Το χρυσό κούφιο κλουβί της υποτέλειας – Του Δημήτρη Ποντίκα

Στο λαβύρινθο μιας τεχνολογικά θορυβώδους εποχής, όπου η “πρόοδος” συχνά συγχέεται με την ουσιαστική εξέλιξη, το ακόλουθο κείμενο επιχειρεί μια σκληρή, αλλά απαραίτητη αυτοψία της σύγχρονης κοινωνικής και υπαρξιακής πραγματικότητας. Μέσα από μια τολμηρή, καυστική και βαθιά στοχαστική ματιά, ξετυλίγεται η αντίφαση ενός κόσμου που υπόσχεται ελευθερία, αλλά προσφέρει εξάρτηση, που επιβραβεύει τη συμμόρφωση και περιθωριοποιεί την αμφισβήτηση. Ένα σύστημα που στο όνομα της τεχνολογικής προόδου και της οικονομικής «ανάπτυξης», παγιώνει μια νέα μορφή υποτέλειας: πιο εκλεπτυσμένη, πιο ελκυστική, αλλά βαθιά καταπιεστική.

Το άρθρο του Δημήτρη Ποντίκα (ιδρυτής και ερευνητής του εργαστηρίου Βιοτεχνολογίας MENIDIMEDICA) – το οποίο βρήκαμε τυχαία σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – φανερώνει την αλήθεια μιας κοινωνίας που έχει χάσει την ουσία της, την αυτάρκεια, τη δικαιοσύνη, την προσωπική ευθύνη. Δεν πρόκειται για μια θεωρητική ανάλυση, αλλά για μια προσπάθεια αφύπνισης! Πρόκειται για ένα κάλεσμα επιστροφής σε αξίες λησμονημένες – την ηθική, την αυτογνωσία και την αληθινή ελευθερία!


 

Το χρυσό κούφιο κλουβί της υποτέλειας

«Μας έδωσαν wi-fi και μας πήραν τη στέγη από το κεφάλι. Μας τάισαν με εφαρμογές και μας λησμόνησαν ως πρόσωπα. Η πρόοδος, τελικά, δεν απελευθέρωσε τον άνθρωπο. Τον έκανε πιο ευφάνταστα υποταγμένο.»

Ζούμε στην εποχή της απόλυτης τεχνολογικής εκτόξευσης, όπου η επικοινωνία είναι στιγμιαία, η πληροφορία παγκόσμια και η “πρόοδος” αδιάκοπη. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ άλλοτε ο μέσος άνθρωπος δεν ένιωσε τόσο κουρασμένος, τόσο εξαρτημένος, τόσο μακριά από την πραγματική ζωή. Η αντίφαση είναι κραυγαλέα όσο και να κωφεύουμε. Ενώ όλα γύρω μας μοιάζουν να εξελίσσονται, ο ίδιος ο άνθρωπος συρρικνώνεται ψυχικά, οικονομικά και πνευματικά.

Το φαινομενικά τεχνολογικά ανεπτυγμένο σύστημα δεν μας βελτιώνει. Μας παγιδεύει με πιο ευφυή, ελκυστικά και «ανώδυνα» μέσα. Η σύγχρονη κοινωνία μας δεν είναι σκλαβιά με αλυσίδες αλλά είναι σκλαβιά με ειδοποιήσεις, bonus, emojis και κάρτες προνομίων. Το μόνο που αλλάζει είναι το περιτύλιγμα. Το περιεχόμενο παραμένει το ίδιο, αέναα και απαράλλαχτα, οικειοθελής υποταγή και εμμονική εξάρτηση.

Αν ανατρέξουμε στο πρόσφατο παρελθόν, η διαφορά είναι σοκαριστική, αρκεί να κατέχεις βασικές οικονομικές γνώσεις. Το 1970, ο μισθός των 3.000 δραχμών ισοδυναμούσε με περίπου δέκα χρυσές λίρες. Το σπίτι κόστιζε 200.000 δραχμές, δηλαδή περίπου 67 μισθούς. Σήμερα, ένας μέσος μισθός δεν ξεπερνά τα 1.000 ευρώ, δηλαδή μόλις 1,3 χρυσές λίρες και ένα σπίτι κοστίζει 150.000 ευρώ, δηλαδή πάνω από 150 μισθούς. Η αγοραστική δύναμη έχει καταρρεύσει. Η στέγη για τον μέσο άνθρωπο έγινε άπιαστο όνειρο. Η τροφή, τα καύσιμα, το ενοίκιο, οι λογαριασμοί και η ενέργεια απορροφούν το μεγαλύτερο ποσοστό των εισοδημάτων.

Παρά τα τεχνολογικά άλματα που στην τελική γίνονται για το όφελος ορισμένων και μόνο, ο άνθρωπος δεν μπορεί να εξασφαλίσει αυτά που θεωρούνταν αυτονόητα πριν 50 χρόνια.

Γιατί όμως;

Διότι η πρόοδος έγινε απλά η πρόφαση. Μετουσιώθηκε σε ένα νέο καθεστώς εξάρτησης, μεταμφιεσμένο με σκόνη ευημερίας. Η τεχνολογική και ψηφιακή μετάβαση της ζωής μας, ντυμένη με φανταχτερά νοήματα και λέξεις υπαρξιακά επιφανειακές και κενού περιεχομένου, δεν ήρθε για να ελευθερώσει τον άνθρωπο, αλλά για να εδραιώσει μια νέα φεουδαρχία με απτά γνωρίσματα, ψηφιακή, υπερκαταναλωτική, αόρατη.

Ο νέος φεουδάρχης δεν είναι ένας βαρόνος με γη αλλά είναι μια πλατφόρμα, μια εφαρμογή, ένα συμβόλαιο όρων χρήσης. Ο ψηφιακός υπήκοος δεν καλλιεργεί χωράφια, αλλά καταθέτει δεδομένα, χρόνο, ψυχή, και αγοράζει διαρκώς το δικαίωμα ύπαρξής του μέσα σε ένα τεχνητό σύμπαν.

Δεν έχει τίποτα δικό του.

Νοικιάζει ακόμα και τη ζωή του, το λογισμικό του, τη μουσική του, την επικοινωνία του. Είναι “ελεύθερος”, αλλά αν απορρίψει το δίκτυο, παύει να υπάρχει.

Το σχολείο, το σπίτι, τα media, οι κομματικές ιδεοληψίες όλα χτίζουν από νωρίς την ψευδαίσθηση του νοήματος μέσα από το σύστημα. Το παιχνίδι είναι στημένο πριν καν γεννηθούμε. Οι γονείς μας, συνήθως χωρίς κακή πρόθεση, μεταφέρουν τα μοντέλα φόβου και συμμόρφωσης που οι ίδιοι υπέστησαν. Το σχολείο δεν αφυπνίζει μα υπνωτίζει έντεχνα. Καταπνίγει τη δημιουργικότητα και προωθεί τη σιωπή.

Όποιος αμφισβητεί, γίνεται “προβληματικός”.

Όποιος συμμορφώνεται, ανταμείβεται.

Η κοινωνία μάς προσφέρει από μικρούς όλα τα δώρα της, από παιχνίδια, γλυκά, διαφημίσεις μέχρι οθόνες και έτσι μεγαλώνουμε με την πεποίθηση ότι η εξάρτηση σε εξωγενή στοιχεία είναι το μέσο της προσωπικής ευτυχίας. Πριν ακόμα μπούμε στην εφηβεία, έχουμε μάθει να ζούμε με συγκεκριμένα μοτίβα για να “μας αποδέχονται”, να “είμαστε συμβατοί”, να “κερδίζουμε πόντους”.

Ποιον, στην τελική, συμφέρει αν ξυπνήσουμε;

Κι έπειτα έρχεται το μεγάλο υπαρξιακό ερώτημα. Θέλει τελικά ο άνθρωπος την ουσιαστική αλλαγή, ή είναι εμμονικά δεμένος με το φαντασιακό του, σαν φοβισμένο παιδάκι που προτιμά τον ζεστό εναγκαλιασμό του περιορισμού από την ελευθερία του άγνωστου;

Η προσωπική ελευθερία τρομάζει.

Το άγνωστο απαιτεί ευθύνη.

Η αυτογνωσία απαιτεί μοναξιά και δύναμη.

Κι έτσι, οι περισσότεροι προτιμούν τη γυαλιστερή υποδούλωση από την επίπονη αλήθεια.

Το σύστημα, φυσικά, γνωρίζει τον φόβο αυτό και έχει οργανώσει τους δικούς του στρατούς. Διαφορετικές επαγγελματικές τάξεις, κρατικοδίαιτους υπαλλήλους, ειδικούς κάθε λόγου και πάσας μαλακίας, δημοσιογράφους, καλλιτέχνες και κάθε λογής ωφελούμενους που έχουν συμφέρον να διατηρείται η κανονικότητα.

Όταν η κοινωνική χύτρα βράζει, το σύστημα δεν σπάει. Μην τρέφετε αυταπάτες. Απλώς αλλάζει περιτύλιγμα. Πλασάρει νέες λύσεις, νέα επιδόματα, νέα προϊόντα-παυσίπονα συνείδησης.

Πιο θελκτικά, πιο έξυπνα, πιο εθιστικά. Μέχρι να ξαναβράσει το εσωτερικό της χύτρας χρονικά και κυκλικά. Όλα στο χωροχρονικό αυτό πέρασμα είναι κυκλικά.

Και ποιος χτίζει όλο αυτό το σύστημα;

Ποιος του δίνει σχήμα και μηχανισμό;

Όπως σε κάθε ιστορική στιγμή, έτσι και τώρα, είναι μια ολόκληρη επαγγελματική τάξη που κρατά τα εργαλεία. Οι σημερινοί αρχιτέκτονες της ψηφιακής υποτέλειας είναι οι προγραμματιστές. Εκείνοι που γράφουν τους αλγόριθμους των περιορισμών. Εκείνοι που οικοδομούν τις υποδομές της παγίδευσης, πιστεύοντας πως χτίζουν τον “κόσμο του αύριο”. Πιστεύουν πως καινοτομούν, πως διευκολύνουν, πως διασυνδέουν. Δεν βλέπουν ή δεν θέλουν να δουν ότι κωδικοποιούν το μέλλον ενός είδους παγιδευμένου σε δεδομένα, εντολές, απαγορεύσεις. Και όταν η μηχανή ολοκληρωθεί, ούτε οι ίδιοι δεν θα είναι απαραίτητοι. Όπως και σε κάθε προηγούμενη ιστορική στιγμή. Αυλικοί, λογιστές, μηχανικοί εργοστασίων και άλλα άπειρα παραδείγματα. Πόσο εθελοτυφλούμε ως είδος τελικά!

Δεν υπάρχει τίποτα πιο τραγικό από το να είσαι ο χτίστης της φυλακής σου.

Αλλά η ελπίδα δεν έχει χαθεί.

Όσο υπάρχουν μάτια που διαβάζουν αυτές τις λέξεις και κάτι μέσα τους ανατριχιάζει όχι από φόβο, αλλά από αναγνώριση του τι βλέπουν, υπάρχει ελπίδα.

Η λύση δεν είναι σύγχρονη.

Είναι βαθιά αρχαία και περικλείεται σε ορισμένες λέξεις-κλειδιά όπως η ηθική, η γνώση εαυτού, η αυτάρκεια, η δικαιοσύνη, η ουσιαστική κοινοβίωση εντός αστικών ιστών, η ομορφιά, η γη, το πρόσωπο.

Η λύση δεν θα είναι ευχάριστη. Θα είναι όμως αληθινή.

Και ίσως, το μόνο που χρειάζεται για να ξεκινήσει, είναι εκείνος ο ένας άνθρωπος που δεν θα γελάσει όταν διαβάσει αυτές τις λέξεις, αλλά θα τις νιώσει σαν σπίθα.

Όχι στις οθόνες.

Αλλά μέσα του.

Και για να ντυθώ τα ρούχα του ποιητή, απλά φίλη μου και φίλε μου θα σου πω μερικές μονάχα λέξεις:

Δεν σε γέννησαν για να σκρολάρεις,

ούτε για να προγραμματίζεις νοητικές αλυσίδες.

Δεν είσαι κώδικας,

ούτε γραφείο αποδοχής όρων.

Είσαι χώμα και βλέμμα, ψυχή και κραυγή.

Αν δεν σε δεις καθαρά,

θα συνεχίσεις να χτίζεις το ίδιο τείχος

και να ζητάς παράθυρο προς τη θέα.

Μα έξω από το τείχος είναι η ελευθερία.

Όχι μέσα. Ποτέ δεν ήταν μέσα.

Μετά τιμής και γνώσης,

Ποντίκας Δημήτρης