Το νέο βιβλίο-λεύκωμα του συναδέλφου Βύρωνα Μήτου: “Η Θεσσαλονίκη κατά τη γερμανική Κατοχή”

                                                                      σάρωση0006

Ο συνάδελφος Βύρων Μήτος από τη Θεσσαλονίκη αποτελεί ένα ξεχωριστό μέλος της ιονικής οικογένειας. Υπηρέτησε για πάρα πολλά χρόνια στην Ιονική, ξεκινώντας σαν υπάλληλος από το κατάστημα Λαγκαδά. Στη συνέχεια αναβαθμίστηκε και υπηρέτησε ως διευθυντής στα καταστήματα Βασιλίσσης Όλγας, Ερμού και Λαγκαδά. Τερμάτισε την υπηρεσιακή σταδιοδρομία ως υποδιευθυντής στην Περιφερειακή Θεσσαλονίκης της Ιονικής Τράπεζας.

Οι δραστηριότητές του δεν περιορίστηκαν στις υπηρεσίες της τράπεζας, λαμβάνοντας ενεργό μέρος στα κοινά, καθώς υπήρξε από την αρχή της καριέρας του εκλεγμένος συνδικαλιστής στο Σύλλογο Εργαζομένων της Ιονικής, ενώ έχει να επιδείξει ένα πλούσιο συγγραφικό έργο.

Στην πολύπλευρη εκδοτική του δραστηριότητα συμπεριλαμβάνονται τα βιβλία «Ελληνική Επανάσταση στο βρετανικό Τύπο», «Η Θεσσαλονίκη και το Μακεδονικό Μέτωπο κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο» και η πιο πρόσφατη έκδοση από τον εκδοτικό οίκο Ποταμό «Η Θεσσαλονίκη κατά τη γερμανική Κατοχή».

Νιώθουμε ιδιαίτερα υπερήφανοι που μέλη του συλλόγου μας όπως ο Βύρων μετά την αποχώρησή τους από την τράπεζα επιδεικνύουν ενδιαφέρον και επιτυχίες σε ξεχωριστές δραστηριότητες. Ευχόμαστε ολόψυχα στο συνάδελφο καλή επιτυχία στο τελευταίο του βιβλίο και ελπίζουμε να συνεχίσει δυναμικά.

Ακολουθεί απόσπασμα από την έκδοση:

“Πότε ακριβώς και με πια στρατιωτική μονάδα έφθασε στην Ελλάδα ο μετέπειτα Γερμανός συλλέκτης, δεν είναι γνωστό. Ωστόσο, η αδιαμφισβήτητη αλήθεια  είναι ότι αντίθετα με όλες τις αισιόδοξες προσδοκίες που κουβαλάει η  εποχή της Άνοιξης , ο Απρίλιος του 1941, στάθηκε ο χειρότερος μήνας της νεότερης Ελληνικής ιστορίας. Γιατί στις 9 Απριλίου, οι Γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις αφού είχαν παραβιάσει τα σύνορα του Ελληνικού χώρου έφθαναν στην Θεσσαλονίκη κουβαλώντας  όλη την ανατριχίλα και τον σκοτεινό ουρανό της κατοχής που είχε σκεπάσει τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Τα οχυρά Μεταξά, – όπως τα αποκαλούν στις λακωνικές περιγραφές των φωτογραφιών τους οι Γερμανοί στρατιώτες -,  παρά τη λυσσαλέα αντίσταση των Ελλήνων μαχητών δεν στάθηκαν ικανά να εμποδίσουν το αναπότρεπτο. Άλλωστε πόσο μπορεί να αντέξει το σθένος των ηρώων ? Είχε αντέξει μέχρι το θάνατο. Άλλο περιθώριο δεν είχε !

     Έφθασε πάντως εκείνη  η ολιγοήμερη υπεράνθρωπη αντίσταση, να κάνει τον ίδιο τον Χίτλερ να ομολογήσει ενώπιον του Ραϊχσταγ :

 « …από όλους τους αντιπάλους τους οποίους αντιμετωπίσαμε, ο Έλληνας στρατιώτης πολέμησε με ύψιστο ηρωισμό και αυτοθυσία…». Γενναιόδωρη ομολογία  που θάφτηκε γρήγορα μέσα στις αναρίθμητες ομαδικές και ατομικές εκτελέσεις αθώων πολιτών, την πείνα, την εξαθλίωση και τις κάθε λογής κακουχίες του Ελληνικού λαού !

      Στις 9 Απριλίου, τα γερμανικά στρατεύματα με τον μηχανοκίνητο χείμαρρο που τα ενίσχυε, πατούσαν την αρχαία γη της Μακεδονίας. Ακολουθώντας τους φυσικούς δρόμους  που χάραζαν η ευρύχωρη γυμνή κοιλάδα του Αξιού, η λίμνη της Δοϊράνης και ο άξονας Εχίνου, Ξάνθης, Καβάλας, Σερρών, Λαγκαδά, έμπαιναν στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Ανενόχλητα από κάθε είδους οργανωμένη αντίσταση. Εκεί, ο στρατηγός Τσολάκογλου, θα υπέγραφε στις 23 Απριλίου το τρίτο και οριστικό πρωτόκολλο συνθηκολόγησης, μπροστά στον Γερμανό στρατηγό Αλφρεντ Γιοντλ και τον Ιταλό στρατηγό Φερρέρο. Η παράδοση  ολόκληρης της χώρας και μαζί της ιστορικής πόλης της Θεσσαλονίκης, έπαιρνε έτσι το επίσημο πιστοποιητικό της κατοχής.  Το μεγάλο μαρτύριο του Ελληνικού λαού μόλις άρχιζε .

        Για την Θεσσαλονίκη, ήταν μια μέρα οδυνηρή. Κανένας δεν γνώριζε το χρόνο παραμονής του κατακτητή στην πόλη. Έφτανε ωστόσο η ταραχή από το θόρυβο των γερμανικών αυτοκινήτων, των μηχανοκινήτων πυροβόλων, τις ερπύστριες των τεθωρακισμένων και τις φάλαγγες των στρατιωτών που διέσχιζαν τους ήσυχους δρόμους  με βήματα βαριά από την φανερή έπαρση του κατακτητή, ώστε να κάνει κάθε πολίτη να νοιώσει το χειρότερο σφίξιμο της καρδιάς του. Χρειάστηκαν 3 χρόνια και 7 μήνες – μέχρι τον Οκτώβριο του 1944 – για να ξαναβρούν οι καρδιές τον κανονικό τους ρυθμό.

        Στην πόλη, είχε μπει ένας στρατός, επικίνδυνα αισιόδοξος και αποφασιστικός για την κοσμοκρατορία του Γερμανικού έθνους μέσα από την συντριβή των περισσότερων Ευρωπαϊκών  Εθνών. Και με την επικίνδυνη πεποίθηση ότι εκτελούσε πανανθρώπινη αποστολή ! Ισως , επειδή ο ηγέτης τους, τους είχε εμφυσήσει αυτόν τον ακατάσχετο εθνικισμό σε τέτοιο βαθμό ώστε να φαίνεται πως είχε αιχμαλωτίσει την ψυχή κάθε στρατιώτη στο ανεξερεύνητο χάος της δικής του ψυχής ! Ένας αρχηγός και μια ιδεολογία, τους είχε παρασύρει στην πιο αιματηρή και παράλογη περιπέτεια που είχε γνωρίσει ο αιώνας. Μόνο ο θάνατος τους έβγαζε απ’ αυτή την πλάνη !

       Η Θεσσαλονίκη πάντως, εξακολουθούσε να απλώνεται νωχελικά στην άκρη του κόλπου με μια σχεδόν ανατoλίτικη ηρεμία, όπως είχε μάθει να ζει στη μακραίωνη ιστορία της.  Σαν να μη την είχε αγγίξει η απελπισία της κατοχής. Αυτή η ειδυλλιακή  της όψη θα αποτυπωθεί στις αμέτρητες  φωτογραφίες που τράβηξαν οι Γερμανοί στρατιώτες κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στην πόλη.

                                                          *

       Οι φωτογραφίες που παρουσιάζονται στο λεύκωμα, αν και σχεδόν όλες  είναι « τραβηγμένες » για να κοσμήσουν τα προσωπικά λευκώματα των ανώνυμων Γερμανών στρατιωτών δεν παύουν να μας μεταφέρουν με τα ασπρόμαυρα στιγμιότυπά τους σ’ εκείνη τη σκοτεινή, θλιβερή, γεμάτη αίματα και μίσος εποχή.

    Οι Γερμανοί στρατιώτες δεν φιλοδοξούν την επαγγελματική αναγνώριση του φωτογράφου. Αρκούνται στο απλό ερέθισμα του ματιού. Πετυχαίνουν ωστόσο με αυτές τις ερασιτεχνικές λήψεις και τα αδέξια ίσως τραβήγματα ένα σημαντικό αποτέλεσμα. Γιατί δίπλα στο κύριο έργο τους που είναι η διάσωση της προσωπικής τους ανάμνησης και ο εξοστρακισμός της λήθης, καταγράφουν και ρίχνουν φως σε επιμέρους πτυχές της ιστορίας αυτής της πόλης. Δικαιώνοντας έτσι την απροσμέτρητη σημασία της φωτογραφίας για την ιστορική έρευνα και τον μελετητή που πραγματεύεται ένα γεγονός, ένα τόπο, μια εποχή. Άλλωστε από τους στρατιώτες που κύριο μέλημά τους είχαν να σέρνονται στα χαρακώματα, να μάχονται, να θάβουν τον σκοτωμένο σύντροφό τους και να σκοτώνονται οι ίδιοι, δεν περιμένει κανείς καλλιτεχνικές αξιώσεις επαγγελματιών φωτογράφων. Την προσωπική ιστορία τους αφηγούνται.

     Στη Θεσσαλονίκη, την πρώτη σε σημασία Βορειοελλαδική πόλη, οι κατοχικές δυνάμεις θα οργανώσουν τη ζωή τους σύμφωνα με το δόγμα του Φύρερ. Οτι η παρουσία τους στις κατεχόμενες χώρες θα ήταν χιλιόχρονη !  Αξιωματικοί θα διαμείνουν στο καλλίτερα ξενοδοχεία της πόλης. Ανάμεσά τους το « Μediterranean Palace », – επιταγμένο άλλωστε και αυτό -, με την τεράστια σημαία του αγκυλωτού σταυρού να κρέμεται στην πρόσοψη από πάνω μέχρι κάτω. Θούριος του φασισμού και σύμβολο παντοδυναμίας και φόβου για τους περιπατητές της παραλιακής λεωφόρου !

      Οι πρώτες φωτογραφικές απεικονίσεις θα είναι εκείνες των σκηνοθετημένων παρελάσεων. Συνηθισμένη δοξομανία της Γερμανικής παντοδυναμίας ύστερα από την κατάληψη μιας χώρας ή μιας πόλης. Τα Γερμανικά στρατεύματα παρελαύνουν μπροστά από τα παραδοσιακά κτίρια των Τραπεζών  Εθνικής και Λαϊκής στην πλατεία της Ελευθερίας με μια υπεροψία πολύ φανερή για να την κρύψουν. Και φυσικά στην παραλιακή λεωφόρο και στην πλατεία Αριστοτέλους στο μεγάλο άνοιγμά της προς την θάλασσα μπροστά στον έφιππο Αξιωματικό και την στρατιωτική μπάντα. Ο στρατός αγαπάει τις παρελάσεις. Οι Γερμανοί στρατιώτες όμως – που οι περισσότεροι μόλις είχαν διαβεί το κατώφλι της εφηβείας -, προσπαθούν να δείξουν κάτι περισσότερο. Με τις φαντασμένες παρεμβολές των παρελάσεων, τον ρυθμικό, ηχηρό βηματισμό πάνω στο έδαφος – τόσο σκληρό ώστε να νομίζουν ότι ποδοπατούσαν την ίδια την Ελευθερία της πόλης κάτω από το πέλμα της μπότας τους -, τον μυριόστομο ήχο των εμβατηρίων και της μουσικής, έχουν σκοπό να διατρανώσουν την στρατιωτική κατοχή και να υποτάξουν ακόμα και την μουδιασμένη στάση των λιγοστών Θεσσαλονικέων που τους παρακολουθούν βουβοί και θυμωμένοι. Από τους τελευταίους, έλειπαν μόνο οι μαύρες σημαίες για να υποδηλώσουν το μίσος και την παγερή αδιαφορία τους ! Άλλωστε η διαχείριση των αισθημάτων είναι πάντα μια πολύ οδυνηρή υπόθεση. Όταν μάλιστα ο « συνομιλητής » είναι δεδηλωμένος εχθρός. Και ακόμα περισσότερο, σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι δεν είχαν χειροκροτήσει ποτέ κανένα κατακτητή.

       Ο Λευκός Πύργος, το πιο αναγνωρίσιμο σημείο της πόλης, θα γίνει το σημείο αναφοράς των περισσότερων φωτογραφιών. Ακόμα και με καμουφλαρισμένη ολόκληρη την όψη του με ζωγραφικές απεικονίσεις για την αποφυγή των αεροπορικών βομβαρδισμών, δεν παύει να αποτελεί το σύμβολο της πόλης. Στον περίγυρό του, στην ξύλινη αποβάθρα όπου πλευρίζουν τα μικρά επιβατηγά καΐκια, αλλά και στο ζαχαροπλαστείο, στο εστιατόριο και έξω από το Δημοτικό Θέατρο που δεν είχαν κατεδαφιστεί ακόμα τότε, οι στρατιώτες της 12ης Στρατιάς, με τα στεγνά, μπρούτζινα πρόσωπα και τις ατσαλάκωτες στολές της Κυριακάτικης εξόδου, θα φωτογραφηθούν μόνοι ή με τους συναδέλφους τους ποζάροντας με το κλασσικό χαμόγελο της αναμνηστικής φωτογραφίας. Πολλοί, θα αναρριχηθούν στο ψηλότερο σημείο των οχυρωμένων επάλξεων του Πύργου όπου έχει υψωθεί η Γερμανική σημαία. Από εκεί θα κάνουν πανοραμικές λήψεις – αποσπασματικές ίσως -, της στενόμακρης λωρίδας που εκτείνεται από το Λευκό Πύργο μέχρι το Ντεπό. Με τις βίλες και τα αρχοντικά δίπλα στη θάλασσα. Γοητευτικά φωτογραφικά θέματα.

        Ο φωτογραφικός φακός θα εστιάσει στα περισσότερα σημεία της πόλης. Σπίτια, εκκλησίες, μνημεία, αγορές, δρόμους. Η παραλιακή λεωφόρος με το πιο ζηλευτό πεζοδρόμιο της πόλης και μαζί η πλατεία Αριστοτέλους γίνεται ο αγαπημένος τόπος περιπάτου. Εκεί άλλωστε βρίσκεται το «Soldatenheim» με τον ευρύχωρο εξώστη ιδανικό σημείο για μια αναμνηστική φωτογραφία με θέα τον ήσυχο κόλπο του Θερμαϊκού, τα καϊκια και τα Γερμανικά υδροπλάνα που λικνίζονταν στην θάλασσα. Και τους ψαράδες που βγάζουν από τη βάρκα τους τα κοφίνια με τα φρέσκα ψάρια. Από το λιμάνι μέχρι το Λευκό Πύργο, στρατιώτες και βαθμοφόροι, με Κυριακάτικη διάθεση και βήμα περιπάτου – χωρίς να τους λείπει το αλαζονικό βλέμμα του κατακτητή -, θα φωτογραφηθούν καθώς θα βαδίζουν δίπλα στη θάλασσα, αλλά και την ώρα που βάφουν κορδωμένοι τις μπότες τους πατώντας το πόδι τους πάνω στο κασελάκι του λούστρου. Χωρίς να μπορούν να μεταφράσουν τα προσβλητικά υπονοούμενα που  σιγοψιθυρίζουν οι μικροί λούστροι με την ακονισμένη χαμογελαστή κάλυψη που είχαν αποκτήσει  από τη δουλειά τους στο πεζοδρόμιο !

      Στον ίδιο παραλιακό χώρο, κάνουν τον δικό τους περίπατο και οι πολίτες της Θεσσαλονίκης. Αναγκαστική συνύπαρξη με τον κατακτητή χωρίς κανένα συνδετικό προορισμό. Πολλούς από αυτούς, οι φωτογραφίες θα τους συμπεριλάβουν στο κάδρο τους. Αν και δείχνουν αμέριμνοι καθώς περπατούν δίπλα στους Γερμανούς στρατιώτες, κρατάνε μια υπολογισμένη απόσταση ασφαλείας.  Μαζί και την αξιοπρέπεια που δείχνει φανερά το πρόσωπό της καθώς επιβιώνει πεισματικά δίπλα σε εκείνους που θέλησαν να την καταρρακώσουν. Οι πολίτες διατηρούν την εθνική συνοχή τους. Μόνο όταν πλησιάζει η ώρα της απαγόρευσης της κυκλοφορίας, χάνονται στους μέσα δρόμους της πόλης προλαβαίνοντας να διαβάσουν τις τοιχοκολλημένες παράνομες εφημερίδες με τα τελευταία αντιστασιακά νέα αλλά και τις Γερμανικές ανακοινώσεις με τις παραδειγματικές εκτελέσεις και με τις διαταγές της κάθε είδους απαγόρευσης.

       Στην παραλιακή λεωφόρο και στους μέσα κεντρικούς δρόμους, βρίσκονται οι επιταγμένες κινηματογραφικές αίθουσες που προβάλουν προπαγανδιστικά επίκαιρα και πολεμικές ταινίες μόνο για τα κατοχικά στρατεύματα.  Οι Γερμανοί στρατιώτες θα φωτογραφίσουν τους

« Soldaten kino » με τις αναπόφευκτες μετονομασίες, όπως τον κινηματογράφο « Διονύσια » με τον εντυπωσιακή Αιγυπτιακό συμβολισμό και την Γερμανική επιγραφή « Soldaten Kino Victoria » κι ακόμα τoν κινηματογράφο « Πατέ » με την προσθήκη της Γερμανικής ονομασίας « Soldaten Kino Germania ».  Διασώζοντας μαζί με την ανατριχίλα της κατοχής, λεπτομέρειες από τις διακοσμημένες όψεις τους. Και το αρχιτεκτονικό ανεπανάληπτο μιας άλλης εποχής. 

        Πολυφωτογραφημένη η κεντρικότερη, η πλατεία Αριστοτέλους. Τραυματισμένη ακόμα από την φοβερή πυρκαγιά του 1917 με όσα μέγαρα είχαν προλάβει να κτισθούν γύρω από την λιτή διαμόρφωση του χώρου εκείνης της εποχής. Αλλά και εκείνα που συνεχίζουν να χτίζονται δείχνοντας την αέναη υπομονή των ανθρώπων για δημιουργία ακόμα και κάτω από τις συνθήκες της πιο σκληρής κατοχής. Λίγο πιο πάνω η  σημερινή πλατεία Δικαστηρίων. Ένα τεράστιο χωμάτινο αλώνι στο κέντρο της πόλης.  Συρματοπλεγμένη για την ασφάλεια της στάθμευσης των Γερμανικών αυτοκινήτων. Ένα από αυτά φωτογραφίζεται μπροστά στo Τουρκικό « Μπέη Χαμάμ ».  Στο άλλο άκρο, η εκκλησία των Χαλκέων μία από τις πιο σημαντικές  Βυζαντινές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης που θα βρει τη θέση της μαζί με άλλους Βυζαντινούς ναούς σε πολλές φωτογραφίες. Όπως, η επιβλητική εκκλησία της Αγίας Σοφίας με κατεστραμμένη τη μία γωνία της στέγης από τους Ιταλικούς βομβαρδισμούς και ο κυκλικός ναός του Αγίου Γεωργίου. Και φυσικά τα ερείπια της καμένης από την μεγάλη Πυρκαγιά του 1917 εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου.

       Σχεδόν ολόκληρη η πόλη φωτογραφίζεται. Οι στρατιώτες περιδιαβάζουν, κοιτάνε, στρέφουν τον φακό τους. Σε μια ποικιλία φωτογραφιών θα περισώσουν τη μνήμη από όψεις σπιτιών και μεγάρων που διαφορετικά θα είχαν θαφτεί στην αδιαφορία της ιστορίας. Σ’ αυτές, θα αναγνωρίσουμε πολλά από τα χαρακτηριστικά νεοκλασικά κτίρια όπως και εκείνα με τις σεμνές και λιτές όψεις του μεσοπολέμου. Και φυσικά τα μοναδικά και πολύτιμα αρχοντικά με την εκλεπτυσμένη αρχιτεκτονική του δεκάτου ενάτου αιώνα. Σπουδαίες αρχιτεκτονικές δημιουργίες που δεν θα ξαναβρούν ποτέ πια τη θέση τους στον πολεοδομικό ιστό αυτής της πόλης καθώς τα μετέπειτα χρόνια παραδόθηκαν ανελέητα στην καταστροφική μανία των κατεδαφίσεων! 

        Ο φωτογραφικός φακός απλώνεται παντού όπου υπάρχει φως. Από τα τραμ και τις γραμμές που περνάνε κάτω από την Ρωμαϊκή θριαμβική αψίδα του Γαλερίου με τις γλυπτές φιγούρες – ανάγλυφη μαρτυρία της Ρωμαϊκής δόξας -, μέχρι τους ακάλυπτους τότε χώρους κοντά στο κτίριο της ΧΑΝΘ αλλά και εκείνον του Πανεπιστημίου όπου βρίσκουν φιλόξενο χώρο οι ποδοσφαιρικές συναντήσεις των αυτοσχέδιων ποδοσφαιρικών ομάδων των Γερμανικών στρατευμάτων της πόλης. Χωρίς ή με λίγους θεατές. Και αυτούς Γερμανούς. Μία από αυτές τις συναντήσεις με την αναφορά μάλιστα της ονομασίας των ομάδων δείχνει ένα μικρό μέρος των φωτογραφιών της συλλογής.

       Το λιμάνι και οι εγκαταστάσεις του, βρίσκονται κάτω από αυστηρή Γερμανική επιτήρηση. Οι φωτογραφίες δείχνουν τους αιχμαλώτους Έλληνες ήρωες των οχυρών Μεταξά αλλά και των άλλων οχυρών της αμυντικής γραμμής, να ξεκουράζονται συγκεντρωμένοι μέσα στο χώρο του λιμανιού κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Γερμανού φρουρού. Αμήχανο το ύφος των ηρώων, φανερώνει τραυματισμένη την αδάμαστη θέλησή τους να συνεχίσουν τον αγώνα και την διάχυτη απογοήτευση γιατί δεν πέθαναν σταματώντας τον εχθρό στα οχυρά. Χωρίς να μπορεί να μετριάσει τη θλίψη τους το γεγονός ότι  Γερμανικό άγημα τους είχε αποδώσει τιμές ηρώων καθώς έβγαιναν άοπλοι από εκείνα τα τσιμεντένια φρούρια του τιτάνιου αγώνα!

      Στο λιμάνι ξεφορτώνονται από τα πολεμικά μεταγωγικά και τα επιταγμένα καράβια, μηχανοκίνητα οχήματα, ανταλλακτικά, και κάθε είδους πολεμικό υλικό. Αποθηκεύονται προσωρινά ή στοιβάζονται στην αποβάθρα προφυλαγμένα από μια ζώνη ασφαλείας απαραίτητη άλλωστε σε κάθε στρατιωτική επιχείρηση. Ο φωτογραφικός φακός θα αποθανατίσει στιγμιότυπα από εκείνες τις συνηθισμένες αλλά τόσο ζωηρές εικόνες. Θα αποθανατίσει ακόμα τους καπνούς από την ανατίναξη των εγκαταστάσεων και μαζί των επιταγμένων καϊκιών από τους Γερμανούς κατά την αποχώρησή τους τον Οκτώβριο του 1944.

      Από τα βυζαντινά τείχη του Επταπυργίου με τις δαντελωτές επάλξεις – πέπλο στεριωμένο πάνω από την Θεσσαλονίκη -, η πόλη κατηφορίζει μ’ ένα πολυποίκιλο και νωχελικό αρχιτεκτονικό ρυθμό που μαρτυρεί την ίδια της την ιστορία από τους αρχαίους χρόνους μέχρι εκείνους της κατοχής. Για τους Γερμανούς στρατιώτες που φωτογραφίζουν την πόλη από τον τειχισμένο λόφο, την Ακρόπολη και τη Μονή Βλατάδων, αυτό το σημείο έχει μια ζωντανή γραφικότητα. Η θέα είναι μαγευτική. Αληθινή πρόκληση για τον φωτογραφικό φακό. Η πόλη φαντάζει από εκεί ψηλά ασάλευτη. Με κυρίαρχη την χαρακτηριστική φυσιογνωμία των σπιτιών και τις απλωμένες κεραμιδένιες σκεπές της Άνω Πόλης που της δίνουν μια ελκυστική φωτογραφική γοητεία κι ένα πανοραμικό μεγαλείο. Χωρίς να είναι αδιάφορη η σημασία της φωτογραφίας που δείχνει την κάνη ενός πυροβόλου όπλου να προβάλει από τα τείχη με επιχειρησιακό ορίζοντα την περιοχή του Λευκού Πύργου και τον κόλπο του Θερμαϊκού. Συμβολίζοντας την εφιαλτική υπόμνηση ότι η απειλή και ο φόβος βρίσκονται κάθε στιγμή πάνω από την πόλη.

      Ωστόσο, αρκετοί Γερμανοί στρατιώτες, δεν θα αρκεστούν μόνο σ’ αυτές τις γραφικές πανοραμικές λήψεις. Από την μέσα πλευρά των τειχών θα σκαρφαλώσουν και θα φωτογραφήσουν την αθλιότητα των φυλακών του Γεντί Κουλέ με τους δυστυχισμένους καταδίκους να περιφέρονται στην στενή αυλή μέσα σε πανύψηλους τοίχους και μοναδικό ανοιχτό παράθυρο το λιγοστό άνοιγμα του ουρανού. Βιώνοντας την δική τους απελπιστική κατοχή. Θλιβερό αξιοθέατο ίσως, πλούτιζε όμως τις φωτογραφικές τους αναμνήσεις.

      Στο κέντρο της πόλης, εκεί που απλώνεται το σημαντικότερο κομμάτι της αγοράς, η πρακτική σημασία της καθημερινότητας δεν αφήνει διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους ανθρώπους . Ο ρυθμός της ζωής δεν θα χάσει την ζωτικότητά του αν και θα υποστεί τις βαθιές πληγές της ανέχειας και των στερήσεων που είχε φέρει η παραφροσύνη του πολέμου. Και μαζί η καταναγκαστική στέρηση των αγαθών για τον εφοδιασμό των Γερμανικών στρατευμάτων. Η πόλη έσερνε την ιστορία της και ο κόσμος προσπαθούσε να εκδικηθεί με όλες του τις δυνάμεις τις δυσκολίες της κατοχής. Παρ’ όλα αυτά, η αγορά δείχνει να είναι μέρος της γραφικότητας. Μια ποικιλία ανθρώπων της αγοράς, αιχμαλωτίζονται στο κάδρο των φωτογραφιών. Οι μεταφορείς με τα κάρα, οι πλανόδιοι πωλητές, οι προμηθευτές τροφίμων, οι καταστηματάρχες μπροστά στα κρεοπωλεία και τα μανάβικα στην αγορά « Μοδιάνο » , όλα θα φωτογραφηθούν με περιηγητική διάθεση  σαν αξιοθέατο και όχι με την χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα των Γερμανικών φωτογραφικών συνεργείων. Άλλωστε γι’ αυτές τις ξεχωριστές φωτογραφικές και κινηματογραφικές λήψεις είναι επιφορτισμένη η ειδική Υπηρεσία της Προπαγάνδας που εδρεύει στην πόλη.

      Ένα σημαντικό μέρος των φωτογραφιών θα αφιερωθεί στους νεκρούς Γερμανούς στρατιώτες και στις τελετές της ταφής τους στο στρατιωτικό νεκροταφείο στην άκρη της πόλης. Πολύ τακτικά το νεκροταφείο χάνει τη γαλήνη του καθώς ένα τιμητικό άγημα με επιβλητική παρουσία όπως αρμόζει στην περίσταση, βλέμματα σκληρά, όψεις άκαμπτες και αυστηρές και με τα όπλα στραμμένα προς τον ανοιχτό ορίζοντα αποδίδει τις ηχηρές τιμές του παραγγέλματος. Τα συναισθήματα απουσιάζουν. Ακόμα και από τους ανέκφραστους στρατιώτες που κατεβάζουν τα φέρετρα στους φρεσκοσκαμμένους τάφους. Φέρετρα. όπλα και ομοβροντίες σε μια άσκοπη συσσώρευση. Με την ειρήνη αφανισμένη ψηλά στους ουρανούς !

      Από πού έρχονται όλοι αυτοί οι νεκροί στρατιώτες σε μια πόλη που δεν είχε μάθει να εκδικείται σκοτώνοντας ακόμα και τους εχθρούς της ? Οι νεκροί πάντως ενταφιάζονται στην ξένη γη με την συνοδεία των τιμών της πατρίδας τους και τα φέρετρα τυλιγμένα με το πάνινο σύμβολο της σβάστικας. Είχαν εκπληρώσει την ιερή υποχρέωση που τους είχε επιβάλει ο σκληρός νόμος του πολέμου κι ένας ανισόρροπος αρχηγός. Κύκνεια συνεισφορά στην διπλή παραφροσύνη !

                                                *

        Οι φωτογραφίες των Γερμανών στρατιωτών που παρουσιάζονται σ’ αυτή την έκδοση, δεν έχουν όπως είναι φυσικό χρονολογική παράθεση. Κάτι τέτοιο δεν θα είχε ιδιαίτερη αξία αφού εκείνο που πρώτιστα επιδιώκεται είναι η φωτογραφική απεικόνιση της πόλης της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς στρατιώτες στην εκτεταμένη κατοχική περίοδο. Έχουν όμως την κατά τεκμήριο αξιόπιστη μαρτυρία της πρωτότυπης φωτογραφίας και το προνόμιο της πρώτης παρουσίασης. Επιλέχτηκαν από ένα μεγάλο σύνολο καθώς αρκετές από αυτές ήταν θεματικά ταυτόσημες ή είχαν έστω μικρές διαφορές μεταξύ τους. Παρέμεινε πάντως πειστικός αριθμός για ένα τέτοιο εγχείρημα. Και μπορεί  από τις ασπρόμαυρες αυτές φωτογραφικές λήψεις να λείπει το πλούσιο και διεισδυτικό βλέμμα του επαγγελματία φωτογράφου και να έχουν μια ρομαντική απόχρωση και μια επαφή με την πραγματικότητα χωρίς προπαγανδιστικές ερμηνείες, δεν παύουν όμως μέσα από την συνύπαρξη του τυχαίου με το σημαντικό να αποτελούν ένα ιστορικό τεκμήριο και μια πολύτιμη παρακαταθήκη για την φωτογραφική μνήμη της πόλης. Οδυνηρό ίσως αντάλλαγμα για την κατοχική βαρβαρότητα ! “

Βύρων Μήτος