«Πεθαίνω σαν χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη – Από το συνάδελφο Μιχάλη Κωνσταντή

Ο νομικός, δημοσιογράφος, λάτρης της λογοτεχνίας και εκλεκτό μέλος της Ιονικής Οικογένειας, Μιχάλης Κωνσταντής, που συνεισφέρει τακτικά στην ανανέωση του ενδιαφέροντος και την ποικιλία της θεματολογίας της ιστοσελίδας μας, μας παρουσιάζει αυτήν τη φορά ένα από τα «μαύρα διαμάντια» της ελληνικής λογοτεχνίας, το σύντομο, αλλά και ορμητικά χειμαρρώδες, «Πεθαίνω σαν  χώρα» του συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη.

Ο Μιχάλης, αιώνιος εραστής της λογοτεχνίας, σημειώνει ότι η δεύτερη ανάγνωση του βιβλίου από τον ίδιο -δεκαετίες μετά από την πρώτη- του γέννησε συναισθήματα θαυμασμού, όχι μόνο για τη διαχρονικότητά του, αλλά και την προφητική του φύση, καθώς 4 δεκαετίες μετά την έκδοσή του, ο τίτλος και το περιεχόμενο δημιουργούν αμέσως συνειρμική σύνδεση με το σήμερα. Διαβάζοντας όμως και το σπουδαίο κείμενο, το οποίο έχει μεταφερθεί επανειλημμένως στο θέατρο, δεν μπορεί κανείς να μη σταθεί στο «βίαιο» γλωσσικό του πλούτο που καλλιεργεί έναν παραληρηματικό συναισθηματισμό, ο οποίος δένει απόλυτα με το δυστυχώς πάντα επίκαιρο μήνυμα της σήψης και της παρακμής -αν όχι του θανάτου- της χώρας μας:

 

.                                        

Ο συνάδελφος Μιχάλης Κωνσταντής

«ΠΕΘΑΙΝΩ ΣΑΝ ΧΩΡΑ»

 

Ένα μικρό βιβλιαράκι μόλις 48 σελίδων. «Πεθαίνω σαν χώρα» είναι ο τίτλος του και συγγραφέας του βιβλίου ο Δημήτρης Δημητριάδης. Το διάβασα ως πρωτοετής φοιτητής, όταν ακόμη δεν είχα στην «φαρέτρα» μου τα απαραίτητα εκείνα εχέγγυα που απαιτούνταν για την αποκωδικοποίησή του.

Η οραματική και βίαιη γραφή του Δημητριάδη δανείζεται από όλα τα στρώματα της ελληνικής γλώσσας. Με ένα ενδόμυχο ξέσπασμα, στα όρια της εξομολόγησης, δημιουργεί μία ανεπανάληπτη λογοτεχνική αλχημεία. Όπου η υπέρμετρη βαρβαρότητα συμβαδίζει με την υπερβατικότητα,. Όπου η παθολογία του εμφυλίου αντικατοπτρίζεται στους αρχαίους πολέμους. Όπου η ανθρωποκτονία, ο εξευτελισμός, η χλεύη, ο βιασμός συμμειγνύονται με την προσευχή, και την αγριότητα της μοναξιάς. Ένα παραισθησιογενές σύμπαν που αφηγείται, σαν ένας εφιάλτης εν εγρηγόρσει, την σφοδρή εκτόξευση ενός εθνικού υποσυνειδήτου προς το μηδέν. Ένα «πάθος» κατακλυσμένο από την σκιά της Ιστορίας, όπου μόνον η ομορφιά και ο πόθος της γραφής σώζουν από τη φρίκη. Ο Δημητριάδης είναι ο ποιητής του ασυμφιλίωτου.

Σε μια χώρα όπου σχεδόν διαχρονικά οι ποικιλώνυμοι κηφήνες κατέλαβαν την κυψέλη και ρούφηξαν όλο το μέλι της, μέχρι να οδηγήσουν το μελίσσι σε αφανισμό. Σε μια χώρα όπου πολλοί έκαναν πολιτικές καριέρες κουβαλώντας βαριά ονοματεπώνυμα και όπου ο πολιτικός νεποτισμός βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη, ήταν πασιφανές ότι επίκειται τσουνάμι. Και φυσικά, όσοι σπέρνουν θύελλες θερίζουν αργά ή γρήγορα καταιγίδες.

Δυστυχώς, η κατάσταση της χώρας μας όλα τα τελευταία χρόνια παραπέμπει στο τίτλο του σημαντικού για τη νεοελληνική γραμματεία βιβλίου του Δημητριάδη, όπως και πολλά απ’ όσα συνιστούν την προσέγγιση του μεγάλου αυτού συγγραφέα, που η χώρα του, από μικρή σχετική ηλικία, τον εξοβέλισε στην Εσπερία. Ας μαγευτούμε κι ας προβληματιστούμε λίγο, από ένα μικρό απόσπασμα του βιβλίου:


« (…) «Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Γράφω σ’ εσένα γιατί μαζί ποθήσαμε να είναι γόνιμα αυτά τα σπλάχνα, κι αυτός ο πόθος μας ένωσε νύχτες και νύχτες… και σ’ άλλες ώρες της μέρας, όταν ξαφνικά γινόταν ένα θαύμα και ξεχνούσαμε τον τρόμο που έτρεχε στους δρόμους καθώς μες στις φλέβες μας… τα εφιαλτικά δελτία ειδήσεων που μας εμπόδιζαν ακόμα και να κοιταζόμαστε… διαβασμένα από θεότρελους εκφωνητές… τα ουρλιαχτά που σκέπαζαν ακόμα και τις σειρήνες των ασθενοφόρων… Ποτέ δε θα το πίστευα πως η ανθρώπινη φωνή μπορεί να φτάσει σε τέτοια ύψη… να είναι τόσο απύθμενη… να προκαλεί τόση αναστάτωση με την επιβολή της… Τέλος πάντων, ποτέ δε συνήθισα τους ανθρώπους αλλ’ αυτό είναι μια άλλη μου αναπηρία. Βιάζομαι τώρα να σου πω μερικά πράγματα κι αυτά τα λόγια θα είναι και τα τελευταία που θα ’χεις από μένα. Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Μου τα ’φαγε. Τη μισώ. Ναι, τη μισώ, τη μισώ. Δεν μπορεί μια γυναίκα να ζήσει με τέτοια σπλάχνα μέσα της. Όσο το σκέφτομαι, μου ʼρχεται να ξεράσω τον ίδιο τον εαυτό μου. Νιώθω σαν ξέρασμα. Μπορεί και να ʼμαι. Μια γυναίκα… δεν είναι σα μια χώρα που αξιοποιεί τα ερείπιά της, τους τάφους της… που τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα… ζώντας απʼ αυτά. Εγώ δε θέλω να ʼμαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δε θέλω να είμʼ αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ʼθελα να ζήσω, θα ʼθελα να μπορούσα να ζήσω, θα ʼμουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δε μʼ αφήνει να το θέλω, δε μʼ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή. Έχει φάει σαν καρκίνος τα βυζιά μου, τα μυαλά μου, τα έντερά μου, έχει κατεβάσει όλες της τις πέτρες στα νεφρά μου και τα ʼχει ρημάξει, έχει μαγαρίσει όλες τις πηγές απʼ όπου θα ʼτρεχε το γάλα μου, έχει μαζέψει όλο της το χώμα μες στις φλέβες μου και μου ʼχει σαπίσει το αίμα, έχει κάτσει όλη πάνω στην καρδιά μου και την έχει κουρελιάσει απʼ τα εμφράγματα και τις εμβολές, κάθε θεσμός της κι ένα έμφραγμα, κάθε νόμος της και μια εμβολή, τα ήθη της μου ʼχουν σμπαραλιάσει τα πνευμόνια, η ιστορία της με κάνει να τρέμω συνεχώς ολόκληρη σα να έχω προσβληθεί από την πάρκινσον, ο πολιτισμός της μʼ έχει ξεπατώσει, μʼ έχει ξεθεώσει, δεν πάει άλλο, η θέση της η γεωγραφική είναι το άσθμα μου, ολόκληρο το σχήμα της άλλοτε απλώνεται πάνω στο σώμα μου σα γιγαντιαίος έρπης ζωστήρ και με τρελαίνει… κι άλλοτε παίρνει τη μορφή τσουγκράνας και μπήγεται στα μάτια μου, τεράστιας βελόνας και μου τρυπάει το κρανίο, βράχου ολόκληρου που κρέμεται από την άκρη των μαλλιών μου και με παρασέρνει σε μια θάλασσα πικρών δακρύων… κι όλο νιώθω στον τράχηλό μου το ζυγό της κι όλο δένει τη γλώσσα μου το τραύλισμά της κι όλο μου φέρνει κρύα ρίγη η χυδαιότητά της… η προσήλωσή της στα φαντάσματά της, οι υπεκφυγές της, οι αντιγραφές της, τα φρακαρισμένα της μυαλά, τα πτώματά της, τα κιβούρια της, τα εγκλήματά της… Αυτή η χώρα είναι το χτικιό μας. Θα μας πεθάνει, θα μας ξεκάνει. Πώς θα γλιτώσουμε; Μας πίνει το αίμα, μας το πίνει. Δε μʼ αφήνει πια ούτε να κοιμηθώ, μου έχει κλέψει και τον ύπνο. Πώς θα ζήσω χωρίς ύπνο; Δε θα ζήσουμε… όλο το σπέρμα όλων των αντρών της γης δε θα μπορούσε να ζωντανέψει εκείνη την κόχη του κορμιού μου απʼ όπου ξεκινάει η ανθρώπινη ζωή… Έχεις αδειάσει όλη τη ζωή σου μέσα μου αλλά μʼ έχεις αφήσει χωρίς ζωή… Κι εσύ δεν μπορείς. Μʼ έχεις σπείρει μα ο σπόρος σου δεν πρόκειται ποτέ να πιάσει, δεν μπορεί πια ο σπόρος σας να πιάσει… δε θα ξαναβγεί ποτέ πια ζωή από μέσα μας…

(…) Μας τα πήρε όλʼ αυτή… Τι θα μείνει όμως απʼ αυτήν χωρίς εμάς; Τι θα είνʼ αυτή όταν δεν θα ʼχει μείνει τίποτʼ από μας;… Το χώμα της έχει πάρει το σχήμα μου… Το σώμα μου έχει πια τις διαστάσεις της… Έχω μέσα μου τη μοίρα της… Πεθαίνω σα χώρα (…)».


Διάβασα ξανά, (θα έλεγα πως το «ρούφηξα»), αυτό το πεζογράφημα -«σχεδίασμα μυθιστορήματος» όπως το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του. Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1978 σʼ ένα περιοδικό και το 1979 σε βιβλίο, το οποίο έχει σημειώσει έκτοτε απανωτές εκδόσεις. Αν κι έχουν περάσει 31 χρόνια από τότε, εξακολουθεί να είναι επίκαιρο όσο ποτέ. Είμαι βέβαιος ότι δεν θα πάψει να ισχύει τούτο το χαρακτηριστικό γνώρισμά του, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Ο λόγος του είναι καίριος και διαχρονικός.

Το «Πεθαίνω σα χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη ανήκει στα ελάχιστα εμβληματικά κείμενα της λογοτεχνίας μας, ενώ από μιαν άποψη μπορεί να συγκριθεί και με «Το κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου. Ανήκει στα συγκλονιστικά εκείνα έργα, όπου η Λογοτεχνία παύει να είναι «λογοτεχνία», ένα ασυνήθιστο και δυσθεώρητο κατόρθωμα. Επιπλέον ανήκει στη σπάνια κατηγορία των «προφητικών» κειμένων. Εκτός από την πρώιμη αναφορά στα εφιαλτικά δελτία ειδήσεων και τους μουρλούς εκφωνητές των, σημαντικό είναι και το εξής απόσπασμα: «Η κατοχή κράτησε πράγματι πολλούς αιώνες. Όσο χρειαζόταν για να εξαφανιστεί το παραδοσιακό εκτόπισμα της χώρας και να συγχωνευτεί αυτή μες στο ευρύτατο κοσμοδιάγραμμα που κάλυπτε πια όλη την υδρόγειο».

Το κύριο και μεγαλύτερο μέρος του σύντομου σε έκταση πεζογραφήματος είναι αφηγηματικό. Εξιστορούνται τα ποικίλα πάθη και τα δεινά μιας χώρας σε κατάσταση κρίσης και κατάρρευσης -όχι μόνον από εξωτερικούς λόγους αλλά, κυρίως, εξαιτίας της εσωτερικής διαφθοράς και σήψης που επικρατεί σε όλα τα επίπεδα. Η εξαίρετη, μακροπερίοδη και συχνά διακοπτόμενη από αποσιωπητικά, αφήγηση καταλήγει στον ορμητικό, βίαιο και απελπισμένο γυναικείο μονόλογο που παραθέσαμε παραπάνω.

Η ιστορία της λογοτεχνίας σηματοδοτείται, κατά καιρούς, από κάποια μοναχικά έργα, που μία τελειότητα στην έκφραση της απελπισίας ή της φρίκης τα κάνει να λάμπουν σαν μαύρα διαμάντια. Το «Πεθαίνω σαν χώρα» ανήκει σ’ αυτήν την εντυπωσιακή οικογένεια. Γίνεται να βυθιστούμε πιο βαθιά απ’ όσο αυτό το βιβλίο στα έγκατα του ανθρώπου;

Ο φυσικός και πνευματικός θάνατος μιας ηττημένης χώρας αποτελεί εδώ την προσωποποίηση ενός άλλου θανάτου πιο ριζικού, εκείνου όλων των ανθρώπινων αξιών και του ίδιου του ανθρώπου. Δεν μας δίνεται καν η παρηγοριά να ελπίζουμε σ’ έναν καλύτερο μελλοντικό κόσμο, μ’ αυτήν την εσαεί στείρα ανθρωπότητα όπου οι γυναίκες δεν μπορούν πλέον να τεκνοποιήσουν.

Αν υπάρχει ένας ήρωας σ’ αυτό το φαινομενικώς δίχως κεντρικό πρόσωπο βιβλίο, αυτός είναι χωρίς αμφιβολία η γλώσσα, οι λέξεις, που εδώ εξαίρεται η ισχύς τους, εφόσον είναι ικανές «να κάψουν για πάντα τη γλώσσα». Και πιο συγκεκριμένα την ελληνική γλώσσα, της οποίας βλέπουμε να παρελαύνουν, καθώς πάνω σε πλημμυρισμένο ποτάμι, συντρίμμια αποσπασμένα από ολόκληρη την ιστορία της, από όλες τις κλίμακές της. Δίχως να γνωρίζουμε εάν όντως πρόκειται, όπως το αναγγέλλει το κείμενο, για ένα ύστατο πυροτέχνημα, ή αντιθέτως, για μία επίδειξη ανανεωμένης αφθονίας και ζωής.

Δυστυχώς είναι πάρα πολλά αυτά που μας πληγώνουν ως χώρα. Γιατί μπορεί να βροντοφωνάζουμε με περισσή έπαρση σε κάθε ευκαιρία ότι «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», αλλά η χώρα μας είναι από καιρό νεκρή. Τουλάχιστον, έτσι όπως ορίζει ο Δημητριάδης αυτόν τον θάνατο, στο διαχρονικά επίκαιρο για την Ελλάδα μανιφέστο του, το «Πεθαίνω σαν χώρα».

 

Μιχάλης Κωνσταντής