Γυμνασίου Λαγκαδίων… Ανάβασις – Του συνάδελφου Δημήτρη Κουκουζή

Συναδέλφισσες – Συνάδελφοι,

Ο συνάδελφος Δημήτρης Κουκουζής (ο οποίος υπηρέτησε στη Διεύθυνση Δικαστικού της τράπεζας και μάλιστα ήταν επί σειρά ετών Υποδιευθυντής) από το Λευκοχώρι Γορτυνίας, μας έχει προσφέρει μέσα στα χρόνια πολλά όμορφα κείμενα, κυρίως λαογραφικού χαρακτήρα που προσεγγίζουν τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας με έναν ιδιαίτερο τρόπο.

Σήμερα σας παρουσιάζουμε ένα ακόμα πολύ όμορφο κείμενό του για το σχολείο του, το εξατάξιο Γυμνάσιο Λαγκαδίων, στο οποίο «μετανάστευαν» τα παιδιά από το Λευκοχώρι τη σχολική περίοδο. Η πορεία προς το Γυμνάσιο Λεγκαδίων περιλάμβανε κάθε Κυριακή απόγευμα δίωρη ανάβαση, την οποία περιγράφει με γλαφυρό τρόπο ο αγαπητός συνάδελφος.  


Το Γυμνάσιο Λαγκαδίων, το οποίο έχει κλείσει προ ετών

ΕΥΘΥΜΑ  ΚΑΙ  ΣΟΒΑΡΑ

ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΛΑΓΚΑΔΙΩΝ…….ΑΝΑΒΑΣΙΣ – Του Δημήτρη Κουκουζή

«Aμα δε τω ήρι  αρχομένω, ούσης οψίας, φάλαγξ τράκοντα και πέντε γυμνασιοπαίδων (αρρένων τε και θηλέων) εξελαύνει Λευκοχωριόθεν αναβαίνουσα οδόν ανάντη, δύσβατον και χαλεπήν λίαν. Απαντες δε είχοντο   πεφορτωμένοι εν τοις ώμοις αυτών βιβλίοις, ωνίοις και λοιποίς εφοδίοις της εβδομαδιαίας διαβίωσης. Πορευθέντες σταθμούς δύο και παρασάγγας τρεις αφίκοντο εις  θέσιν ΤΡΕΙΣ ΒΡΥΣΕΣ, ένθα τρεις λίθινες, ξεστές κρήνες εν τόπω χλοερώ, ανέψυξαν αυτούς σταθέντας επ ολίγον.

Εντεύθεν, αναστάντες, επορεύθησαν σταθμόν ένα, χαλεπόν λίαν επί ΑΡΟΥΛΙΑΚΟΥΣ. Ενταύθα  έδει αυτούς διαβήναι κατάκρημνον οδόν εφ η εφοβούντο μη επιθοίντο, αυτοίς διαβαίνουσι, λίθοι και κέραμοι άνωθεν ΣΠΑΣΤΗΡΑ εξικνούμενοι. Ετι δε εκείσε βορράς εναντίος έπνει αυτοίς. Εκείθεν μετά μίαν παρασάγγαν αφίκοντο εις ΛΑΓΚΑΔΙΑ κώμην οικουμένην, ευδαίμονα και μεγάλην, ένθα έκτισται λαμπρόν, περικαλλές και περίοπτον Διδασκαλείον μετά πολλών αναβαθμίδων φέρον επιγραφήν ΓΥΜΝΑΣΙΟΝ ΛΑΓΚΑΔΙΩΝ. Ενταύθα πεφωτισμένοι παιδαγωγοί δύο και δέκα ανέμενον αυτούς παιδαγωγείσαι, ως αν βέλτιστοι εν γραμμάτοις είεν και ως καλοί καγαθοί πολίται εν διαγωγή αναδειχθείεν, καθώς η ένδοξος παράδοσις του Διδασκαλείου τούτου, αυτοίς παλαιόθεν επέβαλεν αποδεικνύναι…»

Καταλάβατε ήδη ότι βρισκόμαστε στη…. «Λαγκαδίων Ανάβαση» με ορολογία από την Κύρου Ανάβαση του Ξενοφώντα. Για να θυμηθούμε τα Αρχαία Ελληνικά που διδαχθήκαμε στην τότε τέταρτη τάξη του Γυμνασίου. Δύο όμοιες  αναβάσεις   ανηφορικές και κοπιαστικές απέχουσες χρονικά πάνω από δύο και πλέον χιλιάδες χρόνια! Δύο παράλληλες πορείες αγωνιώδεις με περιπέτειες και στερήσεις αλλά και με ενδιαφέρον και όνειρα. Οι μεν αναζητούντες την επιστροφή στη πατρίδα, οι δε αναζητούντες την παιδεία και τη γνώση.

Στις 25 του Σεπτέμβρη κάθε χρόνο άνοιγε τις πόρτες του ξανά το Γυμνάσιο Λαγκαδίων. Μάζευε πάλι «εκ δυσμών και βορρά και θαλάσσης και εώας» τα τέκνα του, τα πολυπληθή τέκνα του: 450 τον αριθμό! Στην εποχή μου 30-40 Λευκοχωριτόπουλα «επανδρώναμε» όλες τις τάξεις του Γυμνασίου που τότε ήταν εξατάξιο (δεν υπήρχε Λύκειο). Μέρες πριν από την έναρξη της σχολικής χρονιάς είχαμε φροντίσει να βρούμε σπίτι να μείνουμε. Μέναμε σε ακατοίκητα ή σε μικρά δωμάτια με ενοίκιο που έφτανε το υπέρογκο ποσό των 20 με 30 δρχ. μηνιαίως! Σαν άλλοι μαστόροι κλείναμε τις παρέες (μέναμε δυό – δυό μαζί και τρεις ακόμη). Ετοιμά-ζαμε τα εργαλεία μας (προμηθευόμαστε δηλ. τα βιβλία), κάναμε τις προμήθειές μας (επισκευή παπουτσιών, μπάλωμα ρούχων) και «σαϊκώναμε» τα κλινοσκεπάσματα μας (σαΐσματα και μπαντανίες).

                                                                                                         

ΓΥΜΝΑΣΙΟΝ ΛΑΓΚΑΔΙΩΝ

Περικαλλές και περίοπτον διδασκαλείον

Κάθε Κυριακή απόγευμα λοιπόν όλοι οι «γυμνασιόπαιδες» είμαστε έτοιμοι για την ανα-χώρηση. Από τη «δημοσιά» δινόταν το χαρα-κτηριστικό σφύριγμα και νάμαστε όλοι έτοιμοι για την ανηφορική πεζοπορία. Με την στολή μας (πηλίκιο οι μαθητές και ποδιά οι μαθήτριες) και τα «συμπράγκαλά» μας στον ώμο (σακούλια με τα «αναχρικά» μας, τρόφιμα, τσάντες με βιβλία, παλτό ή αδιάβροχο κ.λ.π.). Πεζοπορία δύο ωρών. Για λεωφορείο ούτε λόγος να γίνεται. Η τιμή του εισιτηρίου ήταν για όλους απαγορευτική. Λευκοχώρι – Λαγκάδια = δραχμές 3,30. Δηλαδή τιμή απλησίαστη! Την πεζοπορία δεν την φοβόμαστε. Ούτε τις καιρικές συνθήκες. Είμαστε «ψημένοι» από τέτοια. Ακόμα και το βάρος από τα «ψωμοτσάρουχα» στην πλάτη τόχαμε συνηθίσει. Εκείνο που μας βάραινε τα βήματα βρισκόταν μέσα μας. Ηταν η πίκρα της  ξενιτιάς.

Ξένα και πικρά ήταν για μας τα Λαγκάδια. Είναι πικρό και βαρύ σε ηλικία 12 ετών να παίρνεις το δρόμο για τα ξένα. Μακριά από το σπίτι σου, τους δικούς σου, το χωριό σου. Σε νέο χώρο, όπου σε περιμένει πολλή δουλειά, πολύ κρύο, πολλές αντιξοότητες και πολλοί καθηγητές (μαζί τους και ο αυστηρός Σταθόπουλος). Ένα βήμα λοιπόν πηγαίναμε μπροστά και δύο ο νους μας γύριζε πίσω στο χωριό. Κάθε στροφή που «σκαπετάγαμε» γυρίζαμε το κεφάλι πίσω και χαιρετούσαμε το προσκυνητάρι του Αγιώργη, τα Μαντρία, το Λουπουνάρι , της Κολοβής το ρέμα…

Στο δρόμο συναντούσαμε και πατριώτες που επέστρεφαν στο χωριό. Έρχόντουσαν από το Κυριακάτικο παζάρι των Λαγκαδίων και στα φορτωμένα ζώα τους μετέφεραν τα ψώνια που αγόρασαν. Τους μακαρίζαμε που πήγαιναν στο χωριό. Τα μάτια μας τους παρακολουθούσαν μέχρι που χανόντουσαν στη στροφή. Μετά τους «Αρουλιάκους» και το «Σπαστήρα» γυρίζαμε σελίδα. Τώρα πια η καρδιά μας σφιγγόταν. Μία ελπίδα μόνο είχαμε. Νάρθει γρήγορα το επόμενο Σάββατο να ξανακατηφορίσουμε ελεύθεροι για το χωριό μας.

Με τα χρόνια «ψηνόμαστε» περισσότερο στη ξενιτιά και την πεζοπορία. Σμίγαμε μεγάλες παρέες για να ξεχνάμε τον πόνο μας. Έτσι με την κουβέντα ο δρόμος προς τα Λαγκάδια  συντόμευε. Οι μεγαλύτεροι στα χρόνια μαθητές βοηθούσαν τους νεώτερους κατά το «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε». Οι ψηλοί επίσης (Αιμίλιος Μπούσμπουρας, Βασίλης Δούρος) κρατούσαν το βήμα τους στο βάδισμα, για  να τους φτάνουμε και μεις οι «κοντήτεροι». Στις τρεις βρύσες ,  που ο δρόμος μέσιαζε ,  κάναμε στάση για ξεκούραση και κολατσιό. Φουσκώναμε στην κορύτα τους κανένα ξεροκόμματο και προσφαΐζαμε με τυρί ή ελιές. Αλλοτε πάλι όταν μαζευόμαστε πολλοί η πεζοπορία μετατρεπόταν σε εκδρομή και φθάναμε στα Λαγκάδια με το χαλούπωμα.

Συχνά η πεζοπορία διακοπτόταν και γινόταν εποχούμενη. Όλο και κάποιο φορτηγό περνούσε ή κάποιος τουρίστας με γιώτα χι και προθυμοποιότανε να μας μεταφέρει στα Λαγκάδια ή και στο χωριό όταν επιστρέφαμε τα Σάββατα. Αν είχε μόνο μία ή δύο θέσεις διαθέσιμες προτιμούσαμε να πάρει τον μικρότερο μαθητή, ή την μαθήτρια, ή τον πιο βαρυφορτωμένο ή αυτόν που τον «βάρεσε» το τελάκι ή τον «έφαγε» το παπούτσι του. Ηταν οι τυχεροί της φάλαγγας.

Κάποτε μια Καθαρή Δευτέρα (ημέρα νηστείας) στα «τοιχεία» σταμάτησε ένα πούλμαν με εκδρομείς, που από την Αρχαία Ολυμπία πήγαιναν στην Αθήνα, και πρόθυμα πήρε 5-6 μαθητές από μας ,  που πεζοπορούσαμε  , για τα Λαγκάδια. Στη διαδρομή με δυσάρεστη έκπληξη είδαμε ότι οι τουρίστες αυτοί ήσαν όλοι τους αμαρτωλοί!. Τρώγανε -μέρα που ήταν- τυρόπιτες, σοκολάτες και άλλα μη νηστήσιμα φαγητά. Τόλμησαν μάλιστα oι αμαρτωλοί αυτοί να  προσφέρουν από αυτά  και σε μας! Εμείς βέβαια παρά την φτώχεια και την πείνα μας αντισταθήκαμε στο «μήλο της Εύας», ως τίμιοι και χριστιανοί  και αρνηθήκαμε «να εισέλθουμε εις πειρασμόν» γιατί νηστεύαμε !.

Μερικές φορές θέλοντας να μείνουμε ένα βράδυ ακόμα στο χωριό αναχωρούσαμε πρωΐ Δευτέρας για τα Λαγκάδια. Εδώ η αγωνία ήταν μεγαλύτερη γιατί έπρεπε να φθάσεις εγκαίρως 8 η ώρα και να προφθάσεις την έναρξη του πρώτου μαθήματος. Άντε λοιπόν μέσα στο σκοτάδι και το  κρύο να περάσεις τα πυκνά πλατάνια στις τρεις  βρύσες. Ν’ ακούς το «χουχουλόγιωργα» και να «λιμαρίζεις». Ή  νάχει φεγγάρι, να θροΐζουν τα πλατανόφυλλα και συ να βλέπεις μαύρες σκιές να σε πλησιάζουν. Ή να «φρουτσουλάνε» δίπλα σου νυφίτσες, κουνάβια και άλλα αγριόζουδα.

Αλλά είπαμε: Της παιδείας αι ρίζαι πικραί. Πικραί και ανηφορικαί. Όπως ο δίωρος  ποδαρόδρομος της διαδρομής Λευκοχώρι – Λαγκάδια