Νικηφόρος Βρεττάκος: Ο ποιητής της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης

Την Πρωτοχρονιά του 1912 ήρθε στη ζωή ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές. Γεννημένος στις Κροκεές Λακωνίας, ο Νικηφόρος Βρεττάκος πέρασε τα παιδικά του χρόνια πολύ φτωχικά, στο οικογενειακό κτήμα στην Πλούμιτσα.

Οι αξεπέραστες οικονομικές δυσκολίες της οικογένειάς του τον οδήγησαν να μετακομίσει στο σπίτι του θείου του, Νίκου Παντελεάκη, ο οποίος τον στήριξε οικονομικά στις πιο δύσκολες στιγμές του. Τα χρόνια που πέρασε ο Βρεττάκος στο κτήμα, απομονωμένος από τον υλικό πολιτισμό και κοντά στη φύση, έδρασαν καταλυτικά στον χαρακτήρα του αλλά και στην ποίησή του.

Μετά το δημοτικό στις Κροκεές ακολούθησε στο Γύθειο το γυμνάσιο, όπου ήταν επίσης μαθητής ο Γιάννης Ρίτσος, με τον οποίο ανέπτυξαν κατά τη διάρκεια της πορείας τους αλληλοσεβασμό και αλληλοεκτίμηση. Το 1929 μετέβη στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Νομική, αλλά οι οικονομικές δυσκολίες τον απομάκρυναν από το Πανεπιστήμιο, αφού αναγκάστηκε να εργαστεί σε διάφορες δουλειές για να επιβιώσει.

Η αρχή της αναγνώρισης

Στα τέλη του 1929 συστήθηκε στον ελληνικό, πνευματικό κόσμο με την ποιητική συλλογή «Κάτω από σκιές και φώτα», η οποία απέσπασε αμέσως την προσοχή της κριτικής, ενώ το 1932 εκδόθηκε η συλλογή «Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων». Ο νεαρός ποιητής κέντρισε το ενδιαφέρον του Κωστή Παλαμά που ζήτησε δημοσίως να τον γνωρίσει από κοντά.

Τη δεκαετία του ‘30 ήταν ιδιαίτερα παραγωγικός με 6 ποιητικές συλλογές. Άλλωστε οι ιστορικοί τον κατατάσσουν σε εξέχουσα μορφή του πνευματικού ρεύματος της λεγόμενης γενιάς του ’30. Ξεχωρίζουν από αυτήν την περίοδο «Η Επιστολή του Κύκνου» (1937) και «Το Ταξίδι του Αρχάγγελου» (1938), με τις οποίες πραγματοποιεί μία στροφή στην ποίησή του και απομακρύνεται από το κλίμα του «καρυωτακισμού». Την ίδια χρονιά παρουσιάζει και το πρώτο του πεζό, με τίτλο «Το γυμνό παιδί».

Το 1935 παντρεύτηκε με τη φοιτήτρια φιλολογίας Καλλιόπη Αποστολίδη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, την Ευγενία και τον Κώστα, τον μετέπειτα γνωστό σκηνοθέτη. Παράλληλα, έκανε διάφορες περιστασιακές χειρωνακτικές δουλειές για να συντηρήσει την οικογένειά του. Παρά το γεγονός ότι δεν είχε την πολυτέλεια να έχει μία άνετη ζωή και αναγκαζόταν να ασκεί βαριά επαγγέλματα, δεν απομακρύνθηκε ποτέ από την αγαπημένη του ποίηση. Το 1940 ήρθε η πρώτη διάκριση αφού τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Το μεσουράνημα της φωτιάς».

Προηγουμένως, η δικτατορία της 4ης Αυγούστου ενοχλήθηκε από το έργο του, το οποίο θεωρήθηκε επικίνδυνο και παραπλανητικό για το ολοκληρωτικό καθεστώς.

Πολεμιστής και ποιητής

Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο πολέμησε στην πρώτη γραμμή ως απλός στρατιώτης και αργότερα πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση υπό τη σημαία του ΕΑΜ. Το 1945 απολύθηκε για πολιτικούς λόγους από το Υπουργείο Εργασίας, όπου είχε προσληφθεί το 1938, λόγω της στράτευσής του στην Αριστερά και συγκεκριμένα στο ΚΚΕ.

Όλη την περίοδο που ο Βρεττάκος υπήρξε στρατιώτης, δεν σταμάτησε στιγμή να γράφει. Οι φρικαλεότητες του πολέμου, οι κακουχίες της Κατοχής και η έκρυθμη πολιτική κατάσταση διαφαίνονται σε πολλά έργα του, με κύριο εκπρόσωπο το «Αγρίμι».

Το 1948 γνωρίστηκε με τον Άγγελο Σικελιανό και συνδέθηκε μαζί του με στενή φιλία. Την ίδια περίοδο ανέλαβε την αρχισυνταξία του λογοτεχνικού περιοδικού της Αριστεράς «Ελεύθερα Γράμματα», αλλά θα απολυθεί και διαγραφεί από το ΚΚΕ, εξαιτίας του λυρικού δράματος «Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου» (1949).

Ακολούθησε μία εξαιρετικά γόνιμη πνευματική περίοδος. Εξέδωσε ποιητικές συλλογές ενώ εργάστηκε σαν δημοσιογράφος σε πολλές εφημερίδες.

Το 1955 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος Πειραιά (1955-1959) και με τη βοήθεια του Άγγελου Σικελιανού ανέπτυξε αξιοσημείωτη πολιτιστική δράση, με την ίδρυση του Πειραϊκού Θεάτρου του Δημήτρη Ροντήρη, του Ιστορικού Αρχείου, της Φιλαρμονικής Πειραιώς, και της Δημοτικής Πινακοθήκης.

Το 1958, ύστερα από μία επίσκεψή του στη Σοβιετική Ένωση, δημοσίευσε σειρά άρθρων στην «Επιθεώρηση Τέχνης», για τα οποία κατηγορήθηκε (μαζί με τους Γιάννη Ρίτσο και Μάρκο Αυγέρη) για παράβαση του εμφυλιοπολεμικού νόμου 509/47, αλλά απαλλάχθηκε με βούλευμα.

Τα επόμενα χρόνια αντιμετώπισε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες. Το σπίτι του στον Πειραιά κατεδαφίστηκε και το 1962 έμεινε άνεργος. Οι αριστερές του απόψεις υπήρξαν εμπόδιο στην πρόσληψή του σε οποιαδήποτε δουλειά. Το 1964 ο Βρεττάκος μετακόμισε στην Αθήνα και κατάφερε με τη συνδρομή του Υπουργού Παιδείας και φίλου του Λουκή Ακρίτα, να εργαστεί ως ιματιοφύλακας στο Εθνικό Θέατρο.

Μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών (1967) ο γιος του φυλακίστηκε και ο ίδιος, πικραμένος, αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία. Πέρασε τα επόμενα χρόνια ταξιδεύοντας στην Ευρώπη και έγινε ευρύτερα γνωστό το σπουδαίο έργο του αφού επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο «Οδύνη» που εκδόθηκε το 1969 στη Νέα Υόρκη, συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε φεστιβάλ ποίησης, τιμήθηκε από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και καταξιώθηκε παγκοσμίως.

Επιστροφή στην πατρίδα

Μετά την παραμονή του στην Ελβετία, ο Νικηφόρος Βρεττάκος μετακόμισε στην Ιταλία και σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Παλέρμο βοήθησε στη σύνταξη ενός ελληνοϊταλικού λεξικού.

Στη Μεταπολίτευση επέστρεψε και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Πλούμιτσα, χωριό στην Λακωνία, δίπλα στις Κροκεές. Το 1982 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (το τρίτο της ποιητικής του διαδρομής) για την ποιητική σύνθεση «Λειτουργία Κάτω από την Ακρόπολη». Στις 26 Φεβρουαρίου 1986 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Δηλωτικό της αξίας του έργου του είναι ότι είχε προταθεί τέσσερις φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας (τη μία μετά από πρόταση του Γιάννη Ρίτσου). Λίγο προτού πεθάνει αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Έζησε στην Πλούμιτσα μέχρι τον θάνατό του στις 4 Αυγούστου του 1991 και κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

«Αν δε μου ’δινες την ποίηση, Κύριε, δε θα ’χα τίποτα για να ζήσω»

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος υπήρξε πιστός υπηρέτης της ποίησης. Το ποιητικό του έργο μπορεί με βάση το περιεχόμενο να χωριστεί σε τέσσερις περιόδους.

Ο Βρεττάκος με λίγα λόγια ταλαντεύεται μεταξύ αισιοδοξίας και πεσιμισμού, μεταξύ χαράς και απογοήτευσης.

Τα έντονα ιστορικοκοινωνικά γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, της Αντίστασης και του Εμφυλίου τον σημάδεψαν και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη γραφή του (33 Ημέρες, Λόγος ενός ληστή στη διάσκεψη του Πότσδαμ).

Η θρησκευτικότητα είναι έντονη στα ποιήματά του. Ωστόσο, ύψιστο αγαθό για τον Βρεττάκο υπήρξε πάντα η αγάπη και η δύναμή της.

Πάντοτε αληθινός και αυθεντικός, άφησε ποιητικές συλλογές που εξυμνούσαν την αγάπη και τη ανθρωπότητα (Βασιλική δρυς, Ωδή στον ήλιο). Το βουκολικό στοιχείο και η φύση επίσης έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα ποιήματά του.

Ο Βρεττάκος λάτρευε το χωριό του και συνήθιζε να περνά αμέτρητες ώρες ατενίζοντας τον Ταΰγετο, τα ρυάκια και τα υπόλοιπα δημιουργήματα της φύσης. (Ο Ταΰγετος και η σιωπή, Πλούμιτσα, Το ποτάμι Μπυές και τα εφτά ελεγεία).

Ήταν ένας από τους σημαντικότερους έλληνες ποιητές, που εξέφρασε με το έργο του το πανανθρώπινο όραμα της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης.

Το Αρχείο του ποιητή φιλοξενείται, μετά από επιθυμία του ιδίου, στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σπάρτης.

 Πηγές : https://www.sansimera.gr/

https://www.mixanitouxronou.gr/