Η θραυσματική ποίηση του Νίκου Καρούζου και τα… Πάσχα του – Του Μιχάλη Κωνσταντή

Συναδέλφισσες – Συνάδελφοι,

Ο αγαπητός Μιχάλης Κωνσταντής δε χρειάζεται βεβαίως συστάσεις, αφού ο εξαίρετος νομικός, δημοσιογράφος, πολιτικός, κοινωνικός αναλυτής και βεβαίως εκλεκτό μέλος της Ιονικής Οικογένειας, μας έχει χαρίσει στο παρελθόν πολλά από τα υπέροχα κείμενά του.

Ο Μιχάλης βεβαίως έχει μία ιδιαίτερη αγάπη και κλίση στη λογοτεχνία και έχουμε δημοσιεύσει ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες αναλύσεις του.

Σήμερα καταπιάνεται με τον ποιητή Νίκο Καρούζο, που ίσως μάλιστα αρκετοί να μην τον γνωρίζουν. Υπήρξε ένας εξαιρετικός, αλλά «δύσκολος» ποιητής, ο οποίος άφησε κι αυτός το στίγμα του στην ελληνική γλώσσα. Λόγω και των ημερών μάλιστα, ο αγαπητός Μιχάλης στέκεται περισσότερο στα ποιήματά του που άμεσα ή έμμεσα αναφέρονται στην περίοδο του Πάσχα :  


Η ΘΡΑΥΣΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΡΟΥΖΟΥ ΚΑΙ ΤΑ… ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ  

Ο ποιητής Νίκος Καρούζος υπήρξε μία από τις πιο ιδιότυπες φωνές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ένας ποιητής της «αντι-ποίησης», ένας άναρχος αναρχικός, ένας προσωκρατικός φιλόσοφος, μακρινός απόγονος του Ηράκλειτου και του Εμπεδοκλέους, ένας λάτρης του Μπαχ, του Μπετόβεν και του Μάλερ. Κατόρθωσε τόσο στην ποίησή του όσο και στην προσωπική του ζωή να είναι με τη μεριά της υπερβάσεως. Αναμετριόταν πάντα και κονταροχτυπιόταν με μεγάλες ιδέες, μεγάλες μορφές, μεγάλες αφηγήσεις, δίχως ποτέ να τις αφήνει ως έχουν, μπολιάζοντάς τες με δικά του διανοήματα, με δικές του σκέψεις, με δικούς του στοχασμούς.

Σε όλα αυτά συνέβαλλαν τόσο οι τερατώδεις γνώσεις που είχε συσσωρεύσει και εξακολουθούσε νυχθημερόν να συσσωρεύει -γνώσεις φιλοσοφικές, θεολογικές, επιστημονικές, μουσικολογικές- όσο και το απίθανο χιούμορ του, που του επέτρεπε να αποδομεί και να ανασυνθέτει τα όποια θέσφατα και τις όποιες καταστάσεις κατά βούλησιν.

Γεννήθηκε το 1926 στο Ναύπλιο και πέθανε το 1990 στην Αθήνα. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και κομμουνιστής. Στρατευμένος στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, διώχτηκε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και εξορίστηκε μετά τη συνθηκολόγηση της Βάρκιζας. Η μητέρα του ήταν κόρη ιερωμένου και δασκάλου. Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων, ο Νίκος Καρούζος έδρασε στην ΕΠΟΝ και εξορίστηκε στην Ικαρία (1947) και στη Μακρόνησο (1951), από όπου έφυγε τελικά το 1953 μετά το νευρικό κλονισμό. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, δεν ολοκλήρωσε όμως τις σπουδές του, καθώς ήδη από το 1941 είχε στραφεί στην ποίηση.

Το 1949 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνιση του στο χώρο των γραμμάτων με τη δημοσίευση του ποιήματός του «Σίμων ο Κυρηναίος» στο περιοδικό «Ο Αιώνας μας». Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Η επιστροφή του Χριστού» εκδόθηκε το 1954. Στους λογοτεχνικούς κύκλους έγινε πιο γνωστός στη δεκαετία του ‘60 με τις συλλογές «Η έλαφος των άστρων», «Ο υπνόσακος» και «Πενθήματα». Ακολούθησαν πολλές ακόμη συλλογές και συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων του, ως τη συγγραφή του τελευταίου του ποιητικού έργου «Αιώρηση», γραμμένου στις 29 Αυγούστου 1990 στο νοσοκομείο, όπου ο ποιητής νοσηλευόταν τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του, άρρωστος από καρκίνο.

Ξεκίνησε την ποιητική του διαδρομή από το κατάλυμα της θρησκευτικής πίστης, για να υιοθετήσει βαθμιαία το πνεύμα μιας θεμελιακής αμφισβήτησης: κάνοντας την αρχή από το γκρέμισμα των ουράνιων και των επίγειων θεών, θα φτάσει αργότερα μέχρι την προκήρυξη για την ανάγκη μιας επαναστατικής διαστολής του κόσμου. Ο Καρούζος δεν είναι, βεβαίως, ούτε συνηθισμένος πιστός ούτε κλασικός επαναστάτης. Με κέντρο έκφρασής του τη γλώσσα, ο ποιητής θα υπονομεύσει εκ των ένδον τις παραδοχές τόσο του πιστού όσο και του επαναστάτη.

Η απόγνωση της ανθρώπινης ύπαρξης δεν χωρίζεται, για τον Καρούζο, από την οδύνη της Ιστορίας. Έζησε με τον Σαιν Ζύστ, τον Ροβεσπιέρο και τον Μακρυγιάννη, με τον Σολωμό και τον Παπαδιαμάντη, με τον Ηράκλειτο και τον Κάφκα, με τον Λένιν, τον Τρότσκι, τους μπολσεβίκους, τους ναύτες της Κρονστάνδης, τον Τσε Γκεβάρα, τους Μακρονησιώτες και τους εξόριστους της Ικαρίας, τους ταπεινούς και τους εξεγερμένους ό,που γης. Ήταν οικουμενικός στην Τέχνη και στην Επανάσταση, στα βάθη της παράδοσης και της πρωτοπορίας.

Σε μια από τις τελευταίες «προφητικές» συνεντεύξεις του, αναφερόταν στην κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» που συντελούνταν εκείνο τον καιρό, επιμένοντας ο ίδιος στη σοσιαλιστική προοπτική: «Για να δούμε τι θα προκύψει. Η πλευρά της Ιστορίας που είναι ο ακροβάτης, η επανάσταση, θα σταθεί στο σχοινί ή θα πέσει; Γιατί, αν πέσει, θα έχουμε την πλήρη παλινόρθωση του καπιταλισμού σε όλη τη Σοβιετική Ένωση και την Κίνα, γιατί σε χώρες όπως η Ανατολική Γερμανία η παλινόρθωση έχει ήδη συντελεστεί. Αν λοιπόν σταθεί ο ακροβάτης, είναι πολύ πιθανό ο άνθρωπος να φτάσει στην αταξική κοινωνία, αφού φυσικά φτάσει μέσα από τη συνείδησή του σ’ αυτή την κοινωνία. Χρειάζεται η από μέσα ανύψωση του ανθρώπου, που θα γίνει εφικτή μόνο με τη σοσιαλιστική παιδεία που θα αφήσει τη σοσιαλιστική ηθική να αναπτυχθεί. Το θέμα δεν είναι η σοσιαλιστική ιδεολογία – αυτό είναι εύκολο. Το θέμα είναι η σοσιαλιστική ψυχολογία – αυτό είναι το δύσκολο».

Το χιούμορ, σε όλες τις διαβαθμίσεις και τις ποικιλίες του, είναι ένα ακόμη όπλο που θα χρησιμοποιήσει ο Καρούζος στον διαρκή αγώνα του εναντίον της υπαρξιακής απόγνωσης αλλά συχνά και εναντίον της απαράδεκτης πολιτικής και πνευματικής οργάνωσης της κοινωνίας. Διαβάζουμε ενδεικτικά στο «Κοντά στον κάθε ήλιο», ένα ποίημα συγκλονιστικής ποιητικής αυτογνωσίας: «Είμαστε ακόμη στην προϊστορία του χιούμορ», γιατί, όπως θα γράψει αλλού, «Το χιούμορ είναι βραδύτητα· δεν είναι για βιαστικούς». Εξάλλου, ακόμη και τα πιο αγωνιώδη ερωτήματα της ύπαρξης μπορούν να αντιμετωπιστούν με το χιούμορ, ένα είδος μεταφυσικού χιούμορ, όπως διαβάζουμε στον τίτλο ενός ποιήματος: «Το σύμπαν έμοιαζε καμωμένο για να διασκεδάσω μαζί με την αιωνιότητα μόνος», «ερεβώδη αστειάκια στο στίβο της νόησης», «καταλήγω πως η μια αλήθεια είναι το χιούμορ της άλλης».

Ο Νίκος Καρούζος έζησε επί σαράντα χρόνια στην Αθήνα, αλλάζοντας δεκάδες σπίτια και συνοικίες. Μετά τα τελευταία γενέθλια της ζωής του, στις 17 Ιουλίου 1990, κλείνοντας τα 64 και μπαίνοντας στα 65, ο ποιητής έλεγε με χαρμόσυνο πένθος: «65 χρονών πέθαναν και οι τρεις μέγιστοι άνθρωποι: ο Ηράκλειτος, ο Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ και ο Καρλ Μαρξ».

 

Αντί άλλων ποιημάτων του -περισσότερο χαρακτηριστικών και γνωστών- θα σταθώ λόγω και των ημερών, σε τρία ποιήματά του σχετικά με το Πάσχα, από τον τόμο «Νίκος Καρούζος: Οιδίπους Τυραννούμενος και άλλα ποιήματα», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ίκαρος» και συγκεντρώνει ποιήματα που δεν είχαν ενταχθεί στα Άπαντά του. Ποιήματα των πρώτων ποιητικών του συλλογών, ποιήματα που δημοσίευσε ο ίδιος σε περιοδικά αλλά δεν θέλησε να εντάξει στις ποιητικές του συλλογές, ποιήματα που δώρισε σε φιλικά του πρόσωπα μες στην μέθεξη της νύχτας, ποιήματα που ανακαλύφθηκαν στο αρχείο του. Ενώ και σε άλλα ποιήματα του Καρούζου συναντάμε την Ανάσταση, τη Μεγαλοβδομάδα, τον Ιησού, εδώ έχουμε το Πάσχα στον ίδιο τον τίτλο. Μάλιστα, στα δύο μεταγενέστερα ο ποιητής προσδιορίζει και τη χρονολογία ακριβώς στον τίτλο. Στο τρίτο, δε, αν εξαιρέσουμε τον τίτλο, τίποτα δεν μοιάζει να παραπέμπει στην Ανάσταση, στο έαρ, στον Απρίλιο, παρά μονάχα η διάθεση της λαμπρύνσεως -και αυτή μονάχα σε ατομικό, προσωπικό επίπεδο- και όχι ως μετοχή στη γιορτή της Ορθοδοξίας.

 

Το 1955, ο Καρούζος τυπώνει τη συλλογή «Σημείο». Έχουν προηγηθεί «Η επιστροφή του Χριστού» (1953) και οι «Νέες Δοκιμές» (1954). Το πέμπτο ποίημα της συλλογής είναι το «Πάσχα των πιστών»:

Κύριε λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής.

Άστρα και χώμα σε βαστάζουν.

Μεριάζουν άφωνα τα σκότη και διαβαίνεις,

ανέγγιχτη τον κόσμον αγγίζει μουσική

και της καρδιάς τα πέταλα ροδίζουν,

άνθος όμορφο ζεσταίνεται στον ήλιο.

Λευκάνθηκαν οι άνθρωποι στο αίμα του αρνίου.

Θεέ μου ανέρχεσαι λυπημένος,

αν και για όραση εξακολουθείς να έχεις τη συγχώρηση.

Ω θλίψη των ματιών του Κυρίου μου,

της αιωνιότητας ο κάματος,

έχω πολύ συνεργήσει για να υπάρχεις,

είναι πολύ σ εμένα το μερίδιο της ανομίας.

Ανοίγει ένα τριαντάφυλλο, πάω και το ρωτώ:

Πού έκρυψαν τον ήλιο;

Πλησιάζω τη θάλασσα και της λέω:

Είσαι βαθειά και με τα μυστικά μεγάλη σου η σχέση.

Λυτρώνεται ο άνθρωπος;

Απαντά το λουλούδι: «Θα χαθούμε»

κι η θάλασσα με αχ αναταράζεται.

 

Μετά από 26 χρόνια, ο Καρούζος και πάλι Πάσχα θα βάλει στον τίτλο του ποιήματός του, «Πάσχα 1981»:

Ν ακούς αμέριμνη τον αγέρα

            να ταιριάζεις καημούς

αδράχοντας την αντικειμενικότητα.

Όταν θα απολαμβάνεις από ελικόπτερο

            τον Επιτάφιο

να βλέπεις λιγάκι και για μένα.

Σε μια κοινωνία βλαστημένου σοσιαλισμού

            με όλη πια την ομορφιά σαν

                        Θεοτόκο

σου εύχομαι εκατομμύρια χρώματα.

 

Έξι χρόνια μετά, τέλος, γράφει το ποίημα «Πάσχα 1987»:

Λαμπρύνομαι ως άτομο μα όχι

            στην ολότητα· η λάμψη όμως

εκπηγάζει από κείνη των ψυχών

            τη σύναξη

που διαφεντεύει γαλαζοπράσινο.

Αποφεύγω τα μηνύματα

κι αποφεύγω τ αυτοκίνητα.

Είμαι διαβάτης· επιβάλλομαι

            στην κίνηση.

 

Ποίηση δυσπρόσιτη, σε κάθε περίπτωση. Ποια είναι όμως πραγματικά η δυσκολία αποκρυπτογράφησής της; Οι γλωσσικές ακροβασίες, οι νεολογισμοί, οι συντακτικές ασυνέχειες, η συχνά κάθετη νοηματική ανάπτυξη του ποιήματος, η γλώσσα του που ξεφορτώνεται αδιαμαρτύρητα το εννοιολογικό της φορτίο; Οι πολλές ιστορικές, μυθολογικές, θρησκευτικές, φιλοσοφικές αναφορές; Η εγγενής σκοτεινιά του; Η αδυναμία ταξινόμησής του; Ίσως όλα αυτά μαζί και ταυτοχρόνως.

Ποίηση αναρχική, ποίηση εξαρθρωμένη, θραυσματική, αυτοαναιρούμενη. Κανείς άλλος ποιητής (με εξαίρεση τον Σεφέρη), δεν πήγε τόσο μακριά τη γλώσσα όπως ο Καρούζος. Κανείς άλλος δεν την κατακερμάτισε, δεν έπαιξε τόσο με τα όριά της, δεν κατακρεούργησε τα νοήματά της.

Εν κατακλείδι: Ο Νίκος Καρούζος υπήρξε αντι-εξουσιαστής και αντίθετος στην ατομική ιδιοκτησία. Ανένταχτος και αποσυνάγωγος, αλλεργικός σε κάθε είδους δογματισμούς. Η στράτευση η δική του ήταν πάντα και μόνον στο πλευρό της ποιήσεως.       

Μιχάλης Κωνσταντής