καλύτερή της φίλη, η Ρένα, είχε αρρωστήσει με την Ισπανική Γρίπη. Μια εβδομάδα μετά, όταν η Ρένα ήταν καλύτερα, οι δύο φίλες μιλούσαν στο τηλέφωνο. «Ρώτησα [την Ρένα] πώς αισθανόταν όταν έχει τη γρίπη και απάντησε: «Μην το πάθεις».

Αν η ιστορία επαναλαμβάνεται, είναι γιατί οι ανθρώπινη φύση παραμένει σταθερή, γράφει το Atlantic. Και τονίζει τις ομοιότητες της ισπανικής γρίπης με την πανδημία που ζούμε τώρα όλοι μας. Διαβάζοντας άρθρα εφημερίδων και ημερολόγια που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας γρίπης του 1918, αισθάνεσαι μια απίστευτη ομοιότητα. Το μπλακ χιούμορ, τα κουτσομπολιά και οι εικασίες για αυτό που γινόταν στον κόσμο, θυμίζει πολύ το timeline του Twitter τις τελευταίες εβδομάδες, βλέποντας πως ο καθένας προσπαθεί να ανταπεξέλθει με την καραντίνα. Παρά τις πολλές ομοιότητες, η καραντίνα του 1918 είχε μια μεγάλη διαφορά με το τώρα: οι νέες τεχνολογίες επικοινωνίας που μας επέτρεψαν να παραμείνουμε σε επαφή με τους φίλους και τους συγγενείς μας. Εκτός από την γρίπη, οι άνθρωποι που έζησαν την περίοδο της Γρίπης του 1918, πάλευαν εκτός από τη ζωή τους και με την ξαφνική απώλεια ισχυρών κοινοτικών δεσμών. Μια εμπειρία που, για πολλούς, ήταν πιο επίπονη από τον φόβο ενός θανάσιμου και μεταδοτικού ιού. 

Τότε, όσο τα νοσοκομεία γέμιζαν και οι αμερικανικές πόλεις η μια μετά την άλλη έμπαιναν σε καραντίνα, ο κόσμος είχε αυτές τις εναλλαγές στη διάθεση, από τον φόβο στο χιούμορ. Η Βάιολετ έδειχνε να διασκεδάζει την οδηγία των αρχών προς τους κατοίκους του Σιάτλ να φορούν μάσκες όταν έβγαιναν έξω. «Θα φαίνονται αστείοι -σαν φαντάσματα», έγραφε. Ζωγράφισε ανθρώπων σε μάσκες προσώπου στο ημερολόγιό της και είχε κολλήσει ένα άρθρο σχετικά με την τελευταία λέξη της μόδας στις μάσκες.

Σύντομα πολλοί εξαγριώθηκαν με την καραντίνα. «Ήμασταν σε καραντίνα για την ισπανική γρίπη και όλοι έχουν τρελαθεί», γράφει σε γράμμα ένας στρατιώτης στη Νότια Καρολίνα. Ένας άλλος στρατιώτης ήταν εκνευρισμένος που η καραντίνα δεν του επέτρεπε να στείλει στην οικογένειά του δώρο Χριστουγέννων. Στο Σέιντ Λούις, ο αρμόδιος για την υγεία επίτροπος Μαξ Στάρκλοφ έκανε την «αμφιλεγόμενη» απόφαση να διατάξει το κλείσιμο των σχολείων, των κινηματογράφων, των μπαρ και των δημόσιων αθλητικών γεγονότων. Οι εφημερίδες βγήκαν με τους εξής τίτλους: «Η γρίπη απειλεί το ποδόσφαιρο εδώ», «Μέτρα του οργανισμού υγείας που προκαλούν ανησυχία στις ομάδες». Σε άρθρο του St Louis Post-Dispatch ανέφερε ότι «η καραντίνα μπορεί να διαρκέσει τέσσερις εβδομάδες: μένει πίσω το ποδόσφαιρο». 

Στην αρχή της κρίσης, ο κόσμος ανησυχούσε ότι τα μέτρα για τη δημόσια υγεία, τους χαλούσε τις καθημερινές τους συνήθειες, απρόθυμοι να κατανοήσουν τη σοβαρότητα της κατάστασης.

Αλλά σε ορισμένες περιοχές, όσο ο αριθμός των νεκρών άρχισε να αυξάνεται, δημιουργήθηκε μια αίσθηση απελπισίας που είχε ως αποτέλεσμα μεγάλες συνέπειες στις ανθρώπινες σχέσεις.

Λόγω της καραντίνας, ο καθένας περνούσε την πανδημία του 1918 σε μεγάλο βαθμό μόνος του. Δεν μπόρεσαν να στραφούν σε φίλους και γείτονες για στήριξη. Ο κόσμος βίωνε την κρίση μέσα στα σπίτια του με κλειστά παραθυρόφυλλα. «Έμενα μέσα όλη μέρα και δεν πήγαινα ούτε καν στην Ρένα», γράφει η Βάιολετ στο ημερολόγιό της. «Η μαμά δεν θέλει να κυκλοφορούμε περισσότερο από ό, τι χρειάζεται».

Αυτά τα  συναισθήματα μοναξιάς επιδεινώθηκαν, συνθλίβοντας σε μερικές περιπτώσεις κάποιους ισχυρούς κοινωνικούς δεσμούς. «Οι άνθρωποι φοβόντουσαν και να μιλάνε μεταξύ τους», λέει ο Ντέιβιντ Τόνκελ, επιζών της γρίπης, σε συνέντευξή του το 1997. «Ήταν αυτό το «μην αναπνέει στο πρόσωπό μου; Μην με κοιτάς και μην αναπνέεις στο πρόσωπό μου, γιατί μπορείς να μου μεταφέρεις αυτό το μικρόβιο που δεν θέλω» και κανείς δεν ήξερε από μέρα σε μέρα ποιος θα ήταν ο επόμενος στην λίστα των θανάτων».

Ο Τζον Μ Μάρι, συγγραφέας του βιβλίου Η Μεγάλη Γρίπη, λέει στο  Atlantic ότι η μοναξιά κατά τη διάρκεια της πανδημίας επιδεινώθηκε από τον φόβο και τη δυσπιστία, ιδίως σε χώρους όπου οι αρχές προσπάθησαν να κρύψουν την αλήθεια για την γρίπη από το ευρύ κοινό. Στο βιβλίο του, ο Μπάρι αναφέρει λεπτομερώς για τις οικογένειες που πέθαιναν από την πείνα γιατί όλοι φοβόντουσαν τόσο πολύ που δεν τους πήγαιναν καν φαγητό. Αυτό δεν συνέβη μόνο στις πόλεις, αλλά και στις αγροτικές περιοχές, που θα φανταζόταν κανείς ότι το αίσθημα της αλληλεγγύης και της κοινότητας θα ήταν πιο ισχυρό.

Σε μια συνέντευξή του το 1980, ο Γκλεν Χόλαρ περιέγραφε τον τρόπο με τον οποίο η γρίπη κατέστρεψε όλους τους κοινωνικούς δεσμούς στην πατρίδα του, τη Βόρεια Καρολίνα. Οι γείτονες θα ερχόντουσαν να δουν από το παράθυρο αν είσαι ακόμα ζωντανός. Δεν έμπαιναν μέσα». 

Τον Δεκέμβριο του 1918, ο αριθμός των νέων κρουσμάτων μειώνεται και η αμερικανική κοινωνία άρχισε να επιστρέφει, σταδιακά, στο φυσιολογικό. «Το κοινό θα πάρει μια πρώτη γεύση του ποδοσφαίρου του 1918», έγραφε ένας τίτλος στο St. Louis Post-Dispatch. Όμως, η πανδημία άφησε πίσω το σημάδι της. Η προσοχή του κοινού μετατοπίστηκε γρήγορα στο τέλος του Α ’Παγκοσμίου Πολέμου, υπονομεύοντας τις καθαρτικές τελετουργίες που χρειάζονται οι κοινωνίες για να ξεπεράσουν τα συλλογικά τραύματα. Για δεκαετίες μετά, η γρίπη παραμένει στο πίσω μέρος του μυαλού των ανθρώπων, αλλά δεν συζητιόνταν συχνά.  

Σε πολλά μέρη, η μοναξιά και η καχυποψία που προκάλεσε η γρίπη συνέχισαν να διεισδύουν στην αμερικανική κοινωνία με διάφορους  τρόπους. Για ορισμένους, φαινόταν ότι κάτι είχε χαθεί οριστικά. «Ο κόσμος δεν ήταν τόσο φιλικός όσο πριν», δήλωνε το 1997 ο ​Τζόν ​Ντελάνο, κάτοικος του Κονέκτικατ. «Δεν έκαναν επισκέψεις ο ένας στον άλλον, δεν έφεραν φαγητό, δεν είχαν πάρτι όλη την ώρα. Η γειτονιά άλλαξε. Οι άνθρωποι άλλαξαν. Όλα άλλαξαν».

Η ισπανική γρίπη του 1918 που μόλυνε το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού και εκτιμάται ότι εξόντωσε 17 με 50 εκατομμύρια ανθρώπους.

 

Πηγή : Huffingtonpost.gr