Από την “Αραβική Άνοιξη” στο… βαρύ Αραβικό Χειμώνα ! – Του Μιχάλη Κωνσταντή

Ο Μιχάλης Κωνσταντής “επιστρέφει” με μία ενδελεχή ανάλυση της κρίσης στη Μέση Ανατολή, που έχει … κινητοποιήσει φαντάσματα του παρελθόντος και απειλεί να τινάξει στον αέρα τον κόσμο όπως τον γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Ο νομικός, δημοσιογράφος και εκλεκτό μέλος της ιονικής οικογένειας, Μιχάλης, δεν επιπλέει στην επιφάνεια των χιλιοειπωμένων, αλλά με την κριτική του σκέψη, συνδέει τα γεγονότα που χαρακτηρίστηκαν ως “Αραβική Άνοιξη” και συγκλόνισαν τη Μέση Ανατολή με τη σημερινή τραγωδία και αποσαφηνίζει τους πραγματικούς υπαιτίους -τις ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις, τις άρχουσες ολιγαρχίες των αραβικών κρατών και τις αποσαθρωμένες πλέον εσωτερικές τους ισορροπίες που διέλυσε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση- υπενθυμίζοντάς μας ότι διαχρονικά, στην ιστορία της ανθρωπότητας, όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες! Και δυστυχώς, πλέον, βρισκόμαστε στην αρχή της περιόδου αυτού του θλιβερού “θέρους”…

.

.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΑΒΙΚΗ ΑΝΟΙΞΗ ΣΤΟ… ΒΑΡΥ ΑΡΑΒΙΚΟ ΧΕΙΜΩΝΑ

Το ρολόι του χρόνου γυρίζει πολλά χρόνια πίσω, καθώς η ανθρωπότητα αργά αλλά σταθερά επιστρέφει σε ένα καθεστώς παγκόσμιου φόβου. Επιστρέφει σε έναν ιδιότυπο Μεσαίωνα, που κάποιοι επιθυμούσαν διακαώς, προκειμένου να έχουν τον απόλυτο παγκόσμιο έλεγχο. Η ανεξέλεγκτη δράση του ISIS τα τελευταία χρόνια, σίγουρα δεν είναι άλλο ένα «ατύχημα». Αλλά το αποτέλεσμα μιας επιλογής της Δύσης για τον πλήρη έλεγχο της Μέσης Ανατολής, του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Και την καθ’ ολοκληρίαν υποταγή των μουσουλμανικών κρατών στο άρμα των ΗΠΑ, για να ελέγχουν οι τελευταίες στο εγγύς μέλλον την περιοχή, πλήρως, με την συνδρομή των περιφερειακών «χωροφυλάκων» τους, της Τουρκία και του Ισραήλ. Ο ISIS άρχισε ως Al-Qaida στο Ιράκ το 2004 με μόλις 1.000 μαχητές. Το Ισλαμικό Κράτος εκτείνεται τώρα από τη Μέση Ανατολή ως και την Αφρική του Βορρά και μόνο η Μεσόγειος το χωρίζει από την Ευρώπη. Οι τρομοκρατικές οργανώσεις σε όλον τον κόσμο δηλώνουν την υποταγή τους στο Ισλαμικό Κράτος, προσβλέποντας στην αποσταθεροποίηση των χωρών όπου επιχειρούν συχνά και τυφλά χτυπήματα. Το εύρος της πραγματικής επιρροής του δεν έχει, ενδεχομένως γίνει ακόμη αντιληπτό στο μέγεθος που του αναλογεί. Ο ISIS κατέκτησε περιοχές του Ιράκ, της Συρίας και της Λιβύης, ενώ την ίδια στιγμή οικοδομείται μια τρομακτική δομή υποστήριξης σε Τουρκία, Υεμένη, Σαουδική Αραβία, στην επαρχία του Σινά, στο Αφγανιστάν, σε Τυνησία και Αλγερία. Το Ισλαμικό Κράτος είναι το σύγχρονο «Γ΄ Ράιχ» και αυτό που ζούμε είναι, ίσως, ο Γ΄ Παγκόσμιος πόλεμος με άλλους όρους και προϋποθέσεις.

Όλα ξεκίνησαν από τη λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη, η οποία, λόγω της αιματηρής και άκαρπης εξέλιξής της, αποκαλείται πλέον όλο και συχνότερα «Αραβικός Χειμώνας». Οι ελπίδες που αρχικά γεννήθηκαν αποδείχθηκαν χίμαιρες, ενώ οι όποιες πολιτικές αλλαγές δεν μπορούσαν να απαντήσουν στο τεράστιο κοινωνικοοικονομικό πρόβλημα που αποτελούσε το υπόβαθρο των αναταραχών στον Αραβικό κόσμο. Με εξαίρεση την Τυνησία, χώρα-λίκνο της αλυσιδωτής εξέγερσης, όπου η νεαρή δημοκρατία φαίνεται να αντέχει τη δοκιμασία της μεταβατικής περιόδου, ο απολογισμός της Αραβικής Άνοιξης είναι καταθλιπτικός. Αίγυπτος και Μπαχρέιν (στη δεύτερη περίπτωση, μετά την εισβολή τεθωρακισμένων της σουνιτικής Σαουδικής Αραβίας, που συνέτριψε την εξέγερση της σιιτικής πλειοψηφίας) οπισθοδρόμησαν σε μια χειρότερη κατάσταση πραγμάτων. Λιβύη και Υεμένη αποτελούν πλέον κράτη-φαντάσματα, στο έλεος αλληλοσπαρασσόμενων φατριών. Όσο για τη Συρία, μια κομβικής σημασίας και απολύτως κοσμική χώρα, στην καρδιά της Μέσης Ανατολής, βρίσκεται στο χείλος της διάλυσης.

Μεγάλο μέρος των ιστορικών ευθυνών πέφτει στους ώμους των αραβικών ελίτ, οι οποίες, για άλλη μία φορά, συνέθλιψαν τις ελπίδες των λαών τους στις συμπληγάδες της στρατοκρατίας και της θεοκρατίας. Στη Συρία, ο Άσαντ άνοιξε τις πύλες της κόλασης με την ωμή καταστολή μιας αρχικά ειρηνικής, δημοκρατικής εξέγερσης, βοηθώντας άθελά του στην «απαγωγή» της από τον ισλαμικό εξτρεμισμό. Στην Αίγυπτο, οι «Αδελφοί Μουσουλμάνοι» έκαναν το μοιραίο λάθος να διασπάσουν το στρατόπεδο της αντιπολίτευσης, προωθώντας τον εξισλαμισμό της χώρας, πράγμα που έδωσε στον Σίσι και στους στρατιωτικούς τη δυνατότητα αρχικά να μείνουν στο παιχνίδι και στη συνέχεια να μονοπωλήσουν την εξουσία. Αλλά και η δημοκρατική αντιπολίτευση έκανε το μοιραίο σφάλμα να στηρίξει το πραξικόπημα του Σίσι, θύμα του οποίου θα γινόταν σύντομα και η ίδια, ακόμη και στις πιο μετριοπαθείς εκδοχές της.

Εξίσου μεγάλο μερίδιο ευθύνης ανήκει στις μεγάλες δυνάμεις της Δύσης. Στις πρώτες εβδομάδες της Αραβικής Άνοιξης, κυρίως οι ΗΠΑ, στήριξαν τα απολυταρχικά καθεστώτα της Τυνησίας και της Αιγύπτου, πιστεύοντας ότι «μπόρα είναι, θα περάσει». Στη συνέχεια, άλλαξαν απότομα άλογο, ποντάροντας -μαζί με την Τουρκία του μεγαλομανούς Ερντογάν- στο πολιτικό και ένοπλο Ισλάμ για να ανατρέψουν τον απρόβλεπτο Καντάφι και τον μη ελεγχόμενο Άσαντ, εξοστρακίζοντας τους Ρώσους από τα μόνα στηρίγματά τους στην περιοχή. Η γιγάντωση του Ισλαμικού Κράτους, το προσφυγικό κύμα και η δυναμική επέμβαση της Ρωσίας ήταν η Νέμεσις αυτής της μυωπικής πολιτικής.

Την ημέρα που ο Τυνήσιος μικροπωλητής Μοχάμεντ Μπουαζίζι έβαλε φωτιά στον εαυτό του και μαζί σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο, το δράμα στην ευρύτερη περιοχή του αραβικού κόσμου και ιδιαίτερα στη Συρία, κατέστη ανεξέλεγκτο. Ο ισλαμοφασισμός του ISIS ήταν απότοκος όλων όσων προηγήθηκαν. Η βαθιά αντιδραστική άποψη, ότι οι ίδιες οι κινητοποιήσεις γέννησαν το τέρας, φαντάζει απλουστευτική αλλά μένει συχνά αναπάντητη και τείνει να κυριαρχήσει στο συλλογικό υποσυνείδητο. Ίσως γιατί οι επικριτές του τέρατος αρνούνται να πιστέψουν ότι ο φασισμός και ο «ισλαμοφασισμός» δεν είναι μόνο εργαλεία στα χέρια των πολιτικών και οικονομικών ελίτ αλλά και εν δυνάμει μαζικά κινήματα, που μπορούν να συγκινήσουν πλατιά λαϊκά στρώματα εκεί που αποτυγχάνει να το κάνει η Αριστερά.

«Ακόμη και το Ισλαμικό Κράτος έχει τη δική του κοινωνική βάση», όπως επεσήμανε ο βετεράνος ανταποκριτής του «Independent» Πάτρικ Κόκμπερν, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του «Η επιστροφή των τζιχαντιστών» (εκδ. Μεταίχμιο). Ο ίδιος δεν αρνείται τον άμεσο ρόλο που έπαιξαν οι φιλοαμερικανικές μοναρχίες του Περσικού Κόλπου, αλλά και η Τουρκία στη χρηματοδότηση και τη στήριξη των τζιχαντιστών. Το δικό του αφήγημα, όμως, περνά και από τις παραγκουπόλεις στα περίχωρα της Δαμασκού. «Για μένα το κέντρο της Δαμασκού φάνταζε πιο όμορφο και από το Παρίσι και το Λονδίνο» υπογράμμισε ο Κόκμπερν «αλλά η φτώχεια στην επαρχία και γύρω από τις μεγάλες πόλεις τροφοδότησε την εξέγερση». Ήταν οι άνθρωποι που έχασαν κάθε κοινωνικό δίχτυ προστασίας όταν τα καθεστώτα της περιοχής πέρασαν από το ιδιόμορφο κοινωνικό συμβόλαιο, που προσέφερε στους πολίτες του ο αραβικός εθνικισμός, στον μαγικό νέο κόσμο της ελεύθερης αγοράς. «Υπήρχε ένα είδος κρατικού σοσιαλισμού, αλλά τα ίδια τα καθεστώτα τον εγκατέλειψαν. Αν ήσουν φτωχός Σύρος, πριν από 30 χρόνια το κράτος θα σου έβρισκε δουλειά και θα σου εξασφάλιζε φτηνά είδη πρώτης ανάγκης. Τα τελευταία 10 με 15 χρόνια όμως έγιναν μεταρρυθμίσεις υπέρ της ελεύθερης αγοράς οι οποίες απλώς ενίσχυσαν τις οικογένειες που κυβερνούσαν».

Αν και σπεύδει να δηλώσει ότι η δημιουργία και μετέπειτα προέλαση του ISIS δεν αποτελεί κάποιου είδους συνωμοσίας ξένων δυνάμεων, η ανάλυση του Κόκμπερν παραπέμπει σαφώς στις ευθύνες της Δύσης. Όταν δεν ευθύνεται το νεοφιλελεύθερο μοντέλο του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, για την απότομη εξαθλίωση μεγάλων τμημάτων του αραβικού πληθυσμού, είναι οι μακροχρόνιες επιπτώσεις του αμερικανικού πολέμου στο Ιράκ που δημιουργούν ευνοϊκό έδαφος για τους τζιχαντιστές. Παρ’ όλα αυτά ο Κόκμπερν δεν φαίνεται να συμμερίζεται το αρκετά διαδεδομένο σενάριο ότι οι ΗΠΑ ακολουθούν συγκεκριμένο σχέδιο για την επιβολή χάους στη Μέση Ανατολή. «Ίσως και να το επιχείρησαν», επεσήμανε, αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι το επιθυμητό. Ο Καντάφι, παραδείγματος χάριν, μπορεί να είχε αντιταχθεί στην αμερικανική κυριαρχία, αλλά τα τελευταία δέκα χρόνια συνεργαζόταν μαζί τους. Τώρα έχουν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο την απόλυτη αναρχία στη Λιβύη, αλλά και δυνάμεις που είναι σαφώς αντιαμερικανικές.

Αν προσπαθούσαμε να συνοψίσουμε τα γεγονότα, θα διαπιστώναμε ότι οι ανατροπές σημειώθηκαν μόνο σε προεδρευόμενα κοσμικά καθεστώτα (Τυνησία, Αίγυπτος, Υεμένη, Λιβύη) και όχι στις διαβόητες αραβικές μοναρχίες, ενώ ορισμένες περιοχές της Μέσης Ανατολής έμειναν ουσιαστικά ανέγγιχτες από την αναταραχή, όπως η Αλγερία (λόγω των τραυμάτων του αιματηρού εμφυλίου πολέμου) ή το Μαρόκο (λόγω των μεταρρυθμίσεων με πρωτοβουλία του βασιλιά). Η αντίδραση του «παλιού κόσμου» κινήθηκε στο τρίπτυχο ενσωμάτωση (Υεμένη, Τυνησία), ωμή καταστολή (Μπαχρέιν) ή εκτροπή σε εμφύλιες συγκρούσεις με ανοιχτή (Λιβύη) ή κεκαλυμμένη (Συρία) διεθνή ανάμιξη.

Παράλληλα, το πολιτικό Ισλάμ διέγραψε μέσα σε λίγα χρόνια όλη τη διαδρομή από τον θρίαμβο στην πτώση. Σε κάθε περίπτωση, η τελική έκβαση παραμένει ανοιχτή, όσο οι πολιτικές αλλαγές δεν μπορούν να απαντήσουν στο κοινωνικο-οικονομικό πρόβλημα, που αποτελεί το υπόβαθρο της αναταραχής και όσο η κατάσταση παραμένει απολύτως απρόβλεπτη. Η προϊούσα απορρύθμιση της οικονομίας χωρών με έντονη «εθνικοαναπτυξιακή» παράδοση, όπως η Αίγυπτος και η Τυνησία, έθεσε υπό δοκιμασία παραχωρήσεις που διατηρούσαν την κοινωνική συνοχή, αλλά και ενίσχυσε τη διαφθορά μέσω των κοινών επενδυτικών πρωτοβουλιών τμημάτων της πολιτικής ελίτ με το διεθνές κεφάλαιο. Στην περίπτωση της Τυνησίας, αυτό μεταφράστηκε σε μια γενικευμένη «κλεπτοκρατία» της ευρύτερης οικογένειας Μπεν Άλι, ενώ στην περίπτωση της Αιγύπτου ο στρατός (που φέρεται να ελέγχει επιχειρηματικά έως και 40% του ΑΕΠ) με ανησυχία έβλεπε να παραμερίζεται από τη «διαπλοκή». Η Αίγυπτος επιβίωσε μόνο χάρη στα 8 δισ. που χορήγησαν Κατάρ και Τουρκία επί των ημερών του Μόρσι και τα άλλα 8 δισ. με τα οποία Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα επιβράβευσαν ακολούθως την ανατροπή του.

Η αντίθεση κοσμικών και θρησκευόμενων έχει συζητηθεί διεθνώς σε εξαντλητικό βαθμό. Λιγότερη προσοχή έχει δοθεί, ωστόσο, στην εξίσου σημαντική διάκριση πόλης και υπαίθρου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αγροτική Άνω Αίγυπτος έμεινε σχετικά ανεπηρέαστη από την αναταραχή και έδωσε θηριώδη εκλογικά ποσοστά στους ισλαμιστές, με τους οποίους ουδέποτε συμφιλιώθηκαν οι βιομηχανικές πόλεις του Δέλτα. Αντιστρόφως, στη Συρία, η εξέγερση υπήρξε κατ’ αρχήν υπόθεση των αγροτών, καθώς η ξηρασία των τελευταίων ετών είχε οδηγήσει ένα εκατομμύριο κατοίκους των ανατολικών επαρχιών στον δρόμο της εσωτερικής μετανάστευσης, σε μια από τις μεγαλύτερες μετακινήσεις πληθυσμών που έχει δει τις τελευταίες δεκαετίες η Μέση Ανατολή. Η προσπάθεια της συριακής κυβέρνησης μετά τις εξεγέρσεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο να χαλιναγωγήσει τις τιμές των τροφίμων μέσω μειώσεων φόρων οδήγησε το αραβικό παζάρι σε κερδοσκοπικές κινήσεις, καθώς τα διατηρήσιμα τρόφιμα αποθησαυρίστηκαν, με αποτέλεσμα η τιμή τους να ανέβει κατά 30% σε έναν μήνα.

Η Συρία αποτελεί τη φυσική έξοδο προς Δυσμάς των υδρογονανθράκων όλης της περιοχής, ενώ η ίδια διαθέτει κοιτάσματα πετρελαίου (κυρίως στις κουρδικές περιοχές) που υπολογίζονται σε 2,5 δισ. βαρέλια. Ωστόσο, ο πετρελαϊκός αγωγός Κιρκούκ-Μπανιάς παραμένει κλειστός από το 2003, οπότε επλήγη κατά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, ενώ και ενδεχόμενη μεταφορά του ισραηλινού φυσικού αερίου στην Τουρκία μέσω αγωγού θα πρέπει να διασχίσει συριακά χωρικά ύδατα. Ήδη από το 2009 Άγκυρα και Ντόχα διαπραγματεύονται τη δημιουργία ενός αγωγού ο οποίος μέσω Ιράκ και Συρίας θα μετέφερε το καταριανό φυσικό αέριο στο τουρκικό έδαφος. Ωστόσο, ο Άσαντ κινήθηκε ανταγωνιστικά, υπογράφοντας τον Ιούλιο του 2011 συμφωνία για τη δημιουργία αγωγού, κόστους 10 δισ. δολαρίων, για τη μεταφορά του ιρανικού φυσικού αερίου μέσω Ιράκ στις ακτές της Μεσογείου, σημαίνοντας συναγερμό σε Άγκυρα και Ουάσινγκτον.

Ήταν πολλοί οι λόγοι για τους οποίους η Συρία αποτέλεσε καμπή: η αντοχή του καθεστώτος Άσαντ, η αταλάντευτη στήριξή του από τη Ρωσία, ο διάχυτος φόβος ότι οι τζιχαντιστές που έχουν συρρεύσει στη Συρία θα επαναλάβουν το προηγούμενο του Αφγανιστάν, η παλαιά καχυποψία της Σαουδικής Αραβίας απέναντι στη «Μουσουλμανική Αδελφότητα» ως εν δυνάμει απειλή για τις αραβικές μοναρχίες, η αντισυσπείρωση που προκάλεσαν οι υπέρμετρες φιλοδοξίες του Κατάρ (που χρηματοδότησε την εξέγερση στη Συρία), αλλά και το «Κουρδικό», που σίγουρα θα αποτελέσει το επόμενο πεδίο συγκρούσεων και στρατιωτικών αντιπαραθέσεων στην ευρύτερη περιοχή, με την Τουρκία σε ρόλο πρωταγωνιστή αυτή τη φορά.

Το Ισλαμικό Κράτος δεν ήταν ατύχημα. Είχε σχεδιαστεί, υποβοηθηθεί, εκπαιδευθεί και αναπτυχθεί υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών να εισβάλει, να καταλάβει και να εκμεταλλευτεί τη Μέση Ανατολή. Τώρα όμως η κατάσταση έχει ξεφύγει και έχει καταστεί ανεξέλεγκτη. Γιατί όποιος σπέρνει θύελλες, θερίζει καταιγίδες.

Μιχάλης Κωνσταντής