«ΕΛΛΑΔΟΓΡΑΦΙΑ» – Νοσταλγία, σκέψεις, προβληματισμοί και αγωνίες – Του Μιχάλη Κωνσταντή

Ο Μιχάλης Κωνσταντής, αυτός ο εξαίρετος νομικός, δημοσιογράφος, πολιτικός και κοινωνικός αναλυτής και βεβαίως εκλεκτό μέλος της Ιονικής Οικογένειας, επιστρέφει σήμερα με άκρως… ποιητική διάθεση!

Μπορεί να μην παρουσιάζει κάποια δική του δημιουργία, αλλά η ανάλυση που ακολουθεί πάνω στην «Ελλαδογραφία» του σπουδαίου Νίκου Γκάτσου, αλλά και στο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Με τον τρόπο του Γ.Σ.», είναι πραγματικά υπέροχη και αξίζει να τη διαβάσει κάθε συνάδελφος. Διαβάστε τις σκέψεις του Μιχάλη για αυτά τα σπουδαία ποιήματα των αξεπέραστων δημιουργών του τόπου μας, τα οποία συνοδεύονται στο τέλος από τα ίδια τα ποιήματα, προβληματιστείτε κι εσείς, σκεφτείτε, χαθείτε μέσα στο μεγαλείο τους…


 ΕΛΛΑΔΟΓΡΑΦΙΑ

Νοσταλγία, σκέψεις, προβληματισμοί και αγωνίες

 

Ολοκληρώθηκαν οι εκλογές της 21ης Μαΐου, οι 70ές στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους και οδεύουμε προς τις 71ες (της 25ης Ιουνίου), που επί της ουσίας θα «επικυρώσουν» το αποτέλεσμα της πρόσφατης κάλπης. Με αυξητικές τάσεις για το πρωτεύσαν κόμμα, ενδεχομένως, λόγω και της ενισχυμένης αναλογικής που θα ισχύσει στις επικείμενες νέες εκλογές. Αντί πολιτικών σχολίων και συναφών… βαθυστόχαστων αναλύσεων, νιώθω την ανάγκη να αναφερθώ σε έναν ποιητικό θησαυρό από το όχι και πολύ μακρινό παρελθόν. Στην σχεδόν ξεχασμένη και αγνοημένη «Ελλαδογραφία» του Νίκου Γκάτσου.

Συνοψίζοντας το μικρό αυτό «φιλίστορος ελληνισμού», πόνημα, «Με τον τρόπο του Γ.Σ.», του Νομπελίστα ποιητή μας Γιώργου Σεφέρη. Ιδιαίτερα γνωστό από τον εναρκτήριο στίχο του («Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»), το ποίημα αυτό του Σεφέρη παρουσιάζεται από τον τίτλο του ως «μίμηση ύφους», με τη διαφορά ότι ο ποιητής εμφανίζεται να μιμείται τον εαυτό του, καθώς τα αρχικά παραπέμπουν στο όνομά του. Το ποίημα αναπτύσσεται με τη μορφή περιδιάβασης σε τουριστικούς και αρχαιολογικούς τόπους της μεσοπολεμικής Ελλάδος και εστιάζεται στα αισθήματα αλλοτρίωσης, απραξίας και στασιμότητας, που αποδίδουν τη σχέση των ανθρώπων με τον τόπο, το παρελθόν, τους γύρω τους αλλά και τον εαυτό τους. Και με μια προφητική… αγωνία του ποιητή για τον επερχόμενο μεγάλο πόλεμο, τον Β΄ Παγκόσμιο («Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937»).

 

Στα «Παράλογα» του Μάνου Χατζιδάκι, υπάρχει ένα ακροτελεύτιο «άσμα ασμάτων», που ελάχιστα προσομοιάζει με τραγούδι, καθώς είναι κάτι σαν τις «Δέκα εντολές» του ελληνισμού. Γραμμένες από την μυθική πέννα του δικού μας σύγχρονου Μωυσή (οποιοιδήποτε πονηροί και σκωπτικοί συνειρμοί, ουδεμία σχέση έχουν με πρόσωπα και καταστάσεις της τρέχουσας πολιτικής πραγματικότητας).

Ο Νίκος Γκάτσος, αυτός ο ξεχωριστός ποιητής της μιας και μόνης ποιητικής συλλογής, είναι ο «Έλληνας Μωυσής» που γράφει με τον πλέον συναρπαστικό, συνοπτικό και συνάμα ποιητικό τρόπο, στην «Ελλαδογραφία» του, την ιστορία των Ελλήνων. Από την εμφάνιση του κλάδου της «πελασγικής δρυός» και την «έξωσιν των πρωτοπλάστων εκ της κοιλάδος του Τίγρεως», μέχρι και σήμερα. Ή καλύτερα, μέχρι το τέλος του κόσμου «εις το απώτατον μέλλον», όταν ο Ήλιος «θα συγκεντρώσει εις τας αγκάλας του τους πλανήτας του και θα καταβροχθίσει αυτούς». (Οποία οικολογική ευαισθησία αλλά και προειδοποίηση, αλήθεια, σε εποχές που τέτοια ζητήματα σπανίως απασχολούσαν τον δημόσιο διάλογο!).

Στο οπισθόφυλλο του δίσκου, που κυκλοφόρησε το 1976, ο Μάνος Χατζιδάκις σχολιάζει με καυστικότητα: «Τα Παράλογα είναι ένας κύκλος λαϊκών τραγουδιών για σιωπηλή και κατ’ ιδίαν ακρόαση. Το θέμα των τραγουδιών είναι η αθάνατη Ελλάδα σ’ όλη την ένδοξη διαδρομή της και γι’ αυτό απαιτείται απ’ τους ακροατές προσήλωση, θρησκευτικότης και ει δυνατόν νηστεία- χωρίς να σημαίνει αυτό ότι Τα Παράλογα πρέπει να ακούγονται μόνο τη Μεγάλη Παρασκευή. Τα Παράλογα αποτείνονται σε μια σιωπηλή κατηγορία ανθρώπων που δύσκολα συναντά κανείς στον Ελλαδικό χώρο. Κι εδώ είναι η τόλμη αυτής της εργασίας. Περιττό να προσθέσω, ότι η συμμετοχή τόσων εθνικών κεφαλαίων στην ερμηνεία του έργου, καθιστά τον δίσκο γνήσια εθνικόφρονα χωρίς αμφισβήτηση για το ήθος και για τους στόχους του. Μουσικά, το έργο ανήκει στις νεώτερες αντιλήψεις μου περί τραγουδιού και μουσικής».

Τις φωνές τους στα «Παράλογα»… δανείζουν η Μελίνα Μερκούρη, η Μαρία Φαραντούρη, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Ηλίας Λιούγκος και -αναπάντεχα- ο Μίκης Θεοδωράκης, τραγουδώντας για πρώτη και τελευταία φορά σύνθεση άλλου δημιουργού, στο τραγούδι «Ελλαδογραφία», με το οποίο ολοκληρώνεται ο σημαντικότατος αυτός δίσκος. Η «Ελλαδογραφία», μάλιστα, αποτελεί και το επιστέγασμα των Χατζιδακικών αναζητήσεων, καθώς και το ποια Ελλάδα θέλει ο μεγάλος μουσουργός μας για τα χρόνια που έπονται μετά την «Μεταπολίτευση». Η ιστορία των «Παραλόγων» κρύβεται τεχνηέντως και εντέχνως πίσω από τις ποικίλες δραστηριότητες και δημιουργίες του Χατζιδάκι εκείνη την περίοδο της ζωής του. Οι στόχοι του ήταν η διερεύνηση του ελλαδικού χώρου στο σήμερα και στο παρελθόν, καθώς και η φυσική σύνδεσή μας με τα σύγχρονα διεθνή ρεύματα στην Τέχνη και τη Σκέψη.

Για να επανέλθουμε στην «Ελλαδογραφία», που έγραψε ο Νίκος Γκάτσος, οφείλουμε να παραδεχθούμε πως πρόκειται για μια μνημειώδη σύνοψη της υπερτρισχιλιετούς ιστορίας των Ελλήνων, που την Δωρικότητα και τη σαφήνειά της θα την ζήλευαν ιστορικοί του βεληνεκούς των Παπαρρηγόπουλου, Κορδάτου, Σβορώνου, Αδρακτά και Γλύκατζη-Αρβελέρ.

Κλίνω ευλαβικά, ως εκ τούτου, το γόνυ σ’ αυτό το λακωνικό, αλλά τόσο μεστό αριστούργημα. Αξίζει, δε, να παραθέσουμε και να ξαναδιαβάσουμε ολόκληρο το ανυπέρβλητο αυτό ποίημα του Γκάτσου, υποκλινόμενοι για πολλοστή φορά στο φωτεινό απολλώνιο πνεύμα του μεγάλου δημιουργού:

 

                                                         «Ελλαδογραφία

Τω καιρώ εκείνο ο ακμαιότερος κλάδος της πελασγικής δρυός

εκάλυπτε τρεις οικισμούς πέριξ του μυστηριώδους Βράχου της Ακροπόλεως.

Αλλά μετά τα δραματικά γεγονότα της Μεσοποταμίας, τα οποία οδήγησαν

εις την έξωσιν των πρωτοπλάστων εκ της κοιλάδος του Τίγρεως και

προεκάλεσαν σύγχυσιν εις τας φρένας των ανθρώπων, οι οικισμοί

των Αθηνών ήρχισαν να πληθύνονται παραλόγως.

Αποτέλεσμα υπήρξεν η αλματώδης επέκτασις της πόλεως και η δημιουργία

του λεγομένου άστεως, το οποίο κατά τους αρχαιοπλήκτους ιστορικούς

εμεγαλούργησε και περιεβλήθη την αίγλην της αιωνιότητος.

 

Επίσκοποι και προεστοί

κατακτητές και στρατηλάτες

επαναστάτες και αστοί

της ιστορίας οι πελάτες.

 

Αλλά οι αρχαίοι Θεοί, εν τη μερίμνη των δια τα υπόλοιπα πελασγικά

φύλα, απεφάσισαν την βαθμιαία κατάρρευσιν των Αθηνών ως ηγέτιδος

πόλεως και την απαλλαγήν του Ελληνισμού, ως εθνικού πλέον συνόλου,

εκ των κινδύνων του συγκεντρωτισμού. Κατά τους επόμενους μακρούς αιώνας

κατεβλήθησαν αρκεταί προσπάθειαι δια την αναβίωσιν του παλαιού άστεως,

αλλ’ αύται απέβησαν άκαρποι. Ευτυχώς δε, διότι κατά την νεωτέραν και σκληροτέραν δοκιμασίαν

του γένους, η εκ νέου κυριαρχία των Αθηνών θα απεδυνάμωνε τας

κορυφάς και τας πεδιάδας της πελασγικής γης,

αι οποίαι διεμόρφωσαν την οριστικήν φυσιογνωμίαν της φυλής και κατηύγασαν

δι’ ανεσπέρου φωτός τους ομιχλώδεις ορίζοντας της

περιδεούς ανθρωπότητος.

 

Στο Σούλι και στην Αλαμάνα

κάναμε φως τη συμφορά

θα μας θυμούνται τάχα μάνα

καμιά φορά;

 

Ματαία ελπίς. Ουδείς τους ενεθυμήθη ως ζώσας αιωνιότητας,

ουδείς τους κατενόησεν εις τας πραγματικάς των διαστάσεις. Και αι

Αθήναι, καταστάσαι πρωτεύουσα (του) νεοπαγούς κράτους, ήρχισαν να

προετοιμάζονται διά την εκ νέου απορρόφησιν της ικμάδος του έθνους.

Αλλά η προγονική κληρονομία δεν είχεν εξ ολοκλήρου σπαταληθή και

οι μεταγενέστεροι αδελφοί του μικρού Χορμόπουλου, εκ των Ηπειρωτικών

ορέων και εξ όλων των στενωπών της αθανάτου πατρίδος, διέπλευσαν την

Αχερουσίαν της μοίρας των με την γαλήνην του μαρτυρίου και της θυσίας.

Και τα βαρβαρικά έθνη ηπόρησαν και κατ’ ιδίαν εκάγχασαν ακριβώς όπως

αι Αθήναι.

 

Χτυπάτε της οργής προφήτες

καμπάνα στην Καισαριανή

νά ΄ρθουν απόψε οι Διστομίτες

νά ΄ρθουν κι οι Καλαβρυτινοί

με σπαραγμό κι απελπισία

για τη χαμένη τους θυσία.

 

Άραγε είναι αληθές ότι η θυσία των απέβη επί ματαίω;

Ουδείς δύναται να αποφανθή μετά βεβαιότητος και ουδείς δύναται να

προεξοφλήση το μέλλον διότι η ιστορία των ανθρώπων είναι μία

συνεχής παλινδρόμησις. Αλλά με την διαρκώς ογκούμενην υπερτροφίαν της

Αττικής αι προοπτικαί διαγράφονται σκοτειναί. Οι αρχαίοι Θεοί δεν

υπάρχουν πλέον δια να δώσουν την λύσιν, και ούτω, θάττον η βράδυον,

αι Αθήναι θα συγκεντρώσουν εις τους κόλπους των και θα εξαφανίσουν διά

παντός την Ελληνικήν αρετήν, ως ο Κρόνος εις το απώτατον παρελθόν

κατέτρωγε τα ίδια αυτού τέκνα ή ως ο Ήλιος εις το απώτατον μέλλον θα

συγκεντρώσει εις τας αγκάλας του τους πλανήτας του

και θα καταβροχθίσει αυτούς!

Γένοιτο! και εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.

 

Πότε θ’ ανθίσουνε τούτοι οι τόποι;

Πότε θα ΄ρθούνε κανούργιοι ανθρώποι

να συνοδεύσουνε την βλακεία

στην τελευταία της κατοικία;».

 

Και κλείνουμε «Με τον τρόπο του Γ.Σ.». Νοσταλγία, σκέψεις, προβληματισμοί και αγωνίες του Γιώργου Σεφέρη, αλλά εν τινι μέτρω και πολλών άλλων. Τότε και σήμερα.

 

                                                   «Με τον τρόπο του Γ.Σ.

 

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.

Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου

γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου

καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ’ ακολουθούσε

ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου

ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού.

Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν

ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες

μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή

μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά

από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.

Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών

και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου»·

χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα

μ’ έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.

Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο

με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.

Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε

πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;

O ένας έρχεται από τη Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως «έρχεται εξ Oμονοίας»

«Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος» απαντά κι είν’ ευχαριστημένος

«βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό».

Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει

δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι όλοι εμείς

δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια·

περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν.

 

Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική και δε βρίσκεται πουθενά·

αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε

κρατούν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται

ο άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ’ ένα φόντο με πιτσούνια και με λουλούδια

δέχουνταν το χέρι του γερο-φωτογράφου να του στρώνει τις ρυτίδες

που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του

όλα τα πετεινά τ’ ουρανού.

 

Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει

κι αν «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς»

είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι

εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν

την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜOΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚO.

Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά

σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης

καμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει

ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ’ άσπρα και στα χρυσά.

 

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει·

παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες…

Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937.

 

Α/π Αυλίς, περιμένοντας να ξεκινήσει.

Καλοκαίρι 1936».

 

Μιχάλης Κωνσταντής