Ο Μανώλας από την Κρήτη – Από το facebook του συνάδελφου Δράκοντα Μπανασάκη

Η ΙΟΝΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ επιθυμεί πάντοτε να βρίσκεται στο επίκεντρο της Ιονικής Οικογένειας και να προβάλλει κάθε είδους ενδιαφέρουσες δραστηριότητες των συναδέλφων. Και επειδή τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, καλώς ή κακώς, έχουν κατακλύσει τη ζωή μας, ο Σύλλογός μας έχει επεκταθεί και σε αυτόν τον τομέα. Άλλωστε πιστεύουμε ότι οι περισσότεροι που επισκέπτεστε καθημερινά την ιστοσελίδα μας, μας ακολουθείτε και στο facebook (αναζητώντας ΙΟΝΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ και στη συνέχεια κάνετε like). Άλλωστε το facebook μπορεί να αποτελεί και ένα χρήσιμο εργαλείο που θα μας φέρνει ακόμα πιο κοντά, καθώς μέσω της εφαρμογής μπορούμε να παρακολουθήσουμε με αμεσότητα τις δραστηριότητες των συναδέλφων μας.

Σήμερα θα δημοσιεύσουμε μία ανάρτηση του συναδέλφου Δράκοντα Μπανασάκη από το Ηράκλειο Κρήτης, σχετικά με μία παραδοσιακή-εμβληματική μορφή της πόλης, τον επονομαζόμενο Μανώλα. Όσοι δεν προερχόμαστε από τη λεβεντογέννα Κρήτη μπορεί να μην τον γνωρίσαμε ποτέ, αλλά μέσα από το κείμενο που ακολουθεί, μπορούμε να έρθουμε κοντά του, να καταλάβουμε την αξία του ανδρός, να δούμε στο πρόσωπό του πολλές αντίστοιχες περιπτώσεις Ανθρώπων που ενώ ο κοινωνικός τους περίγυρος τους χλευάζει και τους περιφρονεί, η συμπεριφορά και η αλληλεγγύη τους προς το συνάνθρωπο μάλλον θα έπρεπε να αποτελεί παράδειγμα για όλους μας…

«Δανειστήκαμε» το κείμενο από το facebook του συναδέλφου γιατί θεωρήσαμε ότι άξιζε πραγματικά να το προβάλουμε στην ιστοσελίδα μας, καθώς μας προκάλεσε ιδιαίτερη συγκίνηση και περνά ένα διαχρονικό και όμορφο μήνυμα για τις πραγματικές ανθρώπινες αξίες και τις ανθρώπινες σχέσεις…

Επειδή κατά καιρούς πολλοί συνάδελφοί μας κάνουν πολύ ενδιαφέρουσες αναρτήσεις στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, όταν υποπίπτουν στην αντίληψή μας εμείς προτιθέμεθα να «αλιεύουμε» -πάντοτε έπειτα από συνεννόηση βέβαια- το περιεχόμενό τους και να το παρουσιάζουμε στην ιστοσελίδα μας, προκειμένου να το επικοινωνούμε σε όλη την Ιονική Οικογένεια.


.

Τον Μανώλα, τον χαμάλη, τον άπλυτο, τον μαύροκακομοίρη φαμέγιο των πολλών στο Μεγάλο Κάστρο, όλοι τον κοροϊδεύανε.

Όλοι απού δεν ήσανε σαν κι αυτόν.

Με πρώτους, τους μεγαλονοικοκυραίους απού δεν ανεχόντουσαν να θωρούνε αθρώπους σαν τον Μανώλα ν’ αναπνένε τον ίδιο αέρα μ’ αυτούς.

Κι ας εκατέχανε όλοι οι Καστρινοί, πως ο Μανώλας ήτανε ο πρώτος και μεγαλύτερος αιμοδότης της Χώρας.

Κι ας ετρέχανε στο Μανώλα όλοι που είχανε ανάγκη από αίμα σε κάποια δύσκολη ώρα τους.

Κι ας εκατέχανε όλοι οι Καστρινοί, πως στις φλέβες τους μπορούσε και να κυλά το αίμα του Μανώλα, απού εμοίραζε το αίμα του σ’ όλους απού το ‘χανε ανάγκη, όχι από φιλανθρωπία, μα από την επιταγή του Μέγα Χρέους.

Μήτε μια φορά δεν τονε θυμούμαι να θύμωσε, να αγανάχτησε, να εξοργίστηκε από τα πειράγματα που εσφεντουρούσανε εναντίον του οι καθωσπρέπει Καστρινοί.

Πάντα χαμογελαστό τονε θυμούμαι, ζεμένο στο χαμαλοκάροτσο του, να κουβαλά αγόγγυστα τα μπράτη των αλλωνών, και τον δικό του πόνο.

Πάντα τονε θυμούμαι, να παραμερίζει τις ειρωνείες, τις απαξιώσεις και τις χυδαιότητες, να κάνει χώρο, για να μπορεί να τρέχει να χαρίζει το αίμα του σ’ εκείνους που τον ειρωνευόντουσαν, που τον απαξίωναν, που χυδαιολογούσαν σε βάρος του.

Μόνο μια φορά τονε θυμούμαι μανισμένο. Ήτανε στη Χανιόπορτα, εκουβάλιε καρέκλες με το καρότσι του, όταν είδα μια καρέκλα να παλατζέρνει και να ‘τανε έτοιμη να πέσει στο δρόμο. Είχα τρέξει φωνιάζοντας, είχα σταθεί πίσω από το καρότσι και έσπρωχνα την καρέκλα να πάει πιό μέσα.

Είχε γυρίσει την κεφαλή του ο Μανώλας, είδε με ίντα ‘κανα και μου ‘βαλε τση φωνές.

”Φύγε μπρε μη χτυπήσεις κι άσε με αμοναχό μου να τση σάξω”, μου ‘χε πει και βάλθηκε να ξαναντανιάζει τση καρέκλες.

Τονε θυμούμαι και σακατεμένο από το ζέψιμο του καροτσιού του κι από τα βάρυτα των χρόνων και της μοναξιάς, να σέρνει τα πόδια του στο Βαλιδέ Τζαμί, με τη χέρα του μισοτεντωμένη και την απαλάμη του μισάνοιχτή, περήφανος διακονιάρης, γυρεύοντας μια στάξη διακονιάς από τση διαβάτες.

Τονε θυμούμαι σ’ εκείνονα το δρόμο, όπου του κοντοσίμωσε ένα τσιγγανάκι, ζητώντας του ελεημοσύνη.

Είχε βάλει τη χέρα του στην τσέπη του ο Μανώλας, είχε βγάλει όσα κέρματα ήσανε μέσα, τα ‘χε δώσει στο τσιγγανάκι και του ‘χε πει εκείνη την κουβέντα που θα με στοιχειώνει όσο θα ζώ:

”Πάρε τα, δεν έχω άλλα, κι εγώ διακονιάρης είμαι”.

Δεν κατέχω γιάντα, μα ετούτες τση μέρες, όλο τον Μανώλα σκέφτομαι…