Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος Αλβανίας (1929 – 2025) – Ο χαρισματικός, ο πεφωτισμένος, ο «διαφορετικός»!

Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος εκοιμήθη στις 25 Ιανουαρίου 2025 αφήνοντας πίσω του ανεξίτηλη κληρονομιά στην εκκλησία και την κοινωνία της Ελλάδας, της Αλβανίας, αλλά και των πολυάριθμων χωρών που επισκέφθηκε αναπτύσσοντας το ιεραποστολικό του έργο. Υπήρξε αδιαμφισβήτητα μία από τις πιο σημαντικές και χαρισματικές προσωπικότητες του σύγχρονου ελληνικού και ορθόδοξου εκκλησιαστικού κόσμου.

Ο Αναστάσιος υπήρξε άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στην ενίσχυση της Ορθόδοξης πίστης και στη διατήρηση των χριστιανικών αξιών σε κοινωνίες που δοκιμάζονταν από πολιτικά καθεστώτα και θρησκευτικές διώξεις. Η διαρκής του προσπάθεια να αναδομήσει την Εκκλησία της Αλβανίας από τα θεμέλια, το ιεραποστολικό του έργο σε διάφορες χώρες του κόσμου και η διαρκής του επιθυμία να υπηρετήσει την Ορθοδοξία με ανιδιοτέλεια και αγάπη, καθιστούν το έργο του μοναδικό και αναγνωρίσιμο, κυριολεκτικά σε παγκόσμιο επίπεδο.

 

Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος γεννήθηκε στον Πειραιά την 4η Νοεμβρίου 1929. Η μητέρα του ήταν από την Πρέβεζα, ο πατέρας του από τη Λευκάδα, ο παππούς του από την Κεφαλονιά. Μεγάλωσε στην Πρέβεζα κι αργότερα στον Πειραιά και είναι απόφοιτος του B’ Γυμνασίου Αρρένων Αθηνών. Μετά την ολοκλήρωση των εγκύκλιων μαθημάτων του, σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Αθηνών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου όπου και έλαβε το πτυχίο του το 1952, από την οποία αποφοίτησε με άριστα με τον υψηλότερο βαθμό.

Παράλληλα με τις θεολογικές του σπουδές αναμείχθηκε με οργανώσεις ορθόδοξης νεολαίας. Το 1959 ίδρυσε και διεύθυνε το πρώτο ιεραποστολικό περιοδικό στην Ελλάδα με τίτλο «Πορευθέντες» και τρία χρόνια αργότερα το ομότιτλο Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο, από το οποίο ξεκίνησε η ελληνόφωνη ιεραποστολική αφύπνιση κατά τον 20ό αιώνα. Το 1960 χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος ενώ το 1964 χειροθετήθηκε Αρχιμανδρίτης.

Παράλληλα ξεκίνησε ιεραποστολικές εξορμήσεις στην Αφρική και κυρίως στην Ουγκάντα. Εκεί έμαθε τις τοπικές διαλέκτους, αναγκάστηκε όμως να αποχωρήσει όταν προσβλήθηκε από ελονοσία.

Στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στις Φιλοσοφικές Σχολές του Πανεπιστημίου του Αμβούργου και του Μαρβούργου στη Γερμανία (1965-1969) ως υπότροφος του γερμανικού Ιδρύματος Alexander von Humboldt, στη θρησκειολογία, την εθνολογία και την ιεραποστολική. Ακόμη, κατείχε εντολή διδασκαλίας του μαθήματος της νεοελληνικής γλώσσας και φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Μαρβούργου στη Γερμανία (1966-69), εμβαθύνοντας μέσω των σπουδών τις γνώσεις του σε θέματα θεολογίας, φιλοσοφίας και εκκλησιαστικής ιστορίας.

Η εμπειρία του στην Ευρώπη και η επαφή του με άλλες χριστιανικές παραδόσεις τον βοήθησαν να αναπτύξει μια ευρεία θεολογική σκέψη και να διαμορφώσει έναν εκκλησιαστικό λόγο που βασιζόταν τόσο στην πίστη όσο και στην κοινωνική ευθύνη. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο Αναστάσιος ανέπτυξε μία βαθιά εκκλησιαστική συνείδηση, που συνδύαζε την ατομική πνευματικότητα με την κοινωνική διάσταση της πίστης, κάτι που θα αποτελούσε αργότερα τον πυρήνα της εκκλησιαστικής του δράσης στην Αλβανία.

 

Επιστροφή στην Ελλάδα – Εκκλησιαστικό και Ακαδημαϊκό έργο

Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα οργάνωσε και διεύθυνε το Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο «Πορευθέντες», καθώς επίσης και το Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Αθήνα (1971-1975). Η προσφορά του αναγνωρίστηκε σύντομα με τη χειροτονία του σε επίσκοπο Ανδρούσης το 1972. Τον ίδιο χρόνο ορίστηκε έκτακτος καθηγητής Ιστορίας των Θρησκευμάτων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Διευθυντής του Τομέα Θρησκειολογίας και Κοινωνιολογίας (1983-1986), από το 1976 τακτικός καθηγητής και κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1983 έως το 1987. Κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στο Πανεπιστήμιο, υπήρξε ακόμη Αντιπρόεδρος της Εφορείας Πανεπιστημιακής Λέσχης (1978-79 και 1983-86), πρόεδρος της «Επιτροπής Συμπαραστάσεως Κυπριακού Αγώνος» του Πανεπιστημίου Αθηνών (1975-84), μέλος της Επιτροπής Ερευνών του Πανεπιστημίου Αθηνών (1986-90) και του Δ.Σ. του Kέντρου Μεσογειακών και Αραβικών Σπουδών (1978-82). Αποχώρησε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1997 όταν και ονομάστηκε ομότιμος καθηγητής.

Έγινε επίσης γενικός διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και ίδρυσε το ιεραποστολικό περιοδικό «Πάντα τα Έθνη», το οποίο διεύθυνε από το 1981 μέχρι το 1991. Παράλληλα ανέπτυξε και επιστημονική δραστηριότητα. Το 1981, μετά την πλήρη αποκατάσταση της υγείας του, ανεχώρησε και πάλι για την Αφρική, αυτή τη φορά ως Μητροπολίτης Ανατολικής Αφρικής. Η δικαιοδοσία του εκεί περιελάμβανε την Κένυα, την Ουγκάντα και την Τανζανία, όπου πραγματοποίησε τεράστιο έργο αναφορικά με τη λειτουργία της εκεί Εκκλησίας. Μετά από 10 χρόνια επέστρεψε στην Αθήνα.

 

Η αποστολή στην Αλβανία

Η εκλογή του Αναστασίου ως Αρχιεπισκόπου Αλβανίας το 1992 υπήρξε το σημείο καμπής στη ζωή του και το έργο του. Η Αλβανία, την εποχή εκείνη, βρισκόταν σε μία κατάσταση πλήρους πολιτικής και θρησκευτικής απομόνωσης. Επί δεκαετίες, το κομμουνιστικό καθεστώς της χώρας είχε επιβάλει την απαγόρευση όλων των θρησκευτικών δραστηριοτήτων, καθιστώντας την Αλβανία την πρώτη επίσημα αθεϊστική χώρα στον κόσμο. Η εκκλησιαστική υποδομή ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, ενώ η πλειονότητα του πληθυσμού είχε απομακρυνθεί από τη θρησκευτική ζωή και τις παραδόσεις της Ορθοδοξίας.

Η αποστολή του Αναστασίου ήταν εξαιρετικά δύσκολη, καθώς έπρεπε να αναστήσει εκ νέου την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, να επαναφέρει τις θρησκευτικές δραστηριότητες και να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για την αναβίωση της πίστης στην κοινωνία. Μετά την εκλογή του, άρχισε αμέσως να εργάζεται για την ανασυγκρότηση των εκκλησιαστικών δομών, να ανοίγει εκκλησίες και να οργανώνει ιεραποστολές σε όλη τη χώρα.

Το έργο του Αναστασίου στην Αλβανία δεν περιορίστηκε μόνο στην αναδόμηση της Εκκλησίας. Δημιούργησε κοινωνικές δομές που προσέφεραν βοήθεια στους φτωχούς και τους άπορους. Οργάνωσε προγράμματα για τη βοήθεια των αστέγων και των ανήμπορων, ενώ παράλληλα ανέπτυξε εκπαιδευτικά προγράμματα για τη νεολαία, στοχεύοντας στην αναγέννηση της πνευματικής ζωής της χώρας. Η ίδρυση του Πανεπιστημίου των Τιράνων και η δημιουργία σχολείων που ανέπτυξαν μια νέα γενιά πιστών και λειτουργών της Εκκλησίας ήταν θεμελιώδης για την ανασυγκρότηση της κοινωνίας της Αλβανίας.

 

Η αναγέννηση της Εκκλησίας της Αλβανίας

Η αναγέννηση της Εκκλησίας της Αλβανίας υπό την καθοδήγηση του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου υπήρξε εντυπωσιακή. Μετά από δεκαετίες καταστολής, η Εκκλησία απέκτησε ξανά την ικανότητα να λειτουργεί ανοιχτά και να προσφέρει τις θρησκευτικές της υπηρεσίες στους πιστούς.

Η προσπάθεια ανασυγκρότησης της εκκλησιαστικής δομής περιλάμβανε την ανέγερση νέων εκκλησιών, τη δημιουργία ιερατικών σχολών και την ανάπτυξη κοινοτικών προγραμμάτων για τους πολίτες. Ειδικότερα, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος προχώρησε στην ανέγερση του Καθεδρικού Ναού της Αναστάσεως του Χριστού στην Τίρανα, ο οποίος αποτελεί πλέον ένα από τα πιο εντυπωσιακά δείγματα εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής στη χώρα και σύμβολο της αναγέννησης της Εκκλησίας στην Αλβανία.

Η παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου ήταν καθοριστική για την ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Αλβανία, καθώς η χώρα παραμένει πολυθρησκευτική, με σημαντικές μουσουλμανικές και χριστιανικές κοινότητες. Η ενωτική του στάση και το μήνυμα της θρησκευτικής αρμονίας αποτέλεσαν παράδειγμα για τη συνύπαρξη και συνεργασία μεταξύ των διαφορετικών θρησκευτικών και πολιτισμικών ομάδων στην Αλβανία.

 

Ιεραποστολικό έργο και ενίσχυση της διεθνούς παρουσίας της ορθοδοξίας

Το έργο του Αναστασίου στην Αλβανία δεν περιορίστηκε μόνο στην ανοικοδόμηση του εκκλησιαστικού θεσμού εντός των συνόρων της Αλβανίας. Ο Αναστάσιος υπήρξε επίσης και μεγάλος ιεραπόστολος και η εκκλησιαστική του παρουσία και επιρροή εκτεινόταν και σε άλλες χώρες. Ως Αρχιεπίσκοπος, ανέπτυξε έντονη ιεραποστολική δραστηριότητα, συνειδητοποιώντας τη σημασία του διεθνούς ρόλου της Ορθόδοξης Εκκλησίας και την ανάγκη να προάγει την πίστη και τις αξίες της στην παγκόσμια κοινότητα.

Η ιεραποστολική του δράση εκδηλώθηκε πρώτα και κύρια σε χώρες της Αφρικής και της Ασίας. Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος επισκέφθηκε πολλές χώρες της Αφρικής, ιδιαίτερα τη Μοζαμβίκη και τη Νιγηρία, όπου ανέλαβε πρωτοβουλίες για τη στήριξη και αναδόμηση της Εκκλησίας σε περιοχές που πλήττονταν από πολιτικές και κοινωνικές κρίσεις. Ίδρυσε ιεραποστολικά κέντρα και σχολές, προωθώντας την Ορθόδοξη πίστη σε περιοχές που βρίσκονταν σε θρησκευτική αφάνεια ή κάτω από την επιρροή άλλων θρησκειών. Η διάδοση της Ορθοδοξίας στην Αφρική, με το έργο του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, υπήρξε ζωτική για την εξάπλωση του χριστιανισμού στην περιοχή και την ενίσχυση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ήπειρο.

Επιπλέον, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος υπήρξε σημαντικός παράγοντας στην ενίσχυση των σχέσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την Καθολική Εκκλησία και τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις. Παρά την προσήλωσή του στις Ορθόδοξες αρχές, ο Αναστάσιος συμμετείχε ενεργά σε διαθρησκειακούς διαλόγους, κυρίως στο πλαίσιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, με στόχο την προώθηση της ειρηνικής συνύπαρξης και της συνεργασίας μεταξύ των χριστιανικών κοινοτήτων και άλλων θρησκευτικών ομάδων.

Το έργο του και η αφοσίωσή του στο ιεραποστολικό έργο τον ανέδειξαν σε ένα πρότυπο ιεράρχη, ο οποίος όχι μόνο ενδιαφερόταν για τη διατήρηση της θρησκευτικής πίστης, αλλά και για την κοινωνική πρόοδο και την αλληλεγγύη προς τους αδύναμους. Η παρουσία του στην Κίνα και το Πακιστάν, σε συνδυασμό με τις αποστολές του στη Μέση Ανατολή, έδωσαν μια νέα διάσταση στην ιεραποστολή και κατέστησαν τη φωνή του Αναστασίου ακουστή και σε περιοχές με υψηλό θρησκευτικό και πολιτικό φορτίο.

 

Κληρονομιά ανεξίτηλη στους κόλπους της Εκκλησίας και της κοινωνίας

Η κληρονομιά του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, τόσο στην Αλβανία όσο και παγκοσμίως, είναι ανεκτίμητη. Η ανασυγκρότηση της Εκκλησίας της Αλβανίας είναι μόνο ένα μέρος του έργου του. Η ιεραποστολική του δραστηριότητα σε χώρες του τρίτου κόσμου, η δημιουργία θεολογικών σχολών, η ενίσχυση των διαθρησκειακών σχέσεων και η προώθηση της κοινωνικής αλληλεγγύης ήταν καθοριστικά για την παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο.

Ο Αναστάσιος παρέμεινε αφοσιωμένος στην αποστολή του μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του, έχοντας αφήσει μια εκκλησιαστική και κοινωνική κληρονομιά που θα συνεχίσει να εμπνέει τις επόμενες γενιές πιστών. Είχε πάντα το βλέμμα στραμμένο προς το «διαφορετικό», είχε θάρρος και γνώση. Η συμβολή του στην ενίσχυση της Ορθοδοξίας και στη διατήρηση της ειρήνης και της κοινωνικής συνοχής είναι αδιαμφισβήτητη και θα θυμίζει για πάντα την ανιδιοτέλεια και την πίστη που καθοδήγησαν το έργο του σε όλη του τη ζωή.


Το έργο του μέσα από σημαντικούς σταθμούς και δικά του λόγια :

Είχε επισημάνει ότι κύριο συστατικό της ειρηνικής συνύπαρξης αποτελεί η καλλιέργεια μιας υγιούς θρησκευτικής συνείδησης, η οποία στηλιτεύει κάθε μορφή βίας και εμπνέει το σεβασμό στη θρησκευτική ελευθερία. «Η βία στο όνομα της θρησκείας βιάζει την ουσία της θρησκείας», είχε πει χαρακτηριστικά.

Είχε δηλώσει πως η ειρήνη συνδέεται με τη δικαιοσύνη, η οποία στην εποχή μας είναι συνώνυμο της ανάπτυξης. «Η φτώχεια είναι ο χειρότερος τύπος βίας».

«Ο σεβασμός των μειονοτήτων σε κάθε περιοχή, ο σεβασμός του κάθε ανθρώπου όπως είναι, ανεξαρτήτως του τι πιστεύει ή αν πιστεύει, είναι το μυστικό»

Όταν του είχε απονεμηθεί από το ΑΠΘ η τιμητική διάκριση «Χρυσούς Αριστοτέλης», υπό το παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού που αναφωνούσε «Άξιος», ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος είχε τονίσει ότι «η παγκόσμια ειρήνη δεν αποτελεί ουτοπία, αλλά άμεση προτεραιότητα όλων όσοι πονούν και αγωνίζονται για έναν καλύτερο κόσμο».

Ανέπτυξε πλούσιο συγγραφικό έργο βιβλίων, 240 πραγματειών και μελετημάτων.

Έχει λάβει αναρίθμητες διακρίσεις και βραβεία. Αρκεί να αναφερθεί ότι το 2000 είχε προταθεί για Νόμπελ Ειρήνης!

Σε αντίθεση με άλλους κληρικούς που «δεν είδαν, δε γνώριζαν, δεν άκουσαν», το Φεβρουάριο του 1973 είχε μεταβεί στην κατειλημμένη από φοιτητές που διαμαρτύρονταν εναντίον της δικτατορίας Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, μεταφέροντας τρόφιμα και για να εμψυχώσει τους έγκλειστους. Λίγους μήνες αργότερα έκανε διαμαρτυρία στην ΕΣΑ για τις συνθήκες κράτησης.

Το 1975 εξέδωσε το πρώτο συνθετικό και ενημερωτικό έργο για τον Ισλαμισμό που κυκλοφόρησε στα ελληνικά. Ήταν και παραμένει ο μοναδικός Έλληνας ιεράρχης που ένιωσε «επείγουσα» την ανάγκη να καλύψει ένα ιστορικό κενό: αυτό της άγνοιας για τη θρησκεία και τον πολιτισμό των μουσουλμάνων.