Αντόνι Γκαουντί : Όταν η αρχιτεκτονική αγγίζει τα θεϊκά όρια

Αντόνι Γκαουντί :

Όταν η αρχιτεκτονική αγγίζει τα θεϊκά όρια

 

Το φθινόπωρο του 2019 πραγματοποιήσαμε την τελευταία εξόρμησή μας στο εξωτερικό με τους συναδέλφους, πριν ο εφιάλτης του covid χτυπήσει την πόρτα μας… 3 χρόνια μετά που πέρασαν δύσκολα, με τραγικές απώλειες και αποξένωση, νιώθαμε την ανάγκη να βρεθούμε ξανά μαζί σε ένα όμορφο ταξίδι στο εξωτερικό για να ανανεώσουμε τους δεσμούς που σφυρηλατήθηκαν σε προηγούμενες εκδρομές μας, να εξερευνήσουμε νέες περιοχές και να δημιουργήσουμε υπέροχες αναμνήσεις.

Η πρόσφατη εκδρομή μας σε Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία, χωρίς καμία δόση υπερβολής, ήταν και από τις πιο επιτυχημένες. Οι συνάδελφοι αγωνιούσαν για το ταξίδι μας και η εξαιρετική διάθεση ήταν παρούσα και τις 10 ημέρες της υπέροχης εξόρμησής μας.

Κατά τη διάρκεια της εκδρομής μας, πραγματικά επισκεφθήκαμε υπέροχα τοπία, πανέμορφες πόλεις, ιστορικά αξιοθέατα και αξιολογώντας όσα επισκεφθήκαμε, μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι η Βαρκελώνη ήταν ένα από τα πιο εντυπωσιακά μέρη που γνωρίσαμε. Η πιο πλούσια πόλη της Ισπανίας, με όμορφα σημεία παντού, με άριστη πολεοδομική ανάπτυξη, αλλά και με τη σπουδαία κληρονομιά του ανυπέρβλητου Αντόνι Γκαουντί…

Στη Βαρκελώνη βρίσκονται βεβαίως τα δύο σημαντικά μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, πραγματικά μοναδικά στο αρχιτεκτονικό τους ύφος, η Σαγράδα Φαμίλια και το Πάρκο Γκουέλ, αλλά και διάφορες δημιουργίες του Καταλανού αρχιτέκτοντα, διάσπαρτες στην πόλη, που της δίνουν μία ξεχωριστή νότα. Ο Αντόνι Γκαουντί, συνυφασμένος με την πρωτεύουσα της Καταλονίας, έχει συμβάλει αποφασιστικά στην εντυπωσιακή εικόνα της Βαρκελώνης με τα έργα που φέρουν τη σφραγίδα του. Με αφορμή λοιπόν την επίσκεψή μας, το αφιέρωμά μας ανήκει στον τεράστιο αυτό αρχιτέκτονα με τα επιτεύγματα που μοιάζουν να ξεπερνούν τις ανθρώπινες δυνατότητες…

Η ζωή και το έργο του

Ο Ισπανός αρχιτέκτονας Αντόνι Γκαουντί υπήρξε χωρίς αμφιβολία μια από τις πιο ξεχωριστές προσωπικότητες παγκοσμίως των αρχών του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε στις ακτές της Καταλονίας, στις 25 Ιουνίου 1852 και ήταν το νεότερο από τα 5 παιδιά της οικογένειάς του. Ο πατέρας του εργαζόταν ως σιδηρουργός, γεγονός που επηρέασε σε ένα βαθμό την οπτική, την αισθητική και εν τέλει το έργο του Γκαουντί, όπως μπορεί να διαπιστώσει εύκολα κάθε θεατής των δημιουργημάτων του.

Ο Γκαουντί είχε δείξει από μικρός το ταλέντο του στο σχέδιο και μάλιστα έφτιαχνε τα σχέδια για τις εργασίες του πατέρα του! Στο σχολείο ήταν άριστος στη Γεωμετρία, τη Μουσική και τα Αρχαία Ελληνικά. Ωστόσο, όσο ήταν νέος υπέφερε από ρευματισμούς κάτι που συνέβαλε στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ώστε σταδιακά να γίνει απόμακρος, εσωστρεφής και επιφυλακτικός.

Το 1868 μετέβη στην πόλη με την οποία συνέδεσε το όνομά του όσο κανένας άλλος. Στη Βαρκελώνη αρχικά ξεκίνησε να σπουδάζει για να γίνει δάσκαλος, αλλά σύντομα άρχισαν οι πνευματικές αναζητήσεις που τον οδήγησαν σε άλλα μονοπάτια… αρχιτεκτονική. Άλλωστε, η πρωτεύουσα της Καταλονίας διαπνεόταν τότε από το ρεύμα του μοντερνισμού και έτσι ο Γκαουντί ανέπτυξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική. Σπούδασε από το 1870, αλλά καθυστέρησε να τελειώσει, καθόσον ενδιάμεσα υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία. Ήδη κατά τη διάρκεια των σπουδών του είχε ξεκινήσει να φτιάχνει μακέτες και προσχέδια για εγνωσμένης αξίας αρχιτέκτονες της πόλης.  Η κακή κατάσταση της υγείας του αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα συμμετοχής του σε πολεμικές επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα το 1878 να τελειώσει τις σπουδές του, με το διευθυντή του να σχολιάζει, παραδίδοντάς του το δίπλωμα :«Δίνουμε τον ακαδημαϊκό αυτό τίτλο ή σε έναν τρελό ή σε μια διάνοια. Ο χρόνος θα δείξει»…

Τα πρώτα του έργα ήταν δύο φανάρια για τον φωτισμό δρόμων της πόλης, που του ανέθεσε το δημοτικό συμβούλιο της Βαρκελώνης. Αργότερα δημιούργησε και το πρώτο του σημαντικό έργο, την περίφημη Casa Vicens που τον έκανε ευρύτερα γνωστό. Το 1878 έλαβε μέρος στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού που του άλλαξε τη ζωή, καθώς τα έργα του εντυπωσίασαν τον Καταλανό βιομήχανο Εουσέμπι Γκουέλ, ξεκινώντας μία σχέση που ακολούθησε τον Γκαουντί για τις επόμενες δεκαετίες. Ο Γκουέλ, γοητευμένος από το ταλέντο, τις ικανότητες και τη μοναδική αισθητική του Γκαουντί, του ανέθεσε σειρά από έργα, ανάμεσά τους την Έπαυλη Γκουέλ, το Παλάτι Γκουέλ και βεβαίως το περίφημο Πάρκο Γκουέλ!

Σταδιακά άρχισε να γίνεται γνωστός σε όλη την Ισπανία (σημαντική συμβολή η Έκθεση του 1888) και να λαμβάνει πολυάριθμες παραγγελίες, οι οποίες στην πλειονότητά τους έμειναν ημιτελείς. Κι αυτό γιατί ο Γκαουντί είχε τα δικά του σχέδια που ήθελε να υλοποιήσει…

Στην αυγή του 20ού αιώνα, προχωρά ακόμα περισσότερο τις ιδέες του, αφού, επηρεασμένος από τη φύση και τη ρηξικέλευθη νοοτροπία του, ο αρχιτεκτονικός του σχεδιασμός άρχιζε να αψηφά τις συμβατικές νόρμες και άρχισε να δημιουργεί μια νέα αρχιτεκτονική δομή που μπορούσε να σταθεί όρθια χωρίς εσωτερική ή εξωτερική αντιστήριξη!

Από το 1906 εγκαταστάθηκε με τον πατέρα του και την ανιψιά του σε ένα από τα σπίτια στο Πάρκο Γκουέλ, όπου σήμερα βρίσκεται το Μουσείο Γκαουντί. Και από το 1915, αρχίζει να αφοσιώνεται στο έργο που σημάδεψε το υπόλοιπο της ζωής του, την πόλη της Βαρκελώνης και την παγκόσμια αρχιτεκτονική. Τη Σαγράδα Φαμίλια.

Η οικονομική κρίση του 1915 παρέλυσε τις εργασίες ανέγερσης της Σαγράδα Φαμίλια. Εξαιτίας των γεγονότων αυτών, ο ανέκαθεν ευσεβής και σκληροπυρηνικός καθολικός Γκαουντί αφιέρωσε πλέον τη ζωή (και την περιουσία) του στην ανοικοδόμηση του καθεδρικού της Βαρκελώνης, εγκαταλείποντας ταυτοχρόνως κάθε άλλη παραγγελία. Η δεκαετία ωστόσο που ξεκινούσε θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη για τον ίδιο, καθώς τότε σημειώθηκαν οι θάνατοι της ανιψιάς του, του βασικού βοηθού του, αλλά και του πιστού του πατρόνου Γκουέλ.

Πέθανε σαν ζητιάνος – Κηδεύτηκε σαν βασιλιάς

Το τελευταίο διάστημα της ζωής του διέμενε μέσα σε μία κρύπτη του υπό κατασκευή ναού. Ο μόνος λόγος για να βγει από την εκκλησία ήταν η καθημερινή θρησκευτική του ρουτίνα: απολάμβανε έναν περίπατο μέχρι τη γειτονική εκκλησία, όπου προσευχόταν κάθε πρωί. Το πρωινό της 7ης Ιουνίου του 1926, καθώς περπατούσε προς την εκκλησία, χτυπήθηκε από διερχόμενο τραμ, τραυματίστηκε σοβαρά και έπεσε λιπόθυμος. Τα άσχημα ρούχα που φορούσε και το γεγονός ότι δεν είχε πάνω του ταυτότητα ή κάποιο άλλο έγγραφο με το όνομά του έκανε τους περαστικούς να θεωρήσουν ότι ήταν ζητιάνος. Ένας αστυνομικός τον μετέφερε με ταξί στο νοσοκομείο όπου έλαβε τη στοιχειώδη περίθαλψη. Την επομένη τον αναγνώρισε ένας ιερέας, αλλά ήταν αργά. Ο Γκαουντί πέθανε στις 10 Ιουνίου 1926 σε ηλικία 74 ετών.
Ο ενταφιασμός του έλαβε χώρα δύο μέρες αργότερα, με ένα μεγάλο πλήθος να συγκεντρώνεται για να αποχαιρετίσει μια για πάντα τον άνθρωπο που αναμόρφωσε αισθητικά τη Βαρκελώνη.

Κίνημα Μοντερνισμού

Συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους αρχιτέκτονες του ρεύματος του μοντερνισμού. Ο μοντερνισμός υπήρξε κοινωνικο-πολιτισμικό κίνημα της Καταλονίας μεταξύ των τελών του 19ου αιώνα και της δεκαετίας του 1920. Οδήγησε στον εκσυγχρονισμό της Καταλονίας και στην πολιτισμική ένταξή της στην ευρύτερη ευρωπαϊκή κουλτούρα και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ισπανία όπου ως κίνημα δεν είχε αντίκρισμα.

Η διάθεση ανανέωσης και επέκτασης του πολεοδομικού ιστού της πόλης από την παντοδύναμη καταλανική αστική τάξη με την οικοδόμηση της Bαρκελωνικής Eπέκτασης (Eixample) αποτέλεσαν το σκηνικό που επέτρεψε την εφαρμογή των νέων τάσεων στην αρχιτεκτονική και τις διακοσμητικές τέχνες. Η Βαρκελώνη των τελών του 19ου αιώνα μεταμορφώθηκε σε μία εκ των σημαντικότερων μητροπόλεων της νότιας Ευρώπης γνωρίζοντας πρωτοφανή άνθηση σε πολιτισμικό επίπεδο. 

 

Πολύ μπροστά από κάθε εποχή

Το αρχιτεκτονικό στυλ του Γκαουντί πέρασε από διάφορες φάσεις. Στα πρώτα του έργα ακολούθησε έναν μάλλον φανταχτερό βικτωριανισμό, γρήγορα όμως βρήκε έναν δικό του τρόπο να συνθέτει με τολμηρό τρόπο τις προσόψεις, τις οποίες ζωντάνευε με διακοσμητικά σχέδια από τούβλο ή πέτρα και με χαρούμενα κεραμεικά πλακίδια, καθώς και με ανθικά ή ερπετόμορφα μεταλλοτεχνήματα (σαφώς επηρεασμένος και από τον πατέρα του).

Εν τέλει, επηρεασμένος από τη φύση, έφθασε σε ένα τύπο οικοδομής που αποκλήθηκε ισόρροπος, αφού οι κατασκευές του στέκονταν χωρίς στηρίγματα, ή, όπως έλεγε ο Γκαουντί, όπως στέκεται ένα δέντρο.

Η ώριμη περίοδος του Γκαουντί περιλαμβάνει ορισμένα από τα πιο διάσημα κτίρια της Βαρκελώνης, όπως το πάρκο Γκουέλ, το Κάζα Μπατλιό, την πολυκατοικία Κάζα Μιλά ή λα πεδρέρα – όπως αποκαλείται στα καταλανικά – και φυσικά το ημιτελές του αριστούργημα, τη Σαγράδα Φαμίλια. Τα περισσότερα από τα κτίρια του αρχιτέκτονα είναι επισκέψιμα στο κοινό, ενώ αποτελούν μια από τις πιο ισχυρές τουριστικές ατραξιόν της Βαρκελώνης.

Τα κτίρια του ιδιοφυούς αρχιτέκτονα έμελλε να επιβεβαιώνουν την παρατήρηση του καθηγητή που του παρέδωσε το δίπλωμα, περί αμφιταλάντευσης μεταξύ τρέλας και ιδιοφυΐας, όντας ρευστά, πολύχρωμα και καμπυλόμορφα, τόσο πιο εξωτικά και απόκοσμα ακόμα και από όσα θα ακολουθούσαν στη μοντέρνα αρχιτεκτονική. Αναμφίβολα μπορεί να ειπωθεί ότι ο Γκαουντί ήταν μπροστά από την εποχή του – και πιθανώς ακόμα είναι μπροστά από την εποχή μας…

Ο Καταλανός αρχιτέκτονας μπορεί να μην άφησε πίσω του πλήθος μνημείων, ωστόσο η δική του ξεχωριστή ματιά και τα κτίρια που εμπνεύστηκε και ανήγειρε στη Βαρκελώνη, προσδίδουν μία μοναδικότητα στην καταλανική πρωτεύουσα, αφού η ιδιαίτερη φόρμα τους και οι καμπύλες τους τα κάνουν αναγνωρίσιμα ακόμη και στον πιο αδαή στην τέχνη της αρχιτεκτονικής.

Πάρκο Γκουέλ

Το Πάρκο Γκουέλ, που ανακηρύχθηκε το 1984 Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO, είναι η πιο πολύχρωμη δημιουργία του Αντόνι Γκαουντί και ένα από τα μεγαλύτερα αρχιτεκτονικά συμπλέγματα της Ευρώπης. Πρόκειται για παραγγελία του Εουσέμπι Γκουέλ και προβλεπόταν να περιλαμβάνει δημόσια κτίρια και εξήντα κατοικίες προς πώληση στην ανώτερη, πλούσια αστική τάξη της πόλης, όμως σχεδόν τίποτε από όλα αυτά δεν υλοποιήθηκε. Το Πάρκο Γκουέλ ολοκληρώθηκε γύρω στο 1914 και η είσοδος με τα δύο περίπτερα και τη μεγάλη σκάλα με την πολύχρωμη σαλαμάνδρα, που έγινε το σύμβολό του, άνοιξε για τους κατοίκους της πόλης το 1922. Το «Δωμάτιο με τις εκατό κολόνες», μια κλειστή αγορά διακοσμημένη με γυαλί και τα χαρακτηριστικά κεραμικά μωσαϊκά του αρχιτέκτονα, εντυπωσιάζει τους επισκέπτες, καθώς και η Γκραν Πλάσα Σιρκουλάρ, ένας ανοιχτός χώρος με πολύχρωμα μωσαϊκά, εντυπωσιακή θέα στην πόλη και το μακρύτερο ίσως παγκάκι στον κόσμο, μήκους 152 μέτρων, που σχεδίασε ο Ζουζέπ Ζουζόλ. Μέσα στο πάρκο υπάρχει και λειτουργεί ως μουσείο το σπίτι όπου έζησε ο Γκαουντί με τον πατέρα και την ανιψιά του από το 1906 έως το 1926.

Σαγράδα Φαμίλια

Ο Εξαγνιστικός Ναός της Ιερής Οικογένειας (Σαγράδα Φαμίλια = Ιερή Οικογένεια) είναι το πλήρες όνομα της πιο ιδιόμορφης εκκλησίας της Ευρώπης που υπήρξε το magnum opus του Αντόνι Γκαουντί, ενώ σήμερα είναι το έμβλημα της Βαρκελώνης και Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Το έργο ανατέθηκε στον Γκαουντί το 1883, έναν χρόνο μετά την έναρξή του, και εκείνος άλλαξε κυριολεκτικά τα πάντα στα σχέδια, αντλώντας έμπνευση κυρίως από τη φύση. Ο βαθιά θρησκευόμενος αρχιτέκτονας φρόντισε το κεντρικό κωδωνοστάσιο του Ιησού Χριστού, το ψηλότερο στον κόσμο με ύψος 170 μέτρα, να είναι ένα μέτρο χαμηλότερο από τον κοντινό λόφο Μονζουΐκ από σεβασμό, καθώς πίστευε ότι «αν η Φύση είναι το έργο του Θεού και οι αρχιτεκτονικές μορφές πηγάζουν από τη Φύση, τότε το έργο του Θεού συνεχίζεται διαμέσου των αρχιτεκτόνων». Ο Γκαουντί έζησε μέσα στον υπό ανέγερση ναό σαν ερημίτης και ενταφιάστηκε στην κρύπτη του καθεδρικού. Ο ναός τότε είχε ολοκληρωθεί κατά το 20% περίπου, ενώ μόνο ένας πύργος από την πρόσοψη της Γέννησης, τη μία από τις τρεις προσόψεις της Σαγράδα Φαμίλια, είχε υψωθεί. Ωστόσο, προνοητικός ων, είχε αφήσει πίσω του τα σχέδια, με τα οποία συνεχίζεται η ανέγερση του ναού μέχρι σήμερα. Παραμένει το πιο δημοφιλές εργοτάξιο του κόσμου, καθώς κάθε χρόνο αναρίθμητοι επισκέπτες συρρέουν για να θαυμάσουν το σύμβολο αυτό της «Καταλανικής Αναγέννησης». Οι εργασίες συνεχίζονται με σκοπό να ολοκληρωθεί τελικά ο ναός το 2026, έναν αιώνα από το θάνατο του Γκαουντί.