«Τα μάτια του αλόγου μου». Η συγκινητική ιστορία ενός στρατιώτη που έχασε το άλογό του κυνηγώντας Ιταλούς στην Αλβανία… – Από το facebook της συναδέλφισσας Λευκοθέας Λέκκα

Πολλές φορές ορισμένοι μιλούν για τον πόλεμο με ευκολία. Πιθανώς επειδή δεν τον έχουν ζήσει και δεν μπορούν να διανοηθούν τη φρίκη του.

Ωστόσο, όταν κάποιες φορές φτάνει αυτή η ώρα, όπως έγινε με το ιστορικό «ΟΧΙ» των Ελλήνων το 1940, οι μαχητές με όλο τους το σθένος υπερασπίζονται τα ιδανικά τους. Η φρίκη όμως παραμένει και σίγουρα οι εικόνες και οι θύμησες από το πεδίο των μαχών, δεν μπορούν ποτέ να ξεχαστούν από όσους βρέθηκαν σε τέτοιες καταστάσεις.

Τα ερεθίσματα είναι αμέτρητα και όπως αποδεικνύει η ακόλουθη συγκλονιστική ιστορία, στη μάχη επιβίωσης, σύντροφος μπορεί να αποδειχθεί οποιοσδήποτε και οτιδήποτε.

Η συναδέλφισσά μας Λευκοθέα Λέκκα, η οποία υπηρέτησε στη Διεύθυνση Μηχανογράφησης, τη Διεύθυνση Γενικών Λειτουργιών, τη Διεύθυνση Λογιστηρίου, τη Διεύθυνση Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και τη Διεύθυνση Συστημάτων Πληροφορικής, η οποία είναι ιδιαίτερο ενεργή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παρουσίασε στη σελίδα της στο facebook την ανάμνηση ενός ιππέα, που δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχάσει τις τελευταίες ματιές του αχώριστου συντρόφου του… του αλόγου του…



Ο πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας “Ακρόπολις” Σπύρος Τριανταφύλλου περιγράφει την ιστορία του Ψαρή. Του αλόγου που δεν άντεξε τις κακουχίες και άφησε την τελευταία του πνοή σε ένα χαντάκι στην Αλβανία.

Η ιστορία δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα στις 9 Μαρτίου 1941.

Γράφει ο Τριανταφύλλου:

« Σ’ ένα χωριό στην πλαγιά του Μόροβα, στο σπίτι ενός Αλβανού χριστιανού που καταλύσαμε ένα βράδυ βρεθήκαμε στρατιώτες όλων των όπλων και σοφέρ ακόμα. Ρώτησα έναν που είχε λάβει μέρος στην ιστορική μάχη της Πίνδου:

Συνάδελφε, ποιο πράγμα δε θα λησμονήσεις ποτέ από αυτόν τον πόλεμο;

Ήταν ιππέας ο συνάδελφος. Με κοίταξε, σκάλισε λίγο με την τσιμπίδα τη φωτιά, που έκαιε μπρος μας και μ’ απάντησε:

Τα μάτια του αλόγου μου…

Και συνέχισε:

Κυνηγούσαμε μέρες τους Ιταλούς. Τους βγάλαμε από τα μέρη μας που είχαν μπει και τους ακολουθούσαμε μέσα στο διαολότοπο, την Αλβανία. Τα άλογά μας τσακισμένα από την κούραση δυσκολευόντουσαν τώρα από τα χιόνια και τους γκρεμούς. Είδα πολλά που πέφτανε και τους συναδέλφους να τα χαϊδέουν λίγο και να τ’ αφήνουν εκεί που έπεφταν για να συνεχίσουν το κυνήγι των Ιταλών πεζή. Ήρθε και η σειρά του δικού μου. Σ’ ένα χαντάκι σκεπασμένο με χιόνι, τόσο που να μη φαίνεται ο Ψαρής μού κόλλησε. Πήδησα από τη σέλα. Το άλογο προσπαθούσε να σηκωθεί αλλά δε μπόρεσε κι έπεσε ολότελα. Πεινασμένο μουσκεμένο ως το κόκκαλο, ταλαιπωρημένο από το αδιάκοπο τρέξιμο πάνω στα κατσάβραχα ήταν γραφτό του να μείνει εκεί. Μάζεψα τα πράγματα που είχα στη σέλα για ν’ ακολουθήσω κι εγώ με τα πόδια τους άλλους. Το χάιδεψα λίγο στο σβέρκο και το φίλησα. Και κίνησα.

Σε λίγα βήματα γύρισα να το ιδώ για τελευταία φορά. Μπορεί να ήταν ζώο, αλλά ήταν ο σύντροφός μου στον πόλεμο. Είχαμε δει μαζί τόσες φορές τον θάνατο, είχαμε περάσει μαζί μερόνυχτα ζωής τέτοιας που δε λησμονιέται ποτέ. Και το είδα να με κοιτάζει που έφευγα. Τι ματιά ήταν αυτή, βρε παιδιά… Πόσο παράπονο, πόση λύπη φανέρωνε..Μ’ έπιασε κλάμα. Αλλά δεν πρόλαβαν ν’ ανέβουν δάκρυα στα μάτια μου. Ο πόλεμος δεν αφήνει καιρό για τέτοια. Σε μια στιγμή σκέφτηκα να το σκοτώσω. Δε βάσταξε όμως η καρδιά μου. Και το άφησα εκεί. Με κοίταζε ως που χάθηκα πίσω από το βράχο…»

Πηγή : www.mixanitouxronou.gr/