Νίκος Γκάτσος : Ο ποιητής της «Αμοργού», ο στιχουργός των σπουδαιών συνθετών, με λόγο ελληνικό και βλέμμα ευρωπαϊκό

«…Είναι ένας από τους πέντε ή έξι σ’ ολόκληρη την Ελλάδα (μαζί με το Νικήτα Ράντο, τον Νίκο Εγγονόπουλο και το Νάνο Βαλαωρίτη) που αποδειχθήκανε κάτοχοι πραγματικοί του μυστικού. Θέλω να πω: της γοητείας, του θαύματος και όχι των γνώσεων που σήμερα διδάσκονται στα Πανεπιστήμια και βρίσκονται σ’ όλες τις εγκυκλοπαίδειες». Με αυτά τα λόγια είχε περιγράψει ο Οδυσσέας Ελύτης τον Νίκο Γκάτσο, έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές του περασμένου αιώνα και στενό του φίλο.

Ο Νίκος Γκάτσος έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 1992, αφήνοντας ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στα ελληνικά γράμματα. Ποιητής, στιχουργός και μεταφραστής, υπήρξε μια μοναδική μορφή του πνευματικού μας κόσμου. Αν και το ποιητικό του έργο περιορίζεται ουσιαστικά σε μία και μόνο σύνθεση – τη μυθική Αμοργό, γραμμένη την περίοδο της Κατοχής – θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της νεότερης Ελλάδας.

Γεννήθηκε στα Χάνια Φραγκόβρυσης (σημερινή Κάτω Ασέα) Αρκαδίας, είτε στις 8 Δεκεμβρίου 1911 είτε, σύμφωνα με άλλες πηγές, στις 30 Απριλίου 1915. Ο πατέρας του ήταν αγρότης και, μετά τη γέννησή του, αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αμερική για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια. Ο Γκάτσος και η αδερφή του έμειναν με τη μητέρα τους Βασιλική Βασιλοπούλου. Ο πατέρας τους ταξίδευε συχνά για να τους δει. Το 1916, καθώς επέστρεφε στην Αμερική από την Ελλάδα, έπαθε πνευμονία και πέθανε στο καράβι, δύο ώρες πριν φτάσει στη Νέα Υόρκη. Οι συγγενείς του δεν κατάφεραν να τον κηδέψουν, καθώς ο καπετάνιος πέταξε τη σορό του στον Ατλαντικό. 

Τελείωσε το Δημοτικό στο χωριό του και φοίτησε στο Γυμνάσιο Τρίπολης, όπου ήρθε σε επαφή με τη λογοτεχνία και άρχισε να μαθαίνει ξένες γλώσσες μόνος του. Αργότερα, μετοίκησε στην Αθήνα με την οικογένειά του και σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα πρώτα του ποιήματα δημοσιεύτηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1930 στα λογοτεχνικά περιοδικά «Νέα Εστία» και «Ρυθμός». Ήταν ήδη εξοικειωμένος με την αγγλική και γαλλική γλώσσα και είχε εντρυφήσει στο έργο του Παλαμά, του Σολωμού, στα δημοτικά τραγούδια και στις ευρωπαϊκές ποιητικές πρωτοπορίες της εποχής.

Το 1943 εκδόθηκε η Αμοργός, η οποία προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση και ανέδειξε τον Γκάτσο σε εξέχουσα μορφή του ελληνικού υπερρεαλισμού. Σύμφωνα με την παράδοση, το ποίημα γράφτηκε μέσα σε μία νύχτα, ακολουθώντας την τεχνική της αυτόματης γραφής των σουρεαλιστών. Ο στενός του φίλος, Μάνος Χατζιδάκις, χαρακτήρισε την Αμοργό «μνημειώδες έργο του νεοελληνικού λόγου», τονίζοντας πως εμπεριέχει βαθιά την ελληνική παράδοση, χωρίς να την εκμεταλλεύεται, ενώ παράλληλα αντανακλά το ευρωπαϊκό πνεύμα του Μεσοπολέμου. Με τη Αμοργό θεωρείται πως ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση του ελληνικού υπερρεαλισμού, που είχε ξεκινήσει με τους Ράντο, Ελύτη, Εμπειρίκο και Εγγονόπουλο.

Στη συνέχεια, ο Γκάτσος δημοσίευσε μόνο τρία ακόμη ποιήματα: το Ελεγείο (1946), τον Ιππότη και τον θάνατο (1947) και το Τραγούδι του παλιού καιρού (1963). Η ποιητική του φλέβα εκφράστηκε κυρίως μέσα από τους στίχους τραγουδιών, γεφυρώνοντας συχνά τα όρια ανάμεσα στην ποίηση και τη στιχουργία. Το έργο του στον χώρο αυτό είναι πλούσιο και καίριο, τόσο σε ποιότητα όσο και σε έκταση. Πολλοί από τους στίχους του μελοποιήθηκαν από κορυφαίους Έλληνες συνθέτες όπως οι Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Χατζιδάκις, Σταύρος Ξαρχάκος, Δήμος Μούτσης, και Λουκιανός Κηλαηδόνης. Τα τραγούδια του ερμηνεύτηκαν από σημαντικούς καλλιτέχνες και γνώρισαν μεγάλη απήχηση – ανάμεσά τους τα: «Αθανασία», «Της γης το χρυσάφι», «Πορνογραφία», «Αρχιπέλαγος», «Η Μικρή Ραλλού», «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου», «Χάρτινο το φεγγαράκι» και πολλά άλλα.

Σημαντική υπήρξε και η προσφορά του στη μετάφραση θεατρικών έργων. Συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης και το Λαϊκό Θέατρο, μεταφράζοντας κλασικά έργα μεγάλων συγγραφέων όπως ο Λόρκα (Ματωμένος Γάμος, Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα), ο Στρίντμπεργκ (Ο Πατέρας), ο Ο’Νηλ (Ταξίδι μακριάς μέρας μέσα στη νύχτα), ο Λόπε ντε Βέγκα (Φουέντε Οβεχούνα) και ο Τενεσί Ουίλιαμς (Λεωφορείο ο Πόθος).

Ο Νίκος Γκάτσος κηδεύτηκε στη γενέτειρά του, αφήνοντας πίσω του ένα έργο λιτό, αλλά εξαιρετικά πυκνό και επιδραστικό.

Πηγές: https://www.mixanitouxronou.gr/

https://www.sansimera.gr/