Συναδέλφισσες – Συνάδελφοι,
Τα λόγια είναι βεβαίως περιττά για το συνάδελφο Γιώργο Στρούζα που διανύοντας τη δέκατη ( ! ) δεκαετία της ζωής του παραμένει ακμαίος, δημιουργικός και απολαυστικά σατιρικός! Δεν ξέρουμε αν πράγματι το αφηγηματικό ποίημα που μας απέστειλε είναι πράγματι μία αληθινή ιστορία, αλλά σίγουρα είναι μοναδικό και «ιδιαίτερο»!
—————————————————————————————————————-
ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ TH XΡΥΣΗ EΠOXH
ΤΟΥ ΖΑΚΥΝΘΙΝΟΥ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΟΥ
ΣΤΟ ΛΟΜΒΑΡΔΙΑΝΟ ΚΑΖΙΝΟ
—————————————-
Η ΜΑΣΚΑΡΑ ΠΟΥ ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΑ
Σαν νεαρός και γω ήθελα να γλεντήσω,
την μαγεία του καρναβαλιού από κοντά να ζήσω.
Πήγαινα τακτικά με φίλο κολλητό,
ψάχνοντας για ντάμες σε κάθε έναν χορό.
Μάσκαρες ήταν πολλές, μα έπρεπε κάποια
να σου γνέψει, πως ήθελε μαζί σου να χορέψει.
Οι γονείς του φίλου μου και ιδίως η γιαγιά,
μας έλεγαν προσέχετε, μην είναι η ντάμα σας γριά.
Ένα βράδυ αξέχαστο, μαζί με τον κολλητό,
για ντάμες ψάχναμε να μπούμε στον χορό.
Υπήρχε και το νούμερο, ετών καμιά τριανταριά,
τον γόη έκανε εκείνη τη βραδιά.
Με απρεπή εγωισμό και περηφάνια ποταπή,
έκανε τρομάρα του, τον καρδιοκατακτητή.
Τα μάτια όλων έστρεψαν προς τη μεριά της σκάλας.
Φιγούρα αστραφτερή, πέρασε στη σάλα.
Μια μάσκαρα ασυνήθιστη, με λυγερή κορμοστασιά,
φανταστική η φορεσιά και σταρ περπατησιά.
Γάντια δερμάτινα γοβάκι από λουστρίνι,
τη σάλα πέρασε σαν μανεκέν πήγε σε καμαρίνι.
Κάθισε μόνη της κοιτά δεξιά, κοιτά αριστερά,
σε κανέναν δεν μιλά, ίσως κάτι αναζητά.
Να τη ζητήσει σε χορό, κανείς δεν κάνει την αρχή,
αυτή όπως έδειχνε, όλα να τα παρακολουθεί.
Την ευκαιρία άρπαξε, ο γόης της βραδιάς,
θέλησε αυτός να πάρει το ρίσκο της πρωτιάς.
Με βήμα σταθερό και μεγάλο εγωισμό,
ζητά να του χαρίσει ετούτον το χορό.
Με χειρονομία ταπεινωτική και ύφος αυστηρό,
τη σκάλα του δείχνει λέγοντας, η θέση σου δεν είναι δω.
Ο δύστυχος τα έχασε, δεν ξέρει πού να πάει,
τη σκάλα κατεβαίνει τρέχοντας, σίγουρα δεν ξαναπατάει.
Οι καβαλιέροι μούδιασαν κανένας δεν τολμάει,
να τη ζητήσει σε χορό, μήπως την άρνησή της πάρει.
Το χέρι της σηκώνει δείχνοντας εμάς,
με κίνηση καλέσματος, άραγε τι ζητά.
Ο φίλος μου σηκώθηκε μήπως θέλει αυτόν,
μα αυτή του έδειξε πως θέλει τον διπλανό.
Ο διπλανός ήμουν εγώ, άραγε τι να θέλει;
Με βήμα όχι σταθερό, πλησιάζω και τη ρωτώ.
Κυρία μου τι με θέλετε; Μην έκανα τίποτα κακό;
Όχι αγόρι μου κάθισε κοντά μου και αμέσως θα σου πω.
Φαίνεται πως την ξέρω γιατί μιλά ψιθυριστά,
αλλιώς θα μίλαγε καθαρά και δυνατά.
Κυρία μου με ξέρετε; Ναι πολύ καλά,
αύριο θα μάθεις ακόμα πιο πολλά.
Μια πρόταση σου κάνω και όχι παραπάνω.
Αν τη δεχτείς μένω, αν όχι φεύγω.
Θα ήθελα απόψε, μόνο μαζί μου να χορέψεις,
κι όποια άλλη πρόταση να αποτρέψεις.
Δεν πίστευα στα μάτια μου, δεν πίστευα στα αυτιά μου.
Αυτό είναι ανέλπιστο, σπαρτάρησε η καρδιά μου.
Περίμενα ανυπόμονα ν’ αρχίσει ο χορός,
στην αγκαλιά να σφίξω αυτόν το θησαυρό.
Η ορχήστρα άρχισε παίζοντας ταγκό,
την τράβηξα κοντά μου, σφιχτά στην αγκαλιά μου.
Αυτή με έσπρωξε διακριτικά και μ’ έφερε στην τάξη,
αύριο που θα με δεις, να δούμε τι θα πεις.
Όλοι εμάς κοιτούσανε με απορία μεγάλη,
μα δεν μπορούσε τίποτα κανείς να καταλάβει.
Βλέπουν έναν πιτσιρικά με την ξεχωριστή κυρία,
που η ίδια τον διάλεξε, όλοι το είδαν χωρίς αμφιβολία.
Στο χορό πετούσε σαν να ήταν κοριτσάκι,
στα μάτια απόφευγε σταθερά να με κοιτάξει.
Όσες φορές προσπάθησα στον ώμο της να γείρω,
αυτή τραβιόταν λέγοντάς μου θα σε δείρω.
Δεν αφήσαμε χορό να πάει χαμένος
κάθε στιγμή που πέρναγε ένιωθα πιο ερωτευμένος.
Κοιτά το ρολόι της μου λέει είναι αργά,
πρέπει να φύγω, γιατί είναι και μακριά.
Θα σε πάω εγώ. Όχι δεν πρέπει άλλο απόψε
να’ μαστε μαζί, θα πάρω ένα ταξί μην ανησυχείς.
Μου έσφιξε το χέρι, μου λέει ευχαριστώ,
κάνε υπομονή, αύριο θα με δεις.
Αύριο κούκλα μου χωρίς μάσκα να σε δω.
Σου έδωσα τον λόγο μου και πάντα τον κρατώ.
Την άλλη μέρα απ’ το πρωί την πόλη όλη γυρνούσα,
τη μάσκαρα που ερωτεύτηκα ίσως την συναντούσα.
Κάθε γυναίκα όμορφη στα μάτια την κοιτούσα,
μην με πλησιάσει και μου πει,
είμαι αυτή που χορεύαμε μαζί.
Οι ώρες πέρασαν ήταν πολύ αργά,
στον φίλο μου επήγα με βαριά καρδιά.
Ενώ ο φίλος μου έλεγε τα κατορθώματά μου,
ανοίγει η πόρτα μπαίνει μάσκαρα
και στέκεται μπροστά μου.
Τα μάτια μας ορθάνοιξαν του φίλου μου και μένα,
μην είναι κάτι μαγικό και όχι αληθινό;
Τη μάσκα βγάζει αργά αργά και πίσω από τη μάσκα
Θεέ μου…! Η γιαγιά.
Δε στο’ πα γυιόκα μου πως με γριές χορεύεις;
Αυτό να γίνει μάθημα, τις συμβουλές ποτέ μην κοροϊδεύεις.
Ήθελα ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί.
Πω..! Πω..! Ντροπή. Τη γιαγιά ντρεπόμουν πιο πολύ.
Δεν έφτανε το χάλι μου, είχα και το γιο της
λέγοντάς μου κοροϊδευτικά η ζωή τα έχει αυτά.
Πάντος εγώ Γιωργάκη μου σ’ ευχαριστώ
ότι διασκέδασες τη μάνα μου,
πάντα θα στο χρωστώ.
Γιώργος Στρούζας