Είμαστε ιδιαιτέρως χαρούμενοι που φιλοξενούμε για μία ακόμα φορά τον αγαπητό φίλο της Ιονικής Οικογένειας κ. Στάμο Γαλούνη. Ο εξαιρετικός αυτός λογοτέχνης, ο οποίος στα εμπνευσμένα διηγήματά του με τη μοναδική γραφή του αναδεικνύει τον υπέροχο εσωτερικό του κόσμο, αποτυπώνοντας εικόνες και συναισθήματα με θαυμαστό τρόπο.
Μερικές φορές στη ζωή μας έρχονται στιγμές που χαράσσονται ανεξίτηλα στη μνήμη και στην ψυχή μας και μας ακολουθούν για πάντα. Ορισμένες από αυτές είναι στιγμές αδικίας που καθορίζουν το είναι μας και την πορεία μας στη ζωή. Μια κουβέντα, μια παρεξήγηση, ένα χαστούκι, μπορεί να μας στιγματίσει. Και ο λόγος ίσως δεν είναι αυτός που σε πρώτο επίπεδο σκεφτόμαστε. Δε μένει μέσα επειδή δεν ξεχνιέται, αλλά, αντίθετα, γιατί αργεί πολύ να συγχωρεθεί…
Το διήγημα που ακολουθεί δεν είναι απλώς μια προσωπική μαρτυρία. Eίναι μια ιστορία κάθαρσης και το αποτύπωμα ενός κόσμου σκληρού, καχύποπτου, αλλά και η απόδειξη ότι η ζωή —με τον δικό της μοναδικό τρόπο — συχνά επιστρέφει, δικαιώνει και λυτρώνει…
ΤΟ ΧΙΛΙΑΡΙΚΟ Τ’ ΑΛΑΤΙΟΥ
<< Μήπως παρακαλώ έχετε να μου χαλάσετε, αυτό το χιλιάρικο ;>> είπε ευγενικά το δεκαπεντάχρονο αγόρι, στην ταμία του σταθμού λεωφορείων του ΚΤΕΛ Αγρινίου.
Και πριν προλάβει να μετρήσει τα χαρτονομίσματα η ταμίας – σε δραχμές τότε – ο μεσήλικας γεροδεμένος άνδρας με το μουστάκι που στεκόταν όρθιος δίπλα της στο γκισέ, πετάχτηκε άξαφνα έξω, άρπαξε τ’ αγόρι απ’ το λαιμό, τούδωσε ένα δυνατό χαστούκι φωνάζοντας ….
<< Από πού το έκλεψες ρε το χιλιάρικο>> και τ’ έσπρωξε βίαια , μ’ αποτέλεσμα να χτυπήσει στη κολόνα να ακουστεί ένα πονεμένο ωχ …και να γεμίσει με αίματα το πίσω μέρος του κεφαλιού του.
<<Το δούλεψα κύριε στις Αλυκές Μεσολογγίου >> απάντησε σιγανά με λυγμό και παράπονο τ’αγόρι πεσμένο χάμω και με το χέρι του , να προσπαθεί να σταματήσει το αίμα.
<< Αα καλά …σε πέρασα για γυφτάκι>> είπε ο νταής άνδρας
και τράβηξε αδιάφορα για το γραφείο του, χωρίς κανείς απ’ τους παρευρισκόμενους θεατές του πολυσύχναστου εκείνου σταθμού να πει κουβέντα … ……μόνο ένα καλοσυνάτο κορίτσι πρόσφερε και χάρισε στον έφηβο ένα γαλάζιο μαντίλι με άσπρες ρίγες για να σταματήσει το αίμα.
Ήταν ο προϊστάμενος του σταθμού, που χτύπησε αλύπητα έτσι στα καλά καθούμενα και με το έτσι θέλω τιμώρησε ένα παιδί , γιατί έτσι μαυρούλη απ’ τον ήλιο που τό’δε, το πέρασε για κλέφτη.
Το αγόρι προσπαθούσε να συνέλθει από το χτύπημα , να καταλάβει τι του συνέβη τόσο απροσδόκητα , να μην φανούν τα λίγα δάκρυα πόνου κι οργής που κατηφόρησαν και να σκεφτεί πως έπρεπε να αντιδράσει.
Τελικά πληγωμένο και μαραμένο, πήρε τα χαρτονομίσματα απ’ την ταμία και κρατώντας το μαντήλι στην πληγή, τράβηξε για το σπίτι του πρωτοθειού του, που τον φιλοξενούσε, λίγες μέρες μέχρι να βρει μια κάμαρη να νοικιάσει για να περάσει εκείνη την σχολική χρονιά στη Α’ Λυκείου.
Εκείνος ο έφηβος απ’ το Ξηρόμερο- πριν μισό αιώνα – σε εποχές δύσκολες και στερημένες, ταξικά κι οικογενειακά αναγκεμένος έπρεπε να δουλεύει τα καλοκαίρια για να συνεισφέρει στις σπουδές του και στην επιβίωση του υπόλοιπου χρόνου.
Κι εκείνη τη χρονιά – για καλύτερο μεροκάματο – δούλεψε σαν εργάτης στις Αλυκές Μεσολογγίου και πήρε μια γεύση της επίγειας κόλασης.
Δέκα ώρες ( οκτώ και δύο υπερωρία) κάτω απ’ τον ανελέητο καυτό ήλιο, μέσα στα “τηγάνια ” ( τετράγωνη έκσταση για να εξατμίζεται το νερό και να μένει τ’ αλάτι) να φορτώνει με θεόβαρο αλάτι τα βαγονέτα, που τα’σερναν πάνω σε ράγες τεράστια ουγγαρέζικα ανάλογα , με τον επιστάτη να καραδοκεί, την έρμη τη νεροφόρα να μην προλαβαίνει να γεμίζει με νερό τα παγούρια των δουλευτάδων, με τους μύες να πονάνε και ποτάμι να τρέχει ο ιδρώτας.
Κατά τις δώδεκα είχε μισή ώρα διάλειμμα και πάλι στον ήλιο ( ίσκιος δεν υπήρχε πουθενά) μοίραζε η εργοδοσία στον καθένα μια φρατζόλα ψωμί, ένα μεγάλο τσαμπί σταφύλι, δυο ντομάτες κι μια μεγάλη κονσέρβα κορν μπιφ. Αυτό ήταν πάντα το πρωινό, το δεκατιανό και μεσημεριανό φαγητό.
Το δειλινό – μετά από λούσιμο – μπάνιο στη λιμνοθάλασσα, οι ξενομερίτες έπαιρναν το αστικό λεωφορείο και πήγαιναν σ ένα μαγεριό στο Μεσολόγγι και βερεσέ έτρωγαν συνήθως φτηνά χορταστικά φαγητά.
Και το βράδυ επιστροφή στις Αλυκές και ύπνος κατάχαμα στο χώμα με μια κουρελού σε κάτι παλιές αποθήκες χωρίς πόρτες στην άκρη της λιμνοθάλασσας και με τά σύννεφα κουνουπιών, όλη τη νύχτα να σου ρουφούν το αίμα.
Έτσι τίμια και σκληρά κέρδισε λίγα χιλιάρικα το παλικαράκι για να βγάλει τον χειμώνα και τώρα αντί για ένα κοινωνικό μπράβο, του άνοιξαν και το κεφάλι.
Και να που οι καιροί έχουν γυρίσματα κι η ζωή έχει τους σχεδιασμού της, ξεχωριστή δική της σκηνοθεσία, άλλα κελεύσματα και ξεκλειδώνει απ’ τα υπόγεια της ψυχής, οδυνηρές παλιές μνήμες, εκεί που τις είχες καταχωνιάσει για να μην σε πληγώνουν στο φώς.
Πέρασαν τριάντα χρόνια, η ελληνική κοινωνία άλλαξε, μπήκαμε και στο ευρώ μεγάλωσε και το παλικαράκι, σπούδασε, βρήκε το δρόμο του, έγινε σωστός κι ευγενικός άνδρας, ενσυναίσθητος και φιλειρηνικός , αλλά γινόταν και θεριό μπροστά στην αδικία, κακία και μοχθηρότητα και πάντα προσπαθούσε να υπερασπίζεται αδύνατους, φτωχούς, ανήμπορους, γυναίκες παιδιά κι ανήμπορους .
Κι ένα ζεστό απόβραδο του Ιούλη, ανήμερα της Αγίας Παρασκευής , οδηγώντας στην Φορμίωνος στο δρόμο για το θέατρο βράχων, βλέπει μπροστά του ένα άνδρα με κράνος να σέρνει στο πεζοδρόμιο έναν ηλικιωμένο, οποίος κρατούσε σφιχτά ένα μαύρο τσαντάκι μέσης, να τον χτυπά με ένα χέρι στο κεφάλι και το άλλο να του τραβάει το τσαντάκι για να το πάρει κι ο γέροντας να το κρατάει γερά και να φωνάζει βοήθεια, βοήθεια.!!
Χωρίς χρονοτριβή και δεύτερη σκέψη ,πάτησε φρένο, ανέβασε το αμάξι στο πεζοδρόμιο, άνοιξε την πόρτα και όρμηξε κατά πάνω του φωνάζοντας με κολοκοτρωναίικη φωνή
<< Άσε κάτω τον άνθρωπο βρε αλήτη>>
Και πριν προλάβει να τον αρπάξει, ο ληστής – τσαντάκιας ανέβηκε στη μοτοσυκλέτα του και χάθηκε.
Αμέσως μετά αφού ακούμπησε τον ματωμένο ισχνό γέροντα στο κορμό μιας μουριάς, πήρε απ’ τα αμάξι μια πετσέτα θαλάσσης, κρύο νερό απ’ το θερμός, χαρτομάντιλα και μαζί με καθησυχαστικά λόγια
<< Μην ανησυχείτε, πέρασε το κακό, όλα θα πάνε καλά>> φρόντισε να καθαρίσει τα γδαρσίματα στα χέρια και πόδια και τα αίματα που’ χε στο κεφάλι του μέχρι να’ ρθει τ’ ασθενοφόρο- που είχε ήδη καλέσει ένας περαστικός -να τον περιθάλψει.
Ο γέροντας αν και πονούσε, μέσα στα βογγητά έλεγε συνεχώς..
< Χίλια ευχαριστώ παλικάρι μου. Αυτός ο παλιάνθρωπος θα με σκότωνε για να μου πάρει το χιλιάρικο ,που μόλις έβγαλα απ’ το μηχάνημα τής Τράπεζας. Το χρειάζεται η κόρη μου, για να πληρώσει τη δόση του στεγαστικού της δανείου.>>
Κι εκεί που καθάριζε το πρόσωπο του γέροντα και τον κοίταξε στα μάτια λες και κεραυνοβολήθηκε, συγκλονίστηκε όταν άναψαν τα φώτα του μονοπατιού τη μνήμης κι αντίκρυσε τον άνθρωπο που τούχε ανοίξει τότε το δικό του κεφάλι ..
και ταραγμένος του λέει.
<< Μήπως ήσασταν παλιά προϊστάμενος στο ΚΤΕΛ Αγρινίου;>
<< Ναι παιδί μου, είχα και δυο λεωφορεία δικά μου. Πώς το ξέρεις, είσαι απ’ εκείνα τα μέρη; >>
<< Όχι, όχι, περαστικός ήμουν>> του αποκρίθηκε…..
Σε λίγο έφτασε η άμεση δράση, τ’ ασθενοφόρο κι η κόρη του, ….τον πήραν κι έφυγαν ,….. με τον γέροντα να φωνάζει ακόμη και μέσα απ’ τ’ ασθενοφόρο.
<< Να σ’ έχει καλά ο Θεός παλικάρι μου, την ευχή μου να’χεις>>
Ο άνδρας αναστατωμένος και συγκινημένος , μπήκε στ’ αμάξι , ήπιε δυο γουλιές νερό να δροσιστεί και σε λίγο ένιωσε παράξενα γαλήνιος, λές και πήρε την δική του εκδίκηση , σαν να λυτρώθηκε απ’ τον παλιό θυμό του και να καταλάγιασε η οργή του .. κι αισθάνθηκε να ελευθερώθηκε…..τώρα που τον συγχώρεσε.