Ώρα για τη Δ’ Ελληνική Δημοκρατία – Του Μιχάλη Κωνσταντή

Το σαθρό πολιτικό σύστημα της χώρας μας είναι μία αναμφισβήτητη και δυσβάστακτη πραγματικότητα, που έχει απομακρύνει την κοινωνία από την ενασχόληση με την πολιτική. Αυτή η αποσύνδεση, όμως, του υποτιθέμενα κυρίαρχου Λαού από την εξουσία, έχει πλέον καταστεί βαθιά πληγή με τρομακτικές συνέπειες. Μία πληγή που δεν μπορεί να ιαθεί με τις «παραδοσιακές» μορφές θεραπείας.

Τι χρειάζεται να γίνει για να αποτελέσει παρελθόν αυτό το έλλειμμα δημοκρατίας; Ποιοι πρέπει να κινητοποιηθούν για να βγούμε από αυτό το τέλμα; Υπάρχει ελπίδα για να εξέλθουμε από τη θεσμική και αξιακή κρίση, ακόμα πιο δυνατοί, με προοπτική για ένα καλύτερο μέλλον;

Ο νομικός, δημοσιογράφος, λάτρης της λογοτεχνίας και εκλεκτό μέλος της ιονικής οικογένειας, Μιχάλης Κωνσταντής, με την ευθεία κριτική και τη διαύγεια σκέψης που τον διακρίνουν, δίνει τη δική του απάντηση:

Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία «πέθανε»… Ζήτω η Δ’ Ελληνική Δημοκρατία ! Ο Μιχάλης πιστεύει ότι η περίοδος της Μεταπολίτευσης  επιτέλεσε το –σημαντικό- της ρόλο, αλλά πλέον έχει φτάσει η ώρα για μία νέα θεσμική πρωτοβουλία, που θα συμπεριλάβει όλα τα υγιή κύτταρα της κοινωνίας. Ότι έχει φτάσει η ώρα για την Δ’ Ελληνική Δημοκρατία:

 

ΩΡΑ ΓΙΑ ΤΗ Δ΄ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Η οικονομική κρίση ανέδειξε πέραν πολλών άλλων παθογενειών μας και μείζονα θεσμικά και πολιτικά ζητήματα με συνέπεια να τίθεται ως αιτούμενο, πλέον, ένα εξ’ υπαρχής νέο κοινωνικό συμβόλαιο προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της παρούσας πολύπλοκης και αρκούντως σύνθετης, ιστορικής συγκυρίας. Με την αναθεώρηση του Συντάγματος αλλά και την μετεξέλιξη των σημερινών πολιτικών σχηματισμών σε κόμματα-αρχών, να φαντάζει ως πρωταρχικό και αδιαπραγμάτευτο, στο σκέλος των μεταρρυθμίσεων που έχει άμεση ανάγκη η πατρίδα μας, για την περαιτέρω θεσμική θωράκιση της Δημοκρατίας μας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το πολιτικό μας σύστημα, τουλάχιστον τα τελευταία 10 χρόνια, νοσεί αθεράπευτα. Με κόμματα κατώτερα των περιστάσεων και πολιτικό προσωπικό που οποιαδήποτε άλλη εποχή με δυσκολία θα μπορούσε να αναδειχθεί ακόμη και στο προεδρείο τοπικών επιτροπών, το αίτημα «θεσμικών επανεκτιμήσεων» καθίσταται επιτακτικό. Πολιτικοί, «μοιραίοι και άβουλοι», περιορισμένης παιδείας και συγκρότησης, που αναδείχθηκαν είτε από κομματικούς σωλήνες είτε ως γόνοι πολιτικών τζακιών αναμηρυκάζουν κομματικές γραμμές και αναλώνονται σε φτηνές τηλεοπτικές παρουσίες, που ολοένα και περισσότερο απωθούν τον ελληνικό λαό. Με συνέπεια ο νεποτισμός και η οικογενειοκρατία να αποτελούν διαχρονικά, οιονεί, στρεβλώσεις του πολιτικού συστήματος, καθώς η νεότερη πολιτική ιστορία του τόπου είναι αρκούντως συνδεδεμένη και άκρως διαποτισμένη με αυτά τα φαινόμενα. Γεγονός, το οποίο θέτει εκ των πραγμάτων το αίτημα για αλλαγή πλεύσεως.

Στο ξεκίνημα τις οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα ο κόσμος βγήκε στις πλατείες και ξεκίνησαν συζητήσεις για την οικονομία, τις κρατικές δομές και το κομματικό σύστημα, καθώς και για την υπέρβαση των κάθε είδους παθογενειών της χώρας μας. Μπορεί οι πλατείες να γέμισαν ασφυκτικά αλλά στην ουσία γέννησαν πολιτικά τέρατα. Όποιος έλεγε τα περισσότερα ψέματα και επιδίδονταν στις μεγαλύτερες κολακείες μπορούσε να χειραγωγήσει ένα μεγάλο τμήμα από τα ασύντακτα πλήθη που αναζητούσαν νέους Μεσσίες. Και εμφανίσθηκαν αρκετοί, όλοι τους έτοιμοι να υποσχεθούν τα πάντα στους πάντες και με «λύσεις» στην φαρέτρα τους «διά πάσαν νόσον».

 .

Έχουν περάσει σχεδόν 230 χρόνια από την Γαλλική Επανάσταση και την Α΄ Γαλλική Δημοκρατία, ενώ σε 38 μήνες συμπληρώνονται 200 ακριβώς χρόνια από την Ελληνική επανάσταση. Με αφορμή και τη νέα χρονιά, που ενδέχεται να είναι καταλύτης πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων θεωρώ χρήσιμο να κατατεθούν κάποιες σκέψεις με ορισμένες έμμεσες προτάσεις, αναφορικά με την υπέρβαση αυτών των παθογενειών και την «φυγή στο μέλλον». Και να ξεκινήσει ένας σχετικός διάλογος γύρω από όλα αυτά τα ζητήματα.     

Η επανάσταση του 1821, πέραν του εθνικοαπελευθερωτικού της χαρακτήρα, σε θεσμικό επίπεδο θεωρείται ως η Α΄ Ελληνική Δημοκρατία. Η περίοδος 1821-1833, (τα ταραγμένα χρόνια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και η «Καποδιστριακή διοίκηση», δηλαδή, μέχρι την αντιβασιλεία των Βαυαρών και τη βασιλεία του Όθωνος), αποτελεί μια σύντομη δημοκρατική παρένθεση, πριν από την εδραίωση μιας μακράς, αναχρονιστικής και βασανιστικής Μοναρχίας, που κράτησε σχεδόν 150 χρόνια. Και η οποία, είτε στην απολυταρχική είτε στη  συνταγματική της εκδοχή, παρέμενε πεισματικά παρούσα, σε συνταγματικές και θεσμικές εκτροπές, μέχρι τη θέσπιση της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, το 1974.

Είχε μεσολαβήσει η αδύναμη και  ολιγόχρονη, επίσης, Β΄ Δημοκρατία (1925-1933), σημαδεμένη ευθύς εξ’ αρχής από τη Μικρασιατική καταστροφή και τις πολιτικές επιπτώσεις του εθνικού διχασμού, όπως επίσης και από τις συνέπειες μιας κοινωνικής κρίσης χωρίς προηγούμενο, κλονισμένη από την «εφήμερη» δικτατορία του στρατηγού Παγκάλου (1925-1926) και τις επιδράσεις του διεθνούς οικονομικού κραχ, το 1929.   

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία (1974-σήμερα) είναι η πλέον μακρόχρονη περίοδος δημοκρατικής διακυβέρνησης της χώρας. Σχεδόν 44 χρόνια πολιτικής σταθερότητας και αξιοπρόσεκτης κοινωνικής ομαλότητας, με ελάχιστους θεσμικούς κραδασμούς, συνθέτουν τη δημοκρατικότερη περίοδο διακυβέρνησης στη νεώτερη ιστορία της Ελλάδος. Με μιαν απρόσκοπτη εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, παρά τα όποια κενά που έγιναν αισθητά στο πέρασμα των χρόνων, το πολιτικό μας σύστημα είναι εφάμιλλο και ισοϋψές με εκείνο των προηγμένων χωρών της Δύσης.

Όσο θετικό όμως κι αν είναι ένα κορυφαίο θεσμικό σύστημα, αν δεν καταφέρει να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, καθίσταται από ένα σημείο και μετά, ανενεργό και ατελέσφορο. Και όταν αυτό αφορά και αναφέρεται στην ίδια την ποιότητα της Δημοκρατίας μας τότε ενέχει σοβαρούς κινδύνους, να διολισθαίνει σε επικίνδυνες ατραπούς και να καθίσταται βρόγχος στον λαιμό των πολιτών. Γι’ αυτό και η αναζωογόνησή του, αποτελεί όρο «εκ των ων ουκ άνευ», προκειμένου να αποβαίνει επ’ ωφελεία του λαού και της χώρας.

Μια έντονη αναντιστοιχία εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια στην πολιτική ζωή της Ελλάδος. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπου η πολιτική γίνεται πιο σύνθετη και πολύπλοκη, το πολιτικό προσωπικό της χώρας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αδυνατεί στοιχειωδώς να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και των νέων πολιτικών προτεραιοτήτων και επιταγών.

Τα πολιτικά κόμματα έχουν αποϊδεολογικοποιηθεί πλήρως και έχουν γίνει κλειστά κλαμπ. «Πύργοι» του Κάφκα, που δεν επιτρέπεται να περάσουν στο εσωτερικό του φρουρίου, άνθρωποι με ιδέες και οράματα, εφόσον δεν εξυπηρετούν το αίτημα για την κατάληψη, νομή, αναπαραγωγή και διαιώνιση της εξουσίας. Έτσι, άτομα ικανά να παράγουν πολιτική δεν έχουν τη διάθεση αλλά και το ενδιαφέρον να εμπλακούν στα γρανάζια της ίντριγκας, της δολοπλοκίας και των μηχανισμών των κομμάτων.

Το σημερινό πολιτικό προσωπικό αναδεικνύεται μέσα από τις διαδικασίες του κομματικού σωλήνα. Από τη «Μεταπολίτευση» και μετά τα πολιτικά στελέχη, όταν δεν είναι απότοκα ενός τριτοκοσμικού «νεποτισμού», προέρχονται από τον λεγόμενο κομματικό μηχανισμό. Η θητεία στην ΟΝΝΕΔ ή την ΠΑΣΚΕ, καθώς και το προεδρείο κάποιας κομματικής Νομαρχιακής Επιτροπής ή συνδικαλιστικής οργάνωσης είναι σημαντικά εφόδια, για την κατάληψη βουλευτικής έδρας ή κυβερνητικού αξιώματος. Αντίθετα με άλλες χώρες, όπου υπάρχουν δρόμοι ανάδειξης των πολιτικών στελεχών πέραν των κομματικών μηχανισμών, όπως είναι οι μαζικές οργανώσεις, ακόμη και οι λεγόμενες μη Κυβερνητικές οργανώσεις.

Υπάρχουν, βέβαια και οι φυσιολογικοί δρόμοι ανάδειξης και «άντλησης» πολιτικών στελεχών μέσα από τις κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις, καθώς και τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις. Της προσέλκυσης, δηλαδή, στην πολιτική ικανών επιστημόνων και επιτυχημένων επιχειρηματιών με πλούσιο καινοτομικό έργο. Αυτοί είναι οι «άριστοι» της πλατωνικής «Πολιτείας», που παράγει καθημερινά η κοινωνία και τους οποίους αποκλείουν οι κομματικοί μηχανισμοί, επειδή έχουν άλλους κωδικούς και άλλες προσλαμβάνουσες. Έτσι, οι σύγχρονοι «άριστοι», ασφυκτιούν και αρνούνται να ενταχθούν στο υφιστάμενο πολιτικό περιβάλλον και πλαίσιο, το οποίο «διαχειρίζονται» αποκλειστικά οι θιασώτες του «γρήγορου και εύκολου πλουτισμού».

Σήμερα, είναι είδος εν ανεπαρκεία, για την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών μας, να συνδυάζουν τη γνώση και την πείρα και να κατανοούν και να βιώνουν την πολιτική ως τέχνη του εφικτού και ως πολιτική επιστήμη. Και αυτό συμβαίνει, διότι δεν έχουν επαρκή επιστημονική πολιτική κατάρτιση και δεν αντιλαμβάνονται ότι η σφαίρα του πολιτικού απαιτεί ειδικού τύπου δράσεις, στόχους και επιλογές.

Η κακή εικόνα των κομμάτων δεν προσελκύει σήμερα τους ικανότερους, ενώ η συνεχής υποτίμηση του δημόσιου χώρου αποτρέπει τους νέους και ταλαντούχους ανθρώπους να ασχοληθούν με την πολιτική. Έτσι, προσελκύονται άτομα που αδιαφορούν για το κοινό καλό, ακόμη και για την απλή διαχειριστική εκδοχή του -υποτίθεται-  λειτουργήματός τους, επιδιώκοντας να εξυπηρετηθούν αποκλειστικά οι ίδιοι  και μια κλειστή ολιγομελής ομάδα «συμπασχόντων», από την ενασχόλησή τους με την πολιτική, περιφρουρώντας και υπερπροστατεύοντας τον ζωτικό τους -πολιτικά και οικονομικά- χώρο.

Πέρα από τα κομματικά ιερατεία που εξαφανίζουν τον λόγο και τις προτάσεις κάποιων αξιόλογων πολιτικών στελεχών, υπάρχουν πλέον και τα αδηφάγα σόσιαλ μίντια που καταβροχθίζουν καθετί μη συμβατό, στο πολτοποιημένο πολιτικό «στάτους». Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι στο βαθμό που,  μεγάλα συμφέροντα δεν ελέγχουν συγκεκριμένα πρόσωπα, αυτά αποκλείονται από την εικόνα που διαχέεται προς το ευρύτερο κοινό και ως εκ τούτου περιθωριοποιούνται ή αφανίζονται και εν τέλει εξαφανίζονται.

Δυστυχώς η χώρα μας, ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης των τελευταίων χρόνων, έχει υποστεί πολιτικό έμφραγμα. Την ίδια στιγμή, οι προσπάθειες επίτευξης ενός μεταρρυθμιστικού σχεδίου φαντάζουν ατελέσφορες μπροστά στον εκκωφαντικό ήχο του επιθανάτιου ρόγχου της ελληνικής οικονομίας, που έχει εισέλθει σε μια ιδιότυπη και επικίνδυνη, σε κάθε περίπτωση, στασιμοχρεοκοπία.

Η ίδια η καθημερινή πρακτική επιβεβαιώνει, εξάλλου, πως ο κρατικός μηχανισμός είναι ανήμπορος να διευθετήσει ζητήματα στοιχειώδους κοινωνικής αναγκαιότητας, όπως τον εκσυγχρονισμό των δημοσίων δομών, την πάταξη της φοροδιαφυγής, την προώθηση της μηχανοργάνωσης, την αξιολόγηση των κρατικών λειτουργών και την ποιοτική αναβάθμιση του ελληνικού πανεπιστημίου και της Παιδείας γενικότερα. Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις θα διαπιστώσεις πως «κάτι σάπιο υπάρχει στο Βασίλειο της Δανιμαρκίας», (σε μια μεταφορά της σαιξπηρικής τραγωδίας στο θέατρο της σύγχρονης Ελλάδος, με πρωταγωνιστή το ίδιο το πολιτικό της σύστημα).

Ανατρέχοντας κανείς στην ελληνική συνταγματική ιστορία διαπιστώνει -δίχως την παραμικρή δυσκολία- πως από το οθωνικό Σύνταγμα του 1844 έως και την τελευταία αναθεώρηση του 2008, ο θεμέλιος λίθος του πολιτεύματος μας εμπεριέχει ουκ ολίγες αναχρονιστικές διατάξεις και περιορισμούς που παραπέμπουν σε σκοτεινές εποχές του τόπου. Ενδεικτικά, η θεμελίωση ενός ιδιότυπου καθεστώτος ασυλίας του πολιτικού προσωπικού μέσω των σκανδαλωδών διατυπώσεων των άρθρων 62 και 86 του Συντάγματος, αποδεικνύει με τον πλέον εξόφθαλμο τρόπο πως το πολιτικό σύστημα της χώρας κινείται -και επισήμως- εκτός κράτους δικαίου. Συγχρόνως, η αρχή διάκρισης των λειτουργιών -όπως προβλέπεται από το άρθρο 26 του Συντάγματος- υπονομεύεται ευθέως και κατ’ εξακολούθηση από τις εν λόγω διατάξεις, καθώς νομοθετική και εκτελεστική εξουσία υφαρπάζουν τη δικαιοδοτική αρμοδιότητα της δικαστικής, εδραιώνοντας ουσιαστικά το ακαταδίωκτο των πολιτικών από την τακτική δικαιοσύνη.

Η αναθεώρηση του Συντάγματος αποκλειστικά και μόνον από τη Βουλή, όμως, θα αποτελούσε δίχως αμφιβολία ταφόπλακα στην όποια σοβαρή προσπάθεια για μεταρρυθμιστική αναμόρφωση της χώρας. Κατά το στάδιο λοιπόν της προπαρασκευής ενός νέου Καταστατικού Χάρτη, οι αναγκαίες προεργασίες οφείλουν να λάβουν χώρα υπό την αδέσμευτη σκέπη ενός θεσμού εγνωσμένου κύρους και κορυφαίας κοινωνικής ευθύνης. Το προϊόν ενός τέτοιου πρωτόγνωρου εγχειρήματος στα πολιτικά χρονικά της χώρας θα αποτελούσε αδιαμφισβήτητα κορυφαία έκφραση της συνταγματικά κατοχυρωμένης από το άρθρο 1 του Συντάγματος αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, σύμφωνα με την οποίαν «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα».

Μόνον μια τέτοια πανεθνική πρωτοβουλία εκ μέρους πολιτικού προσωπικού, επιστημόνων, πνευματικών ανθρώπων και «αρίστων ολκής» θα ήταν σε θέση να κομίσει μια σύγχρονη πρόταση επαναπροσδιορισμού του δημόσιου βίου και επανιεράρχησης των κοινωνικών προτεραιοτήτων, ικανής να συνθέσει ένα νέο εθνικό αφήγημα για τον τόπο. Αλλά προπάντων θα ωθούσε σύσσωμο το πολιτικό σύστημα προς την ολιστική αυτοΐασή του, μέσω της έκτακτης προσφυγής στη συντακτική και όχι στην αναθεωρητική διαδικασία. Διότι, ποια κυβερνητική πλειοψηφία, ποιος πολιτικός αρχηγός ή βουλευτής θα τολμούσε να καταψηφίσει ένα σχέδιο Συντάγματος που έχει προκύψει από Συντακτική Βουλή και έχει ωριμάσει μέσα στους κόλπους της κοινωνίας, διαθέτοντας ως εκ τούτου την απόλυτη νομιμοποίηση;

Για να τρέξει λοιπόν ανεμπόδιστα το νερό στον μύλο των κρίσιμων μεταρρυθμίσεων απαιτείται αυτή η υπερκομματική και διευρυμένη συνεργασία μεταξύ κοινοβουλευτικών και εξωκοινοβουλευτικών παραγόντων για την εκπόνηση ενός νέου Συντάγματος. Με άλλα λόγια, πριν από οποιαδήποτε πολιτική ενέργεια χρειαζόμαστε την μεταφορά του «παιχνιδιού» σε καινούργιο γήπεδο με βασικό παίκτη ένα νέο θεσμικό πλαίσιο. Ένα εξ’ υπαρχής νέο κοινωνικό συμβόλαιο προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της παρούσας ιστορικής συγκυρίας, το οποίο και θα αναγάγει την κοινωνική ευημερία των «πολλών» σε αναγκαία προϋπόθεση ως προς τη λήψη πολιτικών αποφάσεων εκ μέρους των «ολίγων».

Προκειμένου, λοιπόν, να οικοδομηθεί κράτος δικαίου, η ελληνική κοινωνία διερχόμενη «δια πυρός και σιδήρου» καλείται αυτή τη φορά να αντιμετωπίσει την επικείμενη καταστροφή όχι ως συμφορά ή εφιάλτη, αλλά ως μια μοναδική ευκαιρία φυγής προς τα εμπρός. Εγκαταλείποντας οριστικά και αμετάκλητα ό,τι την κρατάει δέσμια του αναχρονισμού της, παραπαίοντας μέσα στο χτες.

Όλα τα παραπάνω, ως εκ τούτου, καθιστούν επιτακτικό το αίτημα για αλλαγή σελίδας σε όλα τα επίπεδα. Η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία «επιτέλεσε το ιστορικό της χρέος» και πνέει τα λοίσθια εδώ και κάποια χρόνια, ενώ πολλοί την έχουν συνδέσει υπεραπλουστεύοντας τα δεδομένα, με το τέλος της «Μεταπολίτευσης». Σίγουρα, το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο πρέπει να συμπληρωθεί επαρκώς και να καταστεί «προμαχώνας» των νέων αναγκών και των αναζητήσεων του έθνους, στις δύσκολες ώρες που περνάει και τις ακόμη δυσκολότερες που έρχονται. Με Συντακτική Βουλή, κόμματα αρχών, αλλά και πολίτες σκεπτόμενους, που δεν θα άγονται και θα φέρονται σύμφωνα με τους σχεδιασμούς και τις στοχεύσεις επιτήδειων δημαγωγών. Πολίτες χειραφετημένους και όχι χειραγωγημένους ή χειραγωγούμενους.

Είναι ή ώρα πλέον για την Δ΄ Ελληνική Δημοκρατία. Αναζητούνται ρέκτες, όχι μόνον από το ούτως ή άλλως περιορισμένων δυνατοτήτων πολιτικό προσωπικό, αλλά από το σύνολο των υγιών κυττάρων της ελληνικής κοινωνίας. Ας ξεκινήσει επιτέλους και κάτι «από τα κάτω», χωρίς τη διαμεσολάβηση Μεσσιών και πολιτικών δημαγωγών. Αν μη τι άλλο, πάντως, μπορεί να ανοίξει μια σχετική συζήτηση επί του θέματος. Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, το νέο εγχείρημα δεν θέλει «πάτρωνες» αλλά πρωτίστως σκεπτόμενους πολίτες, που ίσως κάποια στιγμή να προσιδιάζουν στους «αρίστους», έτσι όπως τους προσδιόρισε αιώνες πριν, ο μακρινός σοφός παππούς μας, ο Πλάτωνας.

        Μιχάλης Κωνσταντής