Συναδέλφισσες – Συνάδελφοι,
Ο αγαπητός φίλος της Ιονικής Οικογένειας και εξαιρετικός λογοτέχνης κ. Στάμος Γαλούνης δε χρειάζεται πλέον συστάσεις, αφού τον έχετε γνωρίσει μέσα από τα υπέροχα διηγήματά του που αναδημοσιεύουμε στην ιστοσελίδα μας. Στις εμπνευσμένες δημιουργίες του αναδεικνύεται ο υπέροχος εσωτερικός του κόσμος και βεβαίως αποτυπώνεται η μοναδική ικανότητά του να αναπαριστά εικόνες και συναισθήματα με θαυμαστό τρόπο μέσα από την αξεπέραστα ποιοτική γραφή του.
Και επειδή είχαμε αρκετό διάστημα να… φιλοξενήσουμε τον κ. Γαλούνη, ήρθε η ώρα σήμερα να παρουσιάσουμε ένα πολύ όμορφο διήγημά του, εμπνευσμένο κι αυτό από τη ζωή του χωριού, εκείνα τα παλιά, δύσκολα, αλλά και αθώα και ευτυχισμένα χρόνια. Για μία ακόμα φορά, τολμούμε να πούμε ότι μένουμε άναυδοι από τη φαινομενικά απλή, μα με τόσο εσωτερική δύναμη αφήγηση του αγαπητού Στάμου…
ΤΑ ΒΑΠΤΙΣΙΑ ΤΟΥ ΖΑΧΑΡΕΝΙΟΥ
<< Ξύπνα μάνα, σήκω ,σήμερα θάρθει ο νονός μου, να με βαπτίσει>>
-<Ακόμα δεν έφεξε παιδάκι μ’ , νύχτα είναι ακόμα. Απόγιομα θα γίνει η βάπτιση σου.
Άιντε μπέμπη μου, πλάγιασε τώρα.>-
Ο μικρούλης που αγωνιούσε εκείνο χάραμα μιάς Κυριακής του Ιούλη στην αυγή της δεκαετίας του εξήντα, μέσα στο μικρό πέτρινο σπίτι με τίς δυό κάμαρες, σ’ ένα ημιορεινό χωριό της Ακαρνανίας και δεν κοιμήθηκε όλη τη νύχτα, ήταν ο επτάχρονος μπέμπης.
Έτσι τον φώναζαν ….μπέμπη , γιατί ήταν ακόμα αβάπτιστος.
Το Σεπτέμβρη θα πήγαινε στην πρώτη δημοτικού ( νηπιαγωγεία δεν υπήρχαν τότε στην επαρχία) …..κι όνομα δεν είχε.
Τα άλλα τέσσερα αδερφάκια του, τα δύο μεγαλύτερα ο Σπύρος κι η Θεανώ – που πήραν το όνομα του παππού και της γιαγιάς, όπως και τα δύο μικρότερα η Αρετή κι η Μυρτώ , είχαν φυσικά βαπτιστεί …..κι εκείνος- ο μεσαίος- ήταν όλο στην αναμονή.
— Θα σε βαπτίσει ο νονός σου, το καλοκαίρι που θάρθει απ’ την Αμερική – έτσι του λέγανε κάθε χρόνο και μπεζέρισε να καρτερεί.
Και για αυτή την αργοπορία, αιτία ήταν ο λόγος τιμής – που έδωσε ο πατέρας του με τον Λευκαδίτη μελλοντικό νονό του, εκεί στα ματωμένα αλώνια της Αλβανίας στον πόλεμο του 40-41.
Έγιναν αχώριστοι φίλοι, οι εικοσάχρονοι φαντάροι, ο πατέρας του Στάικος κι ο Γιάννης απ’ τή Λευκάδα και μες στην φωτιά
του πολέμου και στην αγκαλιά του χάρου, υποσχέθηκαν ο ένας στον άλλον, πως αν ζήσουν και καρπίσει η γενιά τους, θα βαπτίσει ο ένας το παιδί του άλλου, για να δεθούν εκτός από μπαρούτι, φόβο, αίμα και με ιερό λάδι.
Επέζησαν κι οι δυό και γύρισαν στα μέρη τους.
Ο Στάικος σ’ αυτή την άνυδρη γή της πέτρας,της υπομονής, του ιδρώτα και των αναστεναγμών , που τούλαχε για πατρίδα , σ’εκείνο τον μαστιγωμένο τόπο, με τις ζωές να’ναι σκληρές, στερημένες, σκυφτές καί πονεμένες, ριζωμένες σε λιθάρια, στέρφα χώματα, σφέλαχτα, φρύγανα, ασφάκες κι’ αγραπιδιές , πάλευε με τη κυρά του την Αφροδίτη ν’ αναστήσουν τα παιδιά τους και για επτά πιάτα φαί τη μέρα.
Ίδια κι απαράλλαχτα δύσκολη κι η ζωή του Γιάννη σε μια Ελλάδα κατεστραμμένη και σε μια επαρχία πεινασμένη και δυστυχισμένη, γι’αυτό είδε κι απόειδε και μόλις τέλείωσε ο εμφύλιος , μπάρκαρε σ’ ένα φορτηγό καράβι Λίμπερτι.
Δεν είχαν αποξενωθεί και μια φορά δυό φορές το χρόνο κι όσο επέτρεπαν οι συνθήκες αλληλογραφούσαν.
Το πρώτο παιδί,τον Σπύρο, δικαιωματικά το βάπτισε ο κουμπάρος που τους στεφάνωσε, το δεύτερο ένας καλός τους γείτονας , μια κι’ ο Γιάννης βολόδερνε στα πέλαγα.
Σ’ ένα ξεμπάρκο του όμως, που ο Στάικος πήγε στην Λευκάδα για ένα δικαστήριο ( δεν υπήρχε ακόμα δρόμος, με το άλογο μέχρι τον Μύτικα δυόμιση ώρες και βάλε στράτα ή ποδαράτα κι από κεί άλλες τρεις ώρες μ’ ένα παλιό καϊκι ) ειδωθήκανε, χάρηκαν , συγκινήθηκαν κι επισφράγισαν την φιλία τους, με όρκο , το τρίτο παιδί – η Αφροδίτη ήταν ήδη έγγυος – εκείνος να το βαπτίσει.
Αλλιώς όμως τα λογαριάζει ο άνθρωπος κι αλλιώς η ζωή τα φέρνει.
Σ ένα ταξίδι -με το καράβι φορτωμένο μπαμπάκι από Αλεξάνδρεια για Νέα Υόρκη,- βρήκε την ευκαιρία ένα βράδυ που το καράβι ήταν δεμένο στο λιμάνι και σε συνεννόηση μ’ ένα μακρινό του ξάδερφο εστιάτορα στην Αστόρια, το’σκασε…. κι από ναύτης, έγινε λαθρομετανάστης στην χώρα των ευκαιριών και των ονείρων.
Βρήκε δουλειά – 12ωρη και βάλε – στη λάντζα ενός εστιατορίου και ζούσε με το φόβο μήπως τον ανακαλύψει το αλλοδαπών και τον απελάσουν.
Κι όσο ο Γιάννης δούλευε σκληρά και κρυβόταν κάπου στη Νέα Υόρκη και δεν είχαν μαντάτα του, ήρθε στο φώς κι ο μικρούλης, για να σεργιανίσει στις γειτονιές αυτού του κόσμου.
Πέρασε καιρός μέχρι να επικοινωνήσει με τον Στάικο, να του εξηγήσει πως έχει η κατάσταση στην Αμερική και να του υποσχεθεί ότι μόλις πάρει την πράσινη κάρτα εργασίας και την μεταναστευτική βίζα ( γιατί αλλιώς δεν θα του επέτρεπαν να ξαναμπεί στην χώρα) θα έρθει στην Ελλάδα ,για να δεί και τους γέροντες γονείς του και να γίνει κι η βάπτιση τ αγοριού.
Και τα χρόνια περνούσαν, ο σπιρτόζος μικρούλης με τα πεταχτά αυτάκια, το λιγνό δυνατό κορμάκι και το φωτεινό , αθώο μελαχρινό χαμογελαστό προσωπάκι, μεγάλωνε μες τις στερήσεις της εποχής και γινόταν ένα καλό, έξυπνο και χαριτωμένο παιδάκι.
Μπέμπη τον φωνάζανε οι δικοί του, αλλά οι κολλητοί του στις αλάνες του κόλλησαν το παρατσούκλι Ζαχαρένιο κι αυτό τελικά του’μεινε.
Το *Ζαχαρένιος δεν βγήκε γιατί ήταν μόνο γλυκούλης, πρόσχαρος και πάντα πρόθυμος στα θελήματα, αλλά γιατί όποτε και να πήγαινε για παιχνίδι στις γειτονιές ο μικρούλης, κρατούσε μια φέτα ψωμί με ψιλή άσπρη ζάχαρη από πάνω.
Ψωμί με λάδι και ζάχαρη, όταν το καρβέλι ήταν φρεσκοψημένο στο ξυλόφουρνο της αυλής ή δυό τριών ημερών και με νερό και ζάχαρη όταν ήταν ημερώνε για να μαλακώνει λίγο.
Το μεγάλο του παράπονο ήτανε, που δεν του έβαζε μπόλικη ζάχαρη η μάνα του και που δεν του μαρτυρούσε που έκρυβε το ζαχαρένιο βάζο του πόθου του.
Και κάθε μέρα ο ίδιος φωναχτός καημός.
<< Βάλε λίγη ακόμα ζάχαρη βρέ μάνααα!!>
Κι εκεί στην αλάνα , άμα ερχόταν κι ο Νικολάκης απ’ την πέρα γειτονιά, με την φανερωμένη φτώχεια και την πείνα να υγραίνει τα ματάκια του βλέποντας τον Ζαχαρένιο με την όμορφη, λαχταριστή ζαχαρένια φέτα, ο μικρούλης δεν το άντεχε, έκοβε το μισή φέτα, την χάριζε και μοιράζονταν την γλύκα της.
Έτσι κυλούσε η ζωή , με τον μπέμπη – Ζαχαρένιο να περιμένει, ώσπου τον Γενάρη του 61 ήρθε γράμμα από την Αμερική με χαρμόσυνα νέα.
Νομιμοποιήθηκε η παραμονή του Γιάννη στην Αμερική, είχε παντρευτεί την Κλειώ, κόρη Ελληνοαμερικανού απ’ την Ικαρία, άνοιξε μάλιστα συνεταιρικά ένα εστιατόριο στην Αστόρια με τις δουλειές να πηγαίνουν πολύ καλά και το κυριότερο θα ερχόταν το καλοκαίρι στην Ελλάδα.
Έτσι κι έγινε, αρχές Ιούλη, έφτασε στη Λευκάδα και τηλεφωνικά , με το χειροκίνητο τηλέφωνο της κοινότητας(το δεύτερο ήταν στο σταθμό χωροφυλακής ) συνεννοήθηκαν με τον Στάικο για τον χρόνο της βάπτισης και τ άλλα αναγκαία και πρεπούμενα.
Κι ήρθε η πολυπόθητη μέρα Κυριακή και ξεκίνησαν τ’ απογευματάκι αδέρφια, θείοι και συγγενείς για την εκκλησία, φορώντας τα καλά -τρόπος του λέγειν- γιορτινά τους ρούχα.
Οι γονείς κατά το έθιμο έμεναν σπίτι και περίμεναν να τους φέρει απ’ εκκλησία το παιδί- που έτρεχε πιο γρήγορα – τα συχαρίκια , να τους πει το όνομα του νεοφώτιστου και να το φιλέψουν τάληρο ή δίφραγκο και ραβανί γλυκό.
Μπροστά λοιπόν ο Ζαχαρένιος, με κοντό παντελονάκι, άσπρο κοντομάνικο πουκάμισο – δανεικό απ’ ένα ξαδερφάκι του- και με ταλαιπωρημένα πέδιλα , ήταν ολόχαρος , βιαστικός κι ανυπόμονος.
Απ την άνοιξη μέχρι πέρα το Φθινόπωρο περπάταγε ξυπόλητος- και τα παπούτσια ήταν ακριβά – κι’ όλο το καλοκαίρι , γυμνούλης από πάνω και μονοφόρι το ίδιο ντρίλινο γαλάζιο κοντό παντελονάκι.
<< Θείτσα μην είναι πολύ ζεστό το νερό και ζεματιστώ>> λέει στην Καλλιρρόη – την αδερφή του πατέρα του – που κουβάλαγε στο κεφάλι της, μια λάτα με νερό απ’ την στέρνα και το’χε ζεστάνει για την βάπτιση.
<< Μη σκιάζεται, μέχρις να πάμε εκεί θα να’ναι χλιαρό>> του απάντησε η θεία του.
<< Θείτσα, τήρα που πατάς και πρόσεχε μη σου πέσει η λάτα με το νερό>>
<< Μη με πιλατεύεις Ζαχαρένιε , γιατί θάρθεις σε λίγες μέρες στο κάμπο και θα σε κανονίσω τότε>> του αποκρίθηκε αγαπητικά μισοθυμωμένα η θεία του.
Η Καλλιρόη είχε παντρευτεί ένα κοντοχωριανό της τον άξιο , καλοκάγαθο κυρ- Αλέκο κι όλο το καλοκαίρι έμεναν κάτω στο κάμπο, με τα τέσσερα παιδιά τους, σ ένα μικρό καθαρό ευρύχωρο καλυβόσπιτο.
Είχαν μποστάνι μ’ όλα τα ζαρζαβατικά ( μελιτζάνες, φασολάκια, κολοκυθάκια, αγγουράκια, πεπόνια και κυρίως μυρωδάτες νόστιμες ντομάτεςκλπ ) δίπλα ακριβώς στη θάλασσα και σε κοφίνια φορτωμένα σε δύο μουλάρια, τα πουλούσαν στο χωριό αλλά και με την βάρκα του μπάρμπα- Ρούσου, έστελναν την σοδειά τους και στο απέναντι νησάκι τον Κάλαμο ( φωτο).
Εκεί πήγαινε κάθε Αύγουστο ο μικρός, και ζούσε παραμυθένια ζωή, με μπάνιο σε κρυστάλλινα διάφανα νερά, αρκετό φαί, με μπόλικα φρούτα, ολημερίς να κυκλοφορεί ολουτσίτσιδος και το βράδυ να κοιμάται έξω στρωματάδα και να μετράει με τα ξαδερφάκια του τα πεφταστέρια.
Έφτασαν επιτέλους στην εκκλησία κι εκεί πρώτη φορά ο Ζαχαρένιος αντίκρυσε τον νονό και την νονά του.
Του φάνηκαν σαν να’ρθαν απ’ άλλο κόσμο , κι ήταν παράξενα συνεσταλμένος, λίγο μισοφοβισμένος κι αμίλητος, μέχρις που τον αγκάλιασαν, τον φίλησαν κι έτσι ξεθάρρεψε και ματάρθε στις χαρακτηριολογικές του συμπεριφορές.
Ήταν ψηλός, γεροδεμένος ο νονός του, με μπριγιαντίνη στα μαύρα πυκνά καλοχτενισμένα του μαλλιά, με δερμάτινα φίνα μπεζ παπούτσια και φορούσε ένα λινό ακριβό κουστούμι.
Η γυναίκα του η Κλειώ με τα γαλάζια χαμογελαστά μάτια, έλαμπε με το μαργαριταρένιο της κολιέ , το αμάνικο λουλουδένιο μεταξωτό της φόρεμα , με την κίτρινη ζώνη να τονίζει νιότη, ομορφιά κι η άσπρη,λεία, αφράτη επιδερμίδα της – με το μεθυστικό άρωμα – να μαρτυράει καλοζωία κι υγεία.
Είχαν έρθει με μια τεράστια θαλασσί κούρσα Pontiac με λευκό ουρανό ( την είχε νοικιάσει για ένα μήνα απ’ ένα αμερικάνο υπαξιωματικό που υπηρετούσε στην βάση του Ελληνικού) που αν και σκονισμένη άστραφτε κι ειδικά εκεί που τα πιτσιρίκια εντυπωσιασμένα χάιδευαν τις λαμαρίνες της.
Είχαν ταλαιπωρηθεί αρκετά κάνοντας πολλά χιλιόμετρα κι’ ολόκληρο γύρο – αφού άλλος τρόπος δεν υπήρχε) Λευκάδα, Βόνιτσα, Αμφιλοχία, Κατούνα..κλπ. και οδηγώντας σε καρόδρομο, με τ αμάξι να χάσκει στους γκρεμούς, τα λάστιχα να υποφέρουν στις πέτρες και τα χώματα και την μηχανή να βογκάει και ν’ ανάβει.
Ξεκίνησε λοιπόν το μυστήριο κι όταν ο παπά-Νάσος ρώτησε τον νονό..
– και το όνομα αυτού;-
< Τζών> απάντησε ο νονός.
Αλαφιάστηκε παπάς .
– Τι όνομα όνομα είν’ αυτό παιδί μου – τον ξαναρωτάει ο παπάς.
<< Σόρρυ πάτερ, συγνώμη, Ιωάννης, Ιωάννης ήθελα να πω >>
Τα είχαν μισοσυμφωνήσει- αν κι ήταν αναφαίρετο αποκλειστικό δικαίωμα του – με τον φίλο του Στάικο να τον βαπτίσει Γιάννη, που ήταν το δικό του όνομα ( Τζών τον φωνάζανε στην Αμερική) είχε σε μεγάλη εκτίμηση κι ήθελε με τον τρόπο του να τιμήσει και τον Τζών ( Γιάννη) Κένεντυ τον πρόεδρο τής Αμερικής ,αλλά Γιάννη λέγανε και τον αδερφό του πατέρα του, που πολέμησε ηρωικά στο Αφιόν Καραχισάρ κι άφησε εκεί στην Μικρά Ασία τα κοκκαλάκια του.
Μόλις άκουσε το όνομα- Τζών- , ο Σίμος ο φτερωτός πιτσιρικάς, ξαμολήθηκε για τα συχαρίκια.
Έφτασε ασθμαίνοντας στο σπίτι, εκεί που ο Στάικος γύριζε -έξω στην άκρη της αυλής – το σουβλισμένο αρνί , με τον παππού να του δίνει οδηγίες για καλύτερο ψήσιμο, την Αφροδίτη να βγάζει τις πίτες απ’ τον ξυλόφουρνο, την γιαγιά να βοηθάει στις τοματοσαλάτες και στην πήξη του γιαουρτιού……και δυνατά τους λέει.
< Να σάς ζήσει ο Ζαχαρένιος.. Τζών τον βγάλανε.>>
Λες κι έπεσε καλοκαιρινή αστραπή.
<< Τι λες βρε Σίμο; Άκουσες καλά;>>
-< Αφού αυτό το όνομα είπε ο Αμερικάνος μπάρμπα- Στάικο!! —
– Ωχ Παναια μου και τώρα ;- μονολόγησε φωναχτά η Αφροδίτη..
<Βρέ Στάικο ,δεν είπες πώς θα πάρει τ’ όνομα του σκοτωμένου αδερφού μου; >> είπε πικραμένος ο παππούς..
Και πριν τους έρθει οικογενειακώς ταμπλάς, καταφτάνει ο δεύτερος πιτσιρικάς ο Αποστόλης που είχε ακούσει την διόρθωση στο όνομα και φωνάζει.
<< Ιωάννη τον βγάλανε, Γιάννη. , να σάς ζήσει>>
Αφού ήρθε η καρδιά στα σώστα της κι η ψυχή ηρέμησε, έδωσαν στα παιδιά από ένα ολόκληρο τάληρο για τα συχαρίκια, και τους φίλεψαν και Ξηρομερίτικο γλυκό ραβανί.
Θάμπωσε όταν επέστρεψαν απ’ την εκκλησιά , όλοι στο σπίτι, με τους νονούς να ξεχωρίζουν και τον Ζαχαρένιο να ‘ ναι αληθινό κουκλί ζωγραφιστό, με το βαπτιστικό του όμορφο εκρού κοστούμι, τα δερμάτινα μπέζ σκαρπίνια, το σομόν πουκάμισο , με το γαλάζιο παπιγιόν και το λαδωμένο μαλλί από μύρο και λευκαδίτικο λάδι.
Άλλος άνθρωπος γύρισε ο βαπτισμένος και τρόμαξαν να τον γνωρίσουν ακόμα κι οι γονείς του, που τόσο τον καμάρωναν.
Όλα ήταν έτοιμα και στην αυλή ,κάτω απ’ την κληματαριά ξεκίνησε η γιορτή.
Τραπέζια, καρέκλες , δυό λάμπες πετρελαίου λουξ με αμίαντο , τά’χαν δανειστεί απ’ τα καφενεία του χωριού, φιρφιρένια πιάτα και γυάλινα ποτήρια από συγγενείς και γειτόνους κι’ ένα γραμμόφωνο απ’ τον μερακλή το μπάρμπα-Πέτροβα.
Ο Ζαχαρένιος είχε τιμητική θέση στο τραπέζι ανάμεσα στους νονούς κι απολάμβανε τις ξεχωριστές στιγμές, της πρώτης φοράς που του έκαναν γιορτή, τη πρώτη φορά που φόρεσε καινούργια ρούχα και μάλιστα κοστούμι – το σακάκι και το παπιγιόν, δεν τα’βγαλε όλο το βράδυ παρ ότι έκανε ζέστη – που μπορούσε να φάει όσα λευκαδίτικα καταίφια ήθελε κι επιτέλους είχε και όνομα.
Συνέβαινε όμως και το παράδοξο , εκείνο το βράδυ να τον προσφωνεί ο καθένας και με διαφορετικό όνομα.
Γιάννη… ο πατέρας , παππούς κι η γιαγιά, Τζών ο νονός κι νονά, Μπέμπη μερικές φορές η μάνα και τ’ αδέρφια, Ζαχαρένιο κάποιοι συγγενείς ..
Να που κοιμήθηκε αβάπτιστος ο μικρούλης και την άλλη μέρα βρέθηκε με τέσσερα ονόματα.
Αργά το βράδυ, σχόλασε η γιορτή κι αποκαμωμένος ο ευτυχισμένος μικρός πήγε για ύπνο.
<< Μάνα αυτά τα ρούχα του νονού,θα τα φορέσω και στον γάμο της ξαδέρφης μου της Τασούλας>>
– Ότι θές εσύ Γιαννάκη μου – αποκρίθηκε στοργικά η μάνα στο βλαστάρι της.
,- Να’σαι γερός και δυνατός καρδιά μου, να χαίρεσαι το όνομα σου και να γίνεις καλός άνθρωπος , με άξια περπατησιά κι ασημένια χνάρια.-
Τον φίλησε γλυκά κι ο ζαχαρένιος Γιαννάκης χαμογέλασε κι αμέσως αγγελικά αποκοιμήθηκε.