Συναδέλφισσες – Συνάδελφοι,
Είμαστε ιδιαιτέρως χαρούμενοι που φιλοξενούμε για μία ακόμα φορά τον αγαπητό φίλο της Ιονικής Οικογένειας κ. Στάμο Γαλούνη. Ο εξαιρετικός αυτός λογοτέχνης, ο οποίος στα εμπνευσμένα διηγήματά του με τη μοναδική γραφή του αναδεικνύει τον υπέροχο εσωτερικό του κόσμο, αποτυπώνοντας εικόνες και συναισθήματα με θαυμαστό τρόπο.
Μερικές ιστορίες, όσο απλές κι αν μοιάζουν στην πρώτη τους ανάγνωση, κρύβουν μέσα τους όλη τη σοφία της ζωής. Μπορούν με απλά λόγια να μας μιλούν για την παιδική αθωότητα, για τη στοργή της μάνας, για τους άγραφους νόμους της γειτονιάς, για την αλληλεγγύη και τη φτώχεια που αναβλύζει ανθρωπιά.
Στο διήγημα «Ο Βεντούζας», ο αγαπητός Στάμος μας ταξιδεύει σε μια εποχή αλλιώτικη, μα όχι τόσο μακρινή: τότε που η καθημερινότητα χτιζόταν γύρω από το παιχνίδι στην αλάνα, τις φωνές της μάνας από το μπαλκόνι, τη γειτονιά που αποτελούσε ένα ολόκληρο σύμπαν.
Μέσα από ένα απλό σημάδι στην ωμοπλάτη του πρωταγωνιστή γεννιέται μια ιστορία μνήμης, συγκίνησης και αλληλεγγύης :

Τού’μεινε του Στελλάκη το παραγκώμι “Βεντούζας’ που του κόλλησαν οι μικροί του φίλοι στην αλάνα, ακούγοντας συχνά πυκνά τις κρύες μέρες του χειμώνα, την μάνα του την κυρά Ναυσικά να φωνάζει.
<< Στελλάκη τέλειωνε το παιχνίδι και μην αργείς, γιατί όπου νάναι, θα’ρθει η κυρά Θοδώρα να σου κόψει βεντούζες>>
<< Πάλι βρε μάνα, αφού δεν είμαι άρρωστος>> απαντούσε δυσαρεστημένος ο Στελλάκης.
‘<< Σ άκουσα να βήχεις εγώ απ’ την πρωτοχρονιά, έλα να μην μου κρεβατωθείς >>
Κι ο Στελλάκης για μην την στεναχωρήσει, υπάκουε κι υπόμεινε το μαρτύριο της βεντούζας.
Απ’ τα τρία αδέρφια, ο μεγάλος ήταν γυμνασιοπαίδι στο Αγρίνιο κι έμενε στον αδερφό της μάνας του τον μεγαλομπακάλη, η μικρή του η αδερφή ήταν αχαμνή, σχεδόν κοκαλιάρα, οπότε ο Στελλάκης, -παρ ότι δεν είχε και πολύ ψαχνό- κι η μάνα του… τούς χειμερινούς μήνες έκαναν βεντούζες.
Μόλις τελείωνε η ” θεραπεία:’ έδινε διακριτικά στην κυρά Θοδώρα συνήθως τριάντα δραχμές και της έλεγε.
<<Να’σαι καλά κυρά Θοδώρα μου , σ’ ευχαριστώ πολύ , χάρις εσένα δεν αρρωσταίνει ο μικρός >>
Η κυρά Θοδώρα μια μεγάλη ταλαιπωρημένη γυναίκα, χήρα με σκοτωμένο άνδρα, χωρίς παιδιά και συγγενείς να νοιάζονται, ψευτοζούσε με λίγες ρίζες ελιές, ένα χωραφάκι μισακό κι έκανε την εμπειρική μαμή, ενέσεις πενικιλίνης στους αρρώστους και βεντούζες.
Και δεν έφτανε μόνο αυτό.., αλλά όταν είχαν ψητό αρνί στο ταψί η ψάρια, που τα έψηναν στο ξυλόφουρνο της αυλής άκουγε την μάνα του να του λέει.
<< Στελλάκη τρέχα στο σπίτι της κυρά Θοδώρας, να σου δώσει ένα ματσάκι ρίγανη και δώστης αυτο το εικοσάρι.
<< Μάνα αφού έχουμε ρίγανη, γιατί να πάω στην ανηφόρα τόσο μακρυά; >>
<< Δεν ξέρεις εσύ, η ρίγανη της είναι η καλύτερη και νοστιμευει το φαί… Άντε μπράβο τράβα τώρα>>
Αυτά τραβούσε ο πάντα διαθέσιμος μικρός Στελλάκης, το καλό παιδί, μέχρι που στα δώδεκα του χρόνια, ένα απόβραδο, εκεί που του έκοψε βεντούζες η κυρά Θοδώρα, αφαιρέθηκε μιλώντας με την μάνα του, κράτησε πολύ ώρα το αναμμένο βαμβάκι με το οινόπνευμα κι όταν ακούμπησε την βεντούζα, τον έκαψε και του έκανε ένα ολοστρόγγυλο σημάδι.
Γλίτωσε ο μικρός από κει και πέρα την θεραπεία της βεντούζας, αλλά το σημάδι του έμεινε, ψηλά στη δεξιά ωμοπλάτη, όπως και το παραγκώμι.
Πέρασαν τα χρόνια, η κυρά Θοδώρα πέθανε, πέρασε τη χαρακιά και χάθηκε στην ομίχλη , ο Στέλιος μεγάλωσε, τέλειωσε το Γυμνάσιο και λύκειο στο Αγρίνιο και μπήκε από τους πρώτους στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Ήρθε κι η μάνα του για λίγο , να του ετοιμάσει το μικρό φοιτητικό δωμάτιο, εκεί στο Ελληνορώσων
και τότες μάνα και γιος μίλησαν από καρδιάς για πολλά και για τις βεντούζες.
Του εκμυστηρεύτηκε,- κάτι που κι’ ο ίδιος βέβαια έχει καταλάβει -πως οι βεντούζες κι η ρίγανη ήταν ένας εύσχημος τρόπος να βοηθάνε με αξιοπρέπεια την καημένη την κυρά Θοδώρα.
Το σημάδι στην ωμοπλάτη παρέμεινε και με το χρόνο λες κι’ ομόρφυνε και γινόταν ένα ολοστρόγγυλο περίτεχνο τατουάζ, που ανάλογα τα μάτια που το θωρούσαν, έμοιαζε με ολόγιομο φεγγάρι με τα βουνά και τις σκιές του, ή με τη Γη και τις πέντε ηπείρους της.
Κι όταν στις παραλίες με γνωστούς και φίλους, η στις τρυφερές στιγμές με αγαπημένες ερωμένες, τον ρωτούσαν τι είναι και τι σημαίνει αυτό το στρογγυλό ….εκείνος όπου αγαπούσε….. με περηφάνια απαντούσε κι απαντάει.
<< Είναι το παράσημο καλοσύνης και γενναιοδωρίας της μάνας μου>
Και τώρα μετά το μεσοστράτι της ζωής , και με το χρόνο να’χει βάλει την σφραγίδα του, όταν συναντάει χαμένους απ’ τό παρελθόν παλιούς συμμαθητές και φίλους, και δυσκολεύονται- τρομάζουν είν’ αλήθεια – να γνωρίσει ο ένας τον άλλον και τον ρωτούν
<< Βρε ο Στέλιος είσαι;>>
Εκείνος αποκρίνεται.
<< Ναι ο Βεντούζας ο Στελλάκης είμαι>>

