Συναδέλφισσες – Συνάδελφοι,
Είμαστε ιδιαιτέρως χαρούμενοι που φιλοξενούμε για μία ακόμα φορά τον αγαπητό φίλο της Ιονικής Οικογένειας κ. Στάμο Γαλούνη. Ο εξαιρετικός αυτός λογοτέχνης, ο οποίος στα εμπνευσμένα διηγήματά του με τη μοναδική γραφή του αναδεικνύει τον υπέροχο εσωτερικό του κόσμο, αποτυπώνοντας εικόνες και συναισθήματα με θαυμαστό τρόπο.
Ίσως το διήγημα που ακολουθεί να σας προκαλέσει αισθήματα λύπης, αλλά αυτή η ικανότητα του κ. Γαλούνη να επηρεάζει τον ψυχισμό των αναγνωστών, είναι άλλωστε ένα από τα πιο αξιοσημείωτα πλεονεκτήματα της γραφής του.
Το πνεύμα των εορτών δεν είναι πάντα χαρούμενο και δε βγάζει σε όλους αισθήματα αλληλεγγύης και ανθρωπιάς… Υπάρχει και η άλλη όψη, των ανθρώπων που η τύχη τα έφερε έτσι ώστε να υποφέρουν. Υπάρχουν δυστυχώς κι αυτοί που δεν αγγίζονται από το πανανθρώπινο μήνυμα της αγάπης και συνεχίζουν να βλέπουν την περίοδο των εορτών σαν μία ευκαιρία πλουτισμού. Αλλά πάντοτε θα υπάρχει παράλληλα και το μήνυμα της δύναμης και της ελπίδας για καλύτερες μέρες που πάντα το αντλούμε από τους αγαπημένους μας ανθρώπους.
Τ’ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΣΕΡΒΙΤΣΙΟ ΤΣΑΓΙΟΥ
Χρονιάρες μέρες, παραμονές Χριστουγέννων , με παγωνιά στη στολισμένη πόλη τ’ Αγρινίου , σ’ένα κεντρικό χρυσοχοείο της οδού Παπαστράτου, μπαίνει μια ταπεινή γερόντισσα, ξερακιανή, με μαύρα ταλαιπωρημένα, αλλά καθαρά ρούχα, μαύρο μαντήλι στο κεφάλι, με βαθιές αυλακιές στο οργωμένο κουρασμένο πρόσωπο της, κρατώντας προσεκτικά μια γαλάζια υφασμάτινη σακούλα -σαν μαξιλαροθήκη έμοιαζε- και με βαρύ φαινότανε να’χει περιεχόμενο.
<< Καλημέρα παιδί’μ ..καλές γιορτές νά’χεις >> ευχήθηκε καλοσυνάτα στον καταστηματάρχη χρυσοχόο.
Εκείνος την κοίταξε λίγο αδιάφορα-για πελάτισσα πρωί-πρωί, παράταιρη φάνταζε στο λαμπερό χώρο- καί με την πρώτη ματιά,του φάνηκε σαν ζητιάνα, αλλά αμέσως αναθεώρησε, όταν παρατήρησε – το τόσο παράδοξο και παράξενο- την ξύλινη βέρα που φορούσε στο ξερικό της δάκτυλο και θυμήθηκε ότι πέρυσι τα Χριστούγεννα, είχε έρθει στο μαγαζί και του’χε πουλήσει μια χρυσή βέρα κι ένα παλιό χρυσό δακτυλίδι, ετούτη η γριά με την περίεργη ξύλινη βέρα.
<<Καλώς την γερόντισσα!>> τής αποκρίθηκε. <<Θέλεις κάτι να αγοράσεις;>>
<< Όχι παιδάκι’μ ..τί να αγοράσω εγώ η καψερή; Ανάγκη έχω..
Να σού ξαναπουλήσω ήρθα. >> τού’πε με δηλωμένη πίκρα κι απογοήτευση ζωής.
Η γερόντισσα ήταν η Μέλπω απ ΄ενα κοντινό χωριό της Τριχωνίδας.
Μ’ ένα καπνοχώραφο , καμιά πενηνταριά γιδοπρόβατα, με λίγα μεροκάματα στις αλυκές Μεσολογγίου και στους ορυζώνες του Νιοχωριού, ζούσαν με τον άνδρα της τον Αριστείδη και την μονάκριβή κόρη τους την Ρωξάνη – ο θεός άργησε και τους έδωσε μόνο ενα παιδί- μια κουραστική δύσκολη ζωή, αλλά νοικοκυρεμένη ,πούχε και χαρές και μικρές καθημερινές απολαύσεις!
Η Ρωξάνη παντρεύτηκε με έρωτα, ένα καλό παιδί απ’ ένα χωριό βόρεια τού Αγρινίου, καί εγκαταστάθηκε εκεί. Γιά να την προικίσουν καί να στήσει το νοικοκυριό της, πούλησαν με ευχαρίστηση καί το μικρό κοπάδι με τα ζωντανά.
Ο γαμπρός ο Μιλτιάδης, ήταν προκομμένος άνθρωπος, σεβαστικός άνδρας και στοργικός με την Ρωξάνη. Καλός δουλευτής -οικοδόμος, μικρός εργολάβος-, είχε καλό επαγγελματικό όνομα και τα οικονομικά του ζευγαριού πήγαιναν, απ το καλό στο καλύτερο.
Γέννησαν και δυό παιδιά, την Σοφία καί τον Βασιλάκη. Συχνά-πυκνά ο Αριστείδης κι η Μέλπω έπαιρναν δύο συγκοινωνίες και σε δυο -τρείς ώρες το πολύ, με την σχετική αναμονή στο Αγρίνιο, έφταναν στο χωριό της Ρωξάνης και βαπτιζόντουσαν στην ευτυχία κόρης και εγγονιών.
Κι εκεί πού η ζωή κυλούσε απλά, γευστικά κι’ όμορφα, το πεπρωμένο είχε άλλες γραφές και σχεδιασμούς.
Τόν Απρίλη του 1999, ο χάρος έστησε καρτέρι στον Μιλτιάδη, σε μια στροφή του δρόμου μετά την Αμφιλοχία προς την Άρτα και με ογδόντα χιλιόμετρα στο κοντέρ, χάθηκε ο νέος στον γκρεμό.
Μέγας θρήνος ..για το παλικάρι που έφυγε άδικα κι’ απροσδόκητα, για τη Ρωξάνη που έμεινε μόνη κι αβοήθητη καί για τα ορφανά την τρίχρονη Σοφούλα καί το βρέφος το Βασιλάκη πού δεν θάχαν πια στον ήλιο μοίρα.
Τραγωδία ανείπωτη και για τους γονείς του ζευγαριού.
Την μεθεπόμενη χρονιά, με το μαράζι , ταξίδεψε για το αιώνιο άγνωστο αναπάντητο κι’ ο μπάρμπα- Αριστείδης.
Χωρίς εισοδήματα, με λίγα μεροκάματα στα χωράφια -που να αφήσεις και τα μικρά;-με κάμποσες κότες, δυό μαλτέζες γίδες καί με την ελεημοσύνη της κρατικής πρόνοιας,προσπαθούσαν να επιβιώσουν η Ρωξάνη καί τα ανυπόδητα ορφανά.
Παλιοζωή, χαμοζωή, στερήσεις, πόνος, στεναχώρια κι ανημπόρια.
Η δόλια η Μέλπω πρόωρα γερασμένη, με την υγειά της κλονισμένη απ τα βάσανα, (έπασχαν οι βαλβίδες της καρδιάς και της κοβόταν η ανάσα ) βοηθούσε τ’ορφανά , με την αγροτική σύνταξη του ΟΓΑ, με τα 360 ευρώ το μήνα.
Πούλησε και το καπνοχώραφο, αλλά σε έξη χρόνια, με τόσες ανάγκες των παιδιών, ξοδεύτηκαν κι αυτά τα λεφτά.
Κι έτσι… πέρυσι τα Χριστούγεννα που θα πήγαινε στα εγγόνια, για τις γιορτές και δεν είχε ν’ αγοράσει λίγα τρόφιμα και λεφτά ούτε για τα κάλαντα.. μές την απόγνωση, (πώς να πείς στην κόρη .. δεν έχω παιδί μου ..) αναγκάστηκε να πουλήσει τη βέρα και το δακτυλίδι του γάμου της, σε τούτον τον κοσμηματοπώλη.
Παρ ότι ήξερε πως κι’ ο Αριστείδης θα συμφωνούσε μ’αυτήν της την απόφαση – εξ άλλου η θύμηση δεν χρειάζεται το χρυσό – εκείνη όμως ένιωθε σαν τον αποχωρίζεται κι’απ’ την καρδιά της..
Γι’αυτό πήρε ένα κομμάτι απ’ την γλίτσα του – φτιαγμένη από σκληρό ξύλο σφενδάμου ( σε παλιότερες εποχές με τέτοιο ξύλο έφτιαχναν τεχνικές οδοντοστοιχίες – μασέλες- και σήμερα σκελετούς για ματογυάλια) και με μεράκι καί υπομονή το τρόχισε και του’δωσε της βέρας την μορφή..
Μετά τη λουστράρησε, έγραψε τ΄όνομά του, ‘Αριστείδης’ στην μέσα μεριά και το πέρασε στο δάκτυλο της, σαν ανεκτίμητο διαμάντι και ψυχής θησαύρισμα.
Καί να πάλι φέτος εδώ στο ίδιο χρυσοχοείο να πουλήσει, ότι της είχε απομείνει, για να κάνουν Χριστούγεννα καί Πρωτοχρονιά η κόρη καί τα αθώα του άδικου τούτου κόσμου, αγγελούδια.
<< Καί τι καλό έφερες για πούλημα γιαγιά ;>> την ρωτάει ο χρυσοχόος και την συνεφέρνει πρός ώρας,απ τις οδυνηρές μνήμες.
<< Μέ το συμπάθειο παιδί’μ , αφαιρέθηκα για λίγο >> του αποκρίθηκε
<< Ένα παλιό ασημένιο και με χρυσό.. σερβίτσιο του τσαγιού, σού’φερα. Είναι φτιαγμένο στη Πόλη και είναι παραπαν’ απο εκατό χρονόνε>>
Κί έβγαλε απ την “μαξιλαροθήκη” το σερβίτσιο και τ’ άφησε προσεκτικά πάνω στη βιτρίνα.
Έλαμψε ο τόπος,- τόχε αποβραδίς γυαλίσει η Μέλπω με σόδα,αλάτι,νερό και πράσινο σαπούνι- απ’ αριστουργηματικό τούτο το σερβίτσιο ( μεγάλος ασημένιος δίσκος,τσαγιέρα, γαλατιέρα και ζαχαριέρα) με παχύ καθαρό ασήμι, πανέμορφα αραβουργήματα στο δίσκο, χρυσές ανάγλυφες παραστάσεις στα σκεύη με την Αγιά Σοφιά, το Τόπ-καπί, την γέφυρα του Βοσπόρου και ζωγραφιστά ζωντανά λουλούδια στα χερούλια.
Μαγνήτιζε η κομψότητα, η ποιότητα κι’ομορφιά αυτού του καλλιτεχνήματος.
Ο χρυσοχόος με την κοφτερή σαράφικη ματιά του, αμέσως κατάλαβε την πολύτιμη αξία του – είδε γραμμένα τα καράτια και το χρόνο κατασκευής 1909- θαμπώθηκε καί γοητεύτηκε, αλλά σαν ‘καλός’ επαγγελματίας, δεν ήθελε να φανεί ο ενθουσιασμός του και να προδοθεί στην γριά, η αληθινή αξία του σερβίτσιου.
<< Χμ ! καλό φαίνεται…αλλά από που το κονόμησες εσύ αυτό το πράμα; >> της είπε με προσποιητό ύφος απαξίας.
<< Μού το φίλεψε, πρίν τριάντα χρόνια, η κυρά Αμαλία, η γυναίκα του καπνέμπορα του Αποστόλη Γιώτη>> τού απάντησε.
( Δέν ήταν ακριβώς αυτή η αλήθεια. Η κυρά Αμαλία, αρχόντισσα της Κωνσταντινούπολης, εκδιώχτηκε το 1955 απ την γενέτειρά της – όπως και τόσοι άλλοι Έλληνες- μετά τις Τουρκικές βιαιότητες, καί μέσα στά λίγα πού κατάφερε να διασώσει, ήταν κι’αυτό το σερβίτσιο τσαγιού.
Μετά παντρεύτηκε στο Αγρίνιο και συνέχισε εκεί την ζωή της.
Αρχές δεκαετίας του 80, μετά από ατύχημα -έσπασε και τα δυό της πόδια- αναγκαστικά χρειάστηκε μια γυναίκα για το σπίτι και να φροντίζει κι’ εκείνη.
Η Μέλπω ήταν η αναγκεμένη γυναίκα που για πέντε μήνες ξενοδούλευε στο σπίτι της κυρά Αμαλίας. Καί πέρασε πολύ καλά αυτό τον καιρό, με ανθρώπους που της συμπεριφέρονταν με περισσή ευγένεια, ανθρωπιά καί καλοσύνη.
Αυτό πού απολάμβανε περισσότερο, -χωρίς νάχει ιδέα, να ξέρει συνθέτες η νάχει ξανακούσει -ηταν η μουσική καί μάλιστα η κλασική μουσική πού έπαιζε στο πιάνο – όταν μπορούσε η κυρά Αμαλία.
Όταν συνήλθε η κυρά Αμαλία καί έκανε τους λογαριασμούς, αυτά που χρωστούσε στη Μέλπω κι είχαν συμφωνήσει, κάτι απλήρωτα νοίκια, κάποια κοστοβόρα λάθη του γιου της στην Αγγλία, μερικές ακόμα αναποδιές , δεν έφταναν τελικά τα μετρητά λεφτά να αποπληρωθεί η Μέλπω.
Οπότε για να μην μείνουν βερεσέδια, ζητώντας την κατανόηση της, έδωσε στη Μέλπω το ασημένιο σερβίτσιο, λέγοντά της ότι κάνει πολλούς παράδες κι΄αν ήθελε να το πουλήσει θα κέρδιζε πολύ περισσότερα απ΄αυτά που της χρωστάει.
Η Μέλπω δεν σκέφτηκε ποτέ – παρά τα στραπάτσα της ζωής -να το πουλήσει, το φύλαγε σαν ακριβό ενθύμιο μέσα στο μπαούλο – τό’βγαζε μόνο μια φορά το χρόνο να το θαυμάσει καί να το γυαλίσει- ίσως απο σεβασμό στη μνήμη της, για την παράξενη μουσική που της γλύκαινε λογισμό, καημό και θυμικό,ίσως για την υποχρέωση που της είχε καί ένιωθε; …ποιός να να γνωρίζει και νάχει βεβαιότητες για τους βαθείς ανθρώπινους ψυχισμούς;
Τώρα όμως ήρθε η ώρα, να το “σκοτώσει” Ζητιανάκια, λυπημένα και νηστικά δεν πρόκειται να αφήσει τ΄ορφανά.)
<<Πόσο αξίζει και πόσα δίνεις παιδί’μ ;>> ρώτησε με αγωνία η γριά Μέλπω.
<< Τί να αξίζει τούτο το σερβίτσιο! ποιός στο Αγρίνιο πίνει τσάι, να τ’ αγοράσει; Μόνο για λιώσιμο κάνει.. Θα σου δώσω μια καλή τιμή ..τετρακόσια ευρώ.>>της είπε.
Χλόμιασε η γερόντισσα . Άλλα λεφτά πρόσμενε και καρτερούσε.. αλλά κι οι άλλοι χρυσοχόοι της πόλης απ την μύγα κι εκείνοι ξύγκι έβγαζαν.
<< Τί λές ανθρωπέ’μ…Η ανάγκη με κάνει να το πουλήσω… κι ας μη νογάω πολλά από μαλάματα και χρυσό ..αυτό φωνάζει για το πόσο ακριβό και πολύτιμο είναι.>>
Ανένδοτος ο χρυσοχόος… << Τόσα δίνω κυρά μου.. κι’αν θέλεις; Όλη η αγορά με ξέρει κι μ’ εμπιστεύεται>>
<< Καλά παιδί’μ,…. ο Θεός σού’δωσε υγεία, καλή ζωή, πολλά λεφτά και σας ευλόγησε… εμάς μας αποκλήρωσε… αλλά να το αγοράσεις κοψοχρονιά;
Να πάρεις ψωμί απ’ τα ορφανά;
Να τα αδικήσεις, για να γίνεις πλουσιότερος; αυτό δεν το θέλει ο άνθρωπος, ούτε κι’ η Παναγιά>>
<Εντάξει γιαγιά, εντάξει … θα βάλω ένα κατοστάρικο ακόμα για τα ορφανά. Πεντακόσια ευρώ κις’ας ζημιωθώ >>
της είπε με ύφος γενναιόδωρου σαμαρείτη.
Τί να κάνει η γριά Μέλπω,.. έβλεπε μπροστά της και ζούσε την ληστεία, αλλά δεν είχε βλέπεις περιθώρια κι επιλογές ..Κι έτσι συμφώνησε.
Τής μετρούσε τα χαρτονομίσματα ο χρυσοχόος και γελούσαν ακόμα και τα μουστάκια του, απ το λαχείο που τού’τυχε τούτες τις γιορτές και για την χρυσοφόρα συμφέρουσα εμπορική συμφωνία.
Άμα βρεθεί κι ο κατάλληλος μερακλής πελάτης, τότες θα παραφουσκώσει ο τραπεζικός του λογαριασμός.
Πικραμένη, με πεσμένα τα λαβωμένα της φτερά, αναστέναξε η γριά Μέλπω .. `πήρε τα λεφτά, ΄τάβαλε στην άκρη του μακριού μαντηλιού που φόραγε στο κεφάλι της,.. τά’δεσε κόμπο, τα σταύρωσε και τ’ ασφάλισε στον κόρφο της.
Πρίν βγεί απ’ την εξώπορτα της λέει ο αργυραμοιβός
<< Αν καί τού χρόνου, έχεις κάτι για πούλημα, εδώ είμαι εγώ>>
< – Γιά σκότωμα θές να πείς κι’ όχι για πούλημα >>
<<Δέν μού’μεινε καί τίποτις άλλο παιδί’μ, πέρα απ’ τη σκιά του τομαριού μου…
Ποιανού χρόνου; Δεν θα ζώ του χρόνου.
Τέλεψα εγώ >> του απάντησε χαμηλόφωνα.
Βγήκε στο δρόμο και τράβηξε για την αγορά.
Χοιρινό κρέας, λίγο κιμά, λουκάνικα, ρύζι, μακαρόνια, μαναβική,υλικά γιά μελομακάρονα, μπουφάν να μην κρυώνει ο επτάχρονος αστροποβόλος μπόμπιρας ο Βασιλάκης, κανένα παιχνιδάκι για τη γιορτή του, παπούτσια καί ψηλές κάλτες για την όμορφη, πανέξυπνη λιγνή δεκάχρονη Σοφούλα, γιά τη κόρη κανένα φτηνό χοντρό φουστανάκι,εκατόν είκοσι ευρώ η πρώτη μεγάλη δόση του διακανονισμού του ηλεκτρικού ρεύματος για να μη τους το κόψουν το καταχείμωνο, τριάντα δύο ευρώ το τηλέφωνο, είκοσι πέντε ευρώ ο μάστορας για την επισκευή της ξυλόσομπας, σαράντα ευρώ για σχολικά, βάλε κάλαντα και τους φτωχικούς πρωτοχρονιάτικους μπουναμάδες, με το ζόρι θα επαρκέσει το πεντακοσάρικο.
Φορτωμένη με τα ψώνια και τα χρόνια της, η γριά- Μέλπω πήρε το λεωφορείο για το χωριό της κόρης.
Αρκετοί νοματαίοι μες το λεωφορείο κι εκείνη καθισμένη σε θέση δίπλα στο παραθύρι, με τα ψώνια κάτω στα ποδάρια της, καθάρισε με το μανίκι της το παγωμένο τζάμι για να ξεθαμπώσει απ’ τα χνότα των επιβατών,γιά να βλέπει την έξω πλάση καί να κουβεντιάζει νοερά, …με τα δένδρα,τόν αγέρα,με τίς αραιές χιονονυφάδες που στροβιλίζονταν χαρούμενες,.. τα νερά του Αχελώου καί με κάποια ελεύθερα πουλιά που έπαιζαν κυνηγητό στο μουντό ουρανό.
Μια κοπελιά στο πίσω κάθισμα, φλυαρούσε στο κινητό της τηλέφωνο, με μελωδική φωνή και την χαρά της φωναχτή, κι ΄έλεγε για ένα καλό ξενοδοχείο στο Καρπενήσι, για το πολύ χιόνι που θά’χει και για τις ετοιμασίες των εκεί χριστουγεννιάτικων διακοπών της.
Γύρισε προς τα πίσω το κεφάλι της η κυρά Μέλπω να δεί την άλλη χορτάτη όψη του κόσμου.. κι’ είδε ένα καλοντυμένο κορίτσι, με την νιότη, αθανασία κι’ ελπίδα φανερωμένη, με ολοκάθαρη λάμψη στην ματιά της κι ένα ανθισμένο χαμόγελο, που ζωγράφιζε αλλιώς μια πολύχρωμη όμορφη ζωή.
<<Θές κάτι γιαγιά; >> τη ρώτησε ευγενικά το κορίτσι.
< Όχι ψυχή μου..άθελά μου, άκουσα για το χιόνι!
Νάσαι πάντα καλά, στο διάβα σου κάθε ευτυχία και στην στράτα σου να’χεις το χιόνι που ποθείς…..
αλλά να, για μένα…. όπου εργατιά, αγροτιά, όπου άνθρωποι χωρίς σπίτι και ζέστα, εκεί να μην ρίχνει χιόνι.
Γιά τούς φτωχούς, που πεινάνε και κρυώνουν, για τούς άστεγους, το λευκό χιόνι… δεν είναι αθώο μάτια μου!
Έφτασε στην έρημη κρύα πλατεία του χωριού το λεωφορείο, κατέβηκε η Μέλπω και πριν πάρει το λιθόστρωτο δρομάκι για το σπίτι της κόρης της, κοντοστάθηκε για λίγο, ακούμπησε το γέρικο κορμί της στην ρίζα του, απογυμνωμένου από φύλλα, πλάτανου, κατέβασε το μαύρο μαντήλι της για να μην φαίνονται τα μάτια της, φίλησε τη ξύλινη βέρα της κι άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν στα μάγουλα της, με τα τόσα πολλά σκαμμένα ρέματα.
Δακρύζει γι’ αυτούς που έφυγαν , για τα βάσανα, τις κακουχίες, για τη μοίρα των ορφανών,.. κλαίει για να ξεχρεώσει τις πίκρες του χρόνου που πέρασε, να νοτίσει την ψυχή της και κλαίει τώρα που’ναι μόνη και δεν την βλέπουν, γιατί δεν θέλει να αισθανθούν και να μυρίσουν θλίψη κι ανέχεια αυτές τις γιορτινές μέρες τα λατρεμένα της εγγόνια.
Η λύπη, η στεναχώρια κι η απελπισιά θα κλειδαμπαρωθούν για την ώρα, στα ανήλιαγα υπόγεια της ψυχής της.
Στό σπίτι θα μπεί με δώρα, θα φορέσει το φωτεινό της πρόσωπο, θα μείνει δυό βδομάδες για να δώσει κουράγιο και φροντίδα στην κόρη καί ατέλειωτη στοργή, θαλμπωρή κι’ αγάπη στα παιδιά.
Με κουρασμένα αργά βήματα, τη μέρα να σώνεται, τίς νυφάδες χιονιού να πυκνώνουν και να χορεύουν στον αγέρα,τις βαριές τσάντες στα χέρια ,βαδίζει σιγανά στ’ ανηφορικό λιθόστρωτο δρομάκι, φτάνει στο μικρό πέτρινο σπιτάκι με τα ανοιχτόχρωμα κεραμίδια και τα γαλάζια παραθύρια, περνάει στην αυλή με τις δυό κούκλες λεμονιές, ακουμπάει κάτω ψώνια και δώρα και χτυπάει με λαχτάρα την βαριά παλιά πόρτα.
Ανοίγει ο μικρός Βασιλάκης. ..και μόλις την αντικρίζει με ενθουσιαστική χαρά… φωνάζει δυνατά προς τα μέσα του σπιτιού.<< Μάνα …. Σοφία.. ήρθε η γιαγιά μου>>
Χάθηκε η γιαγιά Μέλπω στις αγκαλιές και στα φιλιά τους, λύγισε από συγκίνηση, τώρα δάκρυα ευτυχίας συγκολλούσαν τα κομμάτια της , έλαμψε το πρόσωπο της, ταξίδεψε στην φωτεινή πλευρά του φεγγαριού, φτερούγισε κι’ έγιανε η ραγισμένη της καρδιά και μες την μεθυσμένη,αγιασμένη τούτη στιγμή.. …..τ’ αποφάσισε…..
Θα ζήσει! Θα ζήσει κι άλλη μια χρονιά … και τα επόμενα Χριστούγεννα και την ψυχή της θε’να πουλήσει καί να δωρίσει…για να ψηλώνουν καί να χαμογελούν τ’ αγγελούδια της.