Η ιστορία πίσω από τη «Δραπετσώνα» του Μίκη Θεοδωράκη και του Τάσου Λειβαδίτη

«Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας

στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή

Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου

εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί»

 

Μπορεί ο Μίκης Θεοδωράκης να μην είναι πια μαζί μας, αλλά η μουσική του κληρονομιά δε θα σβήσει ποτέ από τη συλλογική μνήμη του λαού μας. Η μουσική και τα τραγούδια του θα συνεχίσουν να είναι αφορμή για την κοινωνική, πολιτική και πνευματική καλλιέργειά μας.

Οι ιστορίες βεβαίως από τη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη είναι ανεξάντλητες. Σήμερα θα σας παρουσιάσουμε μία που συνέβη πριν ακόμα κι από την εποχή της χούντας και αφορά τη γέννηση του θρυλικού λαϊκού τραγουδιού «Δραπετσώνα», σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη, μουσική Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνεία Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Ο ίδιος ο Μίκης είχε πει για τη «Δραπετσώνα» :

«Ο Tάσος Λειβαδίτης, θυμάμαι, είχε έλθει στο σπίτι μου στη Nέα Σμύρνη και είχε ακούσει ένα μέρος από ένα κοντσέρτο για πιάνο που είχα αρχίσει να γράφω. Του άρεσε πολύ, έβαλε λόγια στη μουσική και έτσι γράψαμε το «Mάνα μου και Παναγιά».

Για να βγει σε δίσκο όμως, έπρεπε να γράψουμε άλλο ένα τραγούδι, να το «ζευγαρώσουμε» – τότε βγαίνανε οι δίσκοι 45 στροφών, με ένα τραγούδι σε κάθε πλευρά…

Την εποχή εκείνη, η κυβέρνηση ήθελε να διώξει τους πρόσφυγες απ’ τις παράγκες τους, στη Δραπετσώνα, χωρίς να τους δώσει αποζημίωση. Για κείνους ήταν ένας αγώνας επιβίωσης, ένας αγώνας ζωής και θανάτου, καθώς πήγαιναν οι μπουλντόζες και τους ξήλωναν τα σπίτια. Μια μέρα, πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο προς την «Kολούμπια» για φωνοληψία, μου ήρθε ξαφνικά η έμπνευση, μπροστά στο θέατρο Kαλουτά. Σταμάτησα απότομα και έγραψα τη μελωδία.

Tο βράδυ τηλεφώνησα στον Λειβαδίτη, του τραγούδησα απ’ το τηλέφωνο τη μελωδία, κι εκείνος έγραψε τους στίχους για τη «Δραπετσώνα». Έτσι μπήκαμε στο λαϊκό τραγούδι με τον Λειβαδίτη και μαζί αποφασίσαμε τότε να βγούμε έξω από τα τείχη της Aθήνας, να πάμε στην επαρχία, όπου το ’61 υπήρχε ακόμη απόλυτος σκοταδισμός – και πολιτικός και, φυσικά, καλλιτεχνικός».

Είναι μία ιδιαιτέρως δύσκολη περίοδος για τη χώρα. Στις αρχές του 1960 οι πληγές του Εμφυλίου είναι ακόμα ανοιχτές και το παρακράτος ετοιμάζει την αντεπίθεσή του… Την ίδια εποχή, οι μεγαλουπόλεις αρχίζουν να αλλάζουν σχεδόν βίαια, με τις πρώτες πολυκατοικίες να ανεγείρονται, αφού προηγουμένως είχαν γκρεμιστεί τα παραγκόσπιτα που βρίσκονταν εκεί. Αυτή ήταν η νέα πραγματικότητα των ανθρώπων της Δραπετσώνας. Ο λαός τίθεται στο περιθώριο χάριν ενός υποτιθέμενου εκσυγχρονισμού…

Και συνεχίζει ο Μίκης :

«Ξεκινήσαμε τις λαϊκές αυτές συναυλίες από την Kαβάλα. Πρώτη φορά ποιητής απήγγειλε ποιήματά του από τις συλλογές του, μπροστά σ’ ένα κοινό που ερχόταν ν’ ακούσει λαϊκή μουσική. Θυμάμαι ότι στους νέους ανθρώπους που έρχονταν, στην Kαβάλα, στις Σέρρες, στη Δράμα, στη Bέροια, στα Tρίκαλα, στη Λάρισα, τους έκανε κατάπληξη το γεγονός ότι ένας ποιητής σηκωνόταν και απήγγελλε αυτή τη μεγάλη ποίηση.

Πραγματικά, εκεί που καθόμασταν με τον Mπιθικώτση και βλέπαμε το κοινό απέναντι, τα μάτια ολωνών είχαν έναν θαυμασμό και μια απεριόριστη ευγνωμοσύνη, για το ότι, επιτέλους, οι ποιητές άρχισαν να πηγαίνουν στην επαρχία και να παρουσιάζουν την ποίησή τους».

 

«Δραπετσώνα»

Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός

Κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός

Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά

Εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά

Το ‘δερνε αγέρας κι η βροχή

Μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή

Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.

Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας

Στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή

Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου

Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί

Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά

Στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά

Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός

Κάθε παράθυρό του κι ουρανός

Κι όταν ερχόταν η βραδιά

Μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά

Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά

Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας

Στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή

Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου

Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί