Η ζωγραφιά του Πατέρα! – Του Στάμου Γαλούνη

Συναδέλφισσες – Συνάδελφοι,

Τον αγαπητό φίλο της Ιονικής Οικογένειας και βεβαίως εξαιρετικό λογοτέχνη κ. Στάμο Γαλούνη τον έχετε γνωρίσει όλοι μέσα από τα υπέροχα διηγήματά του που αναδημοσιεύουμε στην ιστοσελίδα μας. Στις εμπνευσμένες δημιουργίες του αναδεικνύεται ο υπέροχος εσωτερικός του κόσμος και βεβαίως αποτυπώνεται η μοναδική ικανότητά του να αναπαριστά εικόνες και συναισθήματα με θαυμαστό τρόπο μέσα από την αξεπέραστα ποιοτική γραφή του.

Το βαθύτατα συγκινητικό διήγημά του που αναδημοσιεύουμε σήμερα νομίζουμε δε χρειάζεται πολλές συστάσεις, αφού διαβάζοντάς το είναι σίγουρο ότι θα σας παρασύρει σε μία δίνη νοσταλγίας, συναισθημάτων (και ίσως… δακρύων).

Άλλωστε το υστερόγραφό του δεν μπορεί παρά να αγγίξει την ψυχή κάθε ανθρώπου:

ΥΓ: Οι άνθρωποι γίνονται αναμνήσεις και φωτογραφίες….. η μάνα κι’ ο πατέρας όμως είναι η θεϊκή μας ύλη, άπειρη κι’ αιώνια.

Εκεί στην γαλήνια τους απανεμιά, αγκυρώνεις την ψυχή σου και με την πνοή της απόλυτης αγάπης τους, τριγυρνάς ασφαλής τραγουδώντας τη ζωή, στις γειτονιές του πολύχρωμου τούτου σύμπαντος κόσμου.

 

Επειδή τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, σας προτρέπουμε να βυθιστείτε στα συναισθήματα που θα σας προκαλέσει το εξαιρετικό διήγημα του φίλου μας Στάμου Γαλούνη:


Η ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ!

Αύγουστος μήνας, σ’ άλλο χωροχρόνο κι’ άλλη εποχή (πριν μισό και βάλε αιώνα) καταμεσήμερο, με ζέστη, λιοπύρι και σε πυρωμένο αέρα, μικρό παιδάκι, μαζί με τον πατέρα μου και τα τρία άλογά μας, κατάφορτα με έξι ασκιά λάδι (φτιαγμένα από δέρματα τράγων που χωρούσαν μέχρις εξήντα κιλά, το καθένα), οδοιπορούσαμε από το Μύτικα, που είχαμε φορτώσει το λάδι ,για το χωριό μας το Αρχοντοχώρι (Ζαβιτσα) Ξηρομέρου.

Μπροστά μας είχαμε να περπατήσουμε είκοσι χιλιόμετρα δρόμο,με παραπάνω από τα μισά, σε δύσκολη, δύσβατη ανηφοριά στο βουνό, σε μαστιγωμένη ξερή γή, με φρύγανα, ασφακες αγκάθια και μυτερά λιθάρια και σε υψόμετρο κοντά στα εξακόσια μέτρα.

<<<<Το πρωί χαράματα, κάναμε την αντίθετη πορεία, απ’ το χωριό, στον Μύτικα, αλλά είχε όμως δροσιά, κατηφοριά κι’ είμασταν και καβάλα στ’ άλογα.

Κάναμε και μπάνιο όταν φτάσαμε στη θάλασσα (στο Λύσιμο,)

Εγώ με απόλαυση και φανερωμένη παιδική ευχαρίστηση, κολύμπησα στα καταγάλανα διάφανα, δροσερά νερά του Ιονίου…

Ο πατέρας όρθιος -μέχρι την μέση στο νερό- κρατούσε τ’ άλογα με το σκοινί, απ’ το καπίστρι- για να μην απομακρυνθούν.

Τα άλογα μπήκαν στη θάλασσα, κυρίως για να φύγουν οι αλογόμυγες, να ξεκουραστούν και να δροσιστούν.

Κι εκεί ο πατέρας πάλι, πρόσεχε καί φρόντιζε , το «κεφάλαιό του» τ’ άλογα κι’ όχι τον εαυτό του>>>>

Στη στράτα της επιστροφής λοιπόν, με προορισμό το χωριό μας και πριν φτάσουμε στις ανηφοριές της Παναγούλας, βλέπω τον πατέρα, να σταματάει σε μια πηγή με κρύο νερό ( στο Λυμπέριο) και κάτω απ’ ένα μεγάλο πλάτανο, να ξεφορτώνει τ’άλογα, να απιθώνει προσεκτικά, τα βαριά ασκιά στη ρίζα του δένδρου – ήταν λιπόσαρκος, αλλά ανδρειωμένος και χειροδύναμος- και να αφήνει τα άλογα πιο δίπλα από την πηγή, για να βοσκήσουν.

Στεναχωρήθηκα, γιατί είχα κανονίσει με τα παιδιά της γειτονιάς μου, να παίξουμε μπάλα στ’ Αμπελάκι, εκείνο το απόγευμα και έβλεπα ότι, όπως το πηγαίναμε θα βράδιαζε και θα έχανα την παιδική απόλαυση.

Γι’ αυτό ανήσυχος τον ρώτησα:

<<Πατέρα γιατί σταματήσαμε εδώ; >>>

Κι εκείνος χαμογελώντας μου απάντησε:

«….παιδί μου ..σήμερα σκάει ο τζίτζικας, εσύ είσαι μικρός, αντέχεις και η πολύ ζέστη δεν σε πειράζει, …τα άλογα όμως είναι βαρυφορτωμένα, πεινασμένα και κουρασμένα.

Αυτά μας δίνουν το ψωμί μας και πρέπει να τα προσέχουμε…»-

Γιά την δική του εξουθένωση κι’ ανημπόρια, ούτε κουβέντα, δεν παραπονέθηκε …

Κι έτσι, λουστήκαμε με καθαρό νερό, καθίσαμε, φάγαμε ντομάτες, απίδια και σταφύλια που είχαμε στο δρόμο «απαλλοτριώσει», είχαμε μαζί μας ψωμί, λάδι και τυρί, δωρεάν κρυστάλλινο κρύο νερό, οπότε ήμασταν χορτασμένοι «άρχοντες».

Ο πατέρας κοιμήθηκε καμιά ώρα κάτω από τον πλάτανο, εγώ έπαιζα κυνηγώντας τζιτζίκια και το απογευματάκι που δρόσισε κάπως – πάλι όμως έκαιγε ο τόπος- κινήσαμε σέ δύσκολη ανηφοριά και στράτα, για το χωριό.

Κουρασμένοι κι ιδρωμένοι, με το καλό φθάσαμε ,αργά το βράδυ στο σπίτι.

Την επομένη μέρα, χαράματα, ο πατέρας με τα τρία άλογα φορτωμένα, θα έφευγε για τα νότια χωριά του Ξηρομέρου και τον κάμπο του Αγρινίου μέχρι και 60 χιλιόμετρα μακριά,- ως τον Αχελώο- να πουλήσει το λάδι, για να βιοποριστεί η φαμίλια του.

Την ημέρα πουλούσε λάδι στο ένα χωριό, το απόγευμα έφευγε για το επόμενο,– το βράδυ όσο μπορούσε οδοιπορούσε με το φεγγαρόφωτο, κοιμόταν στο ύπαιθρο και μετά από τρεις – τέσσερις μέρες ,ερχόταν στο σπίτι κατάκοπος αλλά και ευτυχισμένος για τα χορτασμένα πέντε παιδιά του.

Την άνοιξη και το καλοκαίρι ήταν λαδάς, αλλά συγχρόνως κτηνοτρόφος και γεωργός.

Αυτός ήταν ο πατέρας μου,– Ξηρομερίτικο ηλιοκαμένο λιθάρι, κατεργασμένο με αντοχή, σύνεση, ηθική , εμπιστοσύνη κι’ υπομονή, .. μελαχρινός, με παχύ μουστάκι, μαύρα σγουρά μαλλιά και καθαρό χαλύβδινο πρόσωπο, με βαθιές χαραγματιές σκληραγωγημένης ζωής .. που τότε δεν καταλάβαινα γιατί ήθελε να ξαποστάσει στην πηγή «Λυμπέριο», αυτός και τα άλογά του και εγώ να χάσω το παιχνίδι της μέρας.

Στον πόλεμο του 1940, τραυματίστηκε βαριά καί του’μεινε μόνιμη αναπηρία στην ακοή ,στον εμφύλιο ξυλοκοπήθηκε σχεδόν μέχρι θανάτου και μετά πάλι ήταν δύσκολες, πέτρινες οι εποχές, η ζωή σκληρή, στερημένη κι’ άγρια.

Ήθελε τα παιδιά του να μορφωθούν, να αλλάξουν το ριζικό τους ,..να ξεφύγουν από την δική του μοίρα και συνεχή κακουχία, που δεν είχε ποτέ ξανάσασμα και ανίδρωτη μέρα.

Πάντα αναρωτιόμουν, πως άντεχε τόσες σκληρές δουλειές και δοκιμασίες, τόσες κακουχίες και τόσα βάσανα! αγόγγυστα , χωρίς ποτέ να βαρυγκωμά και να γκρινιάζει…, με θυσιαστική νοοτροπία και πάντα να μεριμνά και να φροντίζει τους άλλους.

Ένα πρωινό Σαββάτου, Ιούλη μήνα , πριν από κάμποσα χρόνια- λίγο μετά το μεσόστρατο της ζωής του, χάθηκε άκαιρα,… μας αποχαιρέτησε.. ,μπήκε στη βάρκα του θεριστή με το δρεπάνι, πέρασε στην Αχερουσία και χάθηκε στην ομίχλη του αιώνιου αναπάντητου, πετώντας πέρα απ’ το χρόνο.

Τούτη τη στιγμή του εσωτερικού λυγμού, με το αφανέρωτο δάκρυ,… δεν αγιογραφώ τον άνθρωπο,.. αλλά υμνώ, ευγνωμονώ και στη μνήμη μου ζωγραφίζω, τόν δικό μου Πατέρα .. με χρώματα συναισθημάτων, αγάπης, αναγνώρισης, σεβασμού και θαυμασμού !!

ΥΓ: Οι άνθρωποι γίνονται αναμνήσεις και φωτογραφίες….. η μάνα κι’ ο πατέρας όμως είναι η θεϊκή μας ύλη, άπειρη κι’ αιώνια.

Εκεί στην γαλήνια τους απανεμιά, αγκυρώνεις την ψυχή σου και με την πνοή της απόλυτης αγάπης τους, τριγυρνάς ασφαλής τραγουδώντας τη ζωή, στις γειτονιές του πολύχρωμου τούτου σύμπαντος κόσμου.