Είναι τόσο γνωστά τα πασχαλινά διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που ο μύθος τους έχει σκεπάσει τους υπόλοιπους παλιότερους συγγραφείς που εμπνεύστηκαν από το Πάσχα και πολύ περισσότερο τους νεότερους συγγραφείς που κάποιοι εξ αυτών εμπνέονται ακόμα από τη πασχαλινή γιορτή. Το Πάσχα ταιριάζει με την άνοιξη της φύσης αλλά και τα διάφορα πάθη και δίνει αφορμή στους συγγραφείς για μεταφορικές αναπλάσεις εμπνευσμένες από τα γεγονότα της Μ. Εβδομάδας. Ανθολογώ από τους μεταπολεμικούς συγγραφείς μερικά αξιόλογα δείγματα.
Ο σπεσιαλίστας της αφήγησης Μ.Καραγάτσης στο διήγημα του « Η μεγάλη βδομάδα του πρεζάκη» (στο «Ιστορίες Αμαρτίας και Αγιοσύνης», εκδ. Εστία)επιχειρεί κάτι πρωτότυπο όσο και ριψοκίνδυνο για τα ήθη της εποχής (1951). Δημιουργεί τον Χρήστο Νεζερίτη, έναν ναρκομανή, έναν απόκληρο, που ζει κοντά στο λιμάνι του Πειραιά και τα πάθη του προσομοιάζουν στον Χριστό.Το διήγημα εκτυλίσσεται στη διάρκεια της Μεγαλοβδομάδας. Τα επί μέρους κεφάλαια με τίτλους Νυμφίος, Μαγδαληνή, Δείπνος, Πραιτώριον, Ταφή, Ανάστασις, Λύτρωσις περιγράφουν την περιπέτεια του Χρήστου, από τον εξευτελισμό που υφίσταται, την συνάντησή του με την Μαγδαληνή, την κοπελιά που αγαπούσε και η οποία τον παράτησε για έναν πλούσιο – ο λόγος που κύλησε στα ναρκωτικά, την προδοσία, όπου ο φίλος του τον καταγγέλλει ως κομμουνιστή, τη σύλληψή του και το θάνατό του στο κρατητήριο. Μετά το θάνατό του η ψυχή του περιπλανιέται αλλά δεν τον δέχονται στον Παράδεισο – καπιταλισμό γιατί δεν έχει λεφτά αλλά ούτε στην Κόλαση- σοσιαλισμό γιατί είναι ανήθικος. Έτσι η ψυχή του ξαναγυρνάει στο σώμα του για να ακολουθήσει η Ανάστασις και η Λύτρωσις. Είναι γραμμένο με πολύ αγάπη για τους αποσυνάγωγους, τους «χαρακτηρισμένους», τους αμαρτωλούς, τους «διαφορετικούς» θα λέγαμε σήμερα και συνδυάζει την οπτική ενός Παπαδιαμάντη και ενός Μπαλζάκ , στηλιτεύει και ταυτόχρονα κατανοεί τα βάσανα που σέρνει το ανθρώπινο κορμί σε αυτή τη ζωή. Πρόσφατα κυκλοφόρησε και κόμικ από τους Θανάση Πέτρου και Δημήτρη Βανέλλη (εκδ. Τόπος, από όπου και η κεντρική φωτό).
Ο Μένης Κουμανταρέας σε μια νουβέλα με τίτλο «Τα καημένα»(Κέδρος, 1972), αναπλάθει ένα πραγματικό γεγονός όταν δύο φτωχαλήτες καίγονται υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες σε μια αραγμένη ψαρόβαρκα. Η ιστορία εξελίσσεται στο Λαύριο με τα μεταλλεία, τα κλωστήρια, τα καμινάδικα, το σπιρτάδικο και τους λιμανίσιους: ψαράδες, βαρκάρηδες, χαμάληδες για όλες τις δουλειές. Τα «καημένα», ο Παρασκευάς και ο Τσιχλιάς, βολοδέρνουν όλη την βδομάδα, κάνουν σκανταλιές, πίνουν, καπνίζουν, ερωτεύονται και ονειρεύονται. Η ωραιότερη σκηνή είναι όταν διηγούνται τα όνειρα τους, όπου και στα δύο πρωταγωνιστεί ένας Χριστός. Βράδυ Μ.Τετάρτης προς Μ. Πέμπτη αποφασίζουν να κοιμηθούν μέσα σε μια βάρκα πίνοντας και καπνίζοντας. Ένα τσιγάρο θα γίνει αιτία να πάρει φωτιά η βάρκα και να καούν τα δύο παιδιά. Ο συγγραφέας βρίσκει ευκαιρία να σκιαγραφήσει τις φτωχικές ζωές των εργατών της Λαυρεωτικής και παράλληλα να μιλήσει για πάθη που σιγοκαίουν κάτω από τις σάρκες των μικρών διαβόλων, μέχρι που θα καούν ολοκληρωτικά.
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, στο διήγημα «Η εικόνα που μ΄έδερνε» (στο «Μάτι φώσφορο κουμάντο γερό», Καστανιώτης) παίζει με την πίστη και το παράλογο. Ο μπάρμπα – Σωτηράκης, βοσκός, θυμάται το χωριό του, το Κάζιλερ, με την θαυματουργή εικόνα του Άγιου Σωτήρος. Η εικόνα είχε τη δύναμη να κτυπήσει κατακέφαλα όποιον αμαρτωλό την έπιανε στα χέρια του. Τα χρόνια πέρασαν, τα σπίτια έπεσαν, το χωριό ερήμωσε. Ο μπάρμπα Σωτηράκης αποφασίζει να αναστηλώσει την εκκλησία και αφού την καθαρίσει θα την επισκεφτεί την μέρα της Ανάστασης και θα λειτουργήσει παίζοντας τον ρόλο του παπά, του ψάλτη και του ακροατήριου. Μετά το Δεύτε λάβετε φως κλείνει το Ευαγγέλιο, χαιρετάει το φανταστικό πλήρωμα, πηγαίνει μπροστά στην εικόνα του Αγίου και αρχίζει να ρίχνει κουτουλιές στην εικόνα μέχρι θανάτου. Την ιστορία διηγείται ένας φίλος του, που τώρα αισθάνεται ένοχος που δεν πίστευε ‘όσα του διηγιόταν για την εικόνα ο μπάρμπα – Σωτηράκης.
Ο Σωτήρης Δημητρίου στο διήγημά του «Πάσχα τα΄Απρίλη» (στο « Η φλέβα του λαιμού», Πατάκης) αναθυμάται το Πάσχα στο χωριό του, την Πόβλα, πάνω στα ελληνοαλβανικά σύνορα, όταν πήγαινε με τα αδέλφια του να περάσει τις άγιες μέρες. Η θύμηση του τρέχει στη γιαγιά που τους αγαπούσε, στα τρεχαλητά στα χωράφια, στα παιχνίδια, στις επισκέψεις στα σύνορα, στο μυστήριο που έκρυβε ο «απέναντι» τόπος. Μεγάλωσε, σπούδασε, κατέβηκε στην Αθήνα, δεν ξαναπήγε στο χωριό παρά μεγάλος. Το χωριό έρημο και οι Αλβανοί χωρίς κανένα μυστήριο πια. Μια ιστορία νοσταλγίας των αθώων χρόνων που επιτείνει η γιορτινή μέρα.
Οι παλιότεροι
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έχει γράψει μερικά σπουδαία πασχαλινά διηγήματα μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν : «Πάσχα ρωμέικο» με ήρωα έναν καθολικό και «Η αστεφάνωτη», όπου πρωταγωνιστεί μια αμαρτωλή. Ο Κωστής Παλαμάς έχει γράψει το υπέροχο «Ο θάνατος του παλληκαριού» με φόντο τις προλήψεις και τον κομπογιαννιτισμό. Την Μ. Παρασκευη διαδραματίζεται το διήγημα «Βασίλης ο Αρβανίτης» του Στρατή Μυριβήλη, ενώ ο ίδιος έχει γράψει και το «Η κεροδοσιά της Λαμπρής». Για τα ευτράπελα που συμβαίνουν στον Επιτάφιο έχει γράψει ο Αλέξανδρος Μωραιτίδης (Αράτε πύλας) όπως και ο Γιάννης Μαγκλής( Ο Επιτάφιος). Εξαίρετη πασχαλινή ατμόσφαιρα δίνουν ο Ανδ. Καρκαβίτσας ( Αι φυλακαί του Ναυπλίου, Πάσχα στα πέλαγα), ο Εμμανουήλ Λυκούδης ( Ο απόστρατος μουσικός), ο Δημήτρης Καμπούρογλου (Διπλή Γιορτή), ο Κώστας Κρυστάλλης (Το Πάσχα στην Πίνδο), ο Γρ. Ξενόπουλος (Το πρώτο μου Πάσχα) κ.ά.
https://www.oanagnostis.gr/