Αμοργός – Του κ. Στάμου Γαλούνη

Ο έρωτας με την πρώτη ματιά είναι μία εμπειρία που έχει ζήσει κάθε άνθρωπος με αισθήσεις και συναισθήματα. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι υπάρχει πάντα και η ανάλογη ανταπόκριση. Ο έρωτας, μία τεράστια κινητοποιός δύναμη στην ιστορία της ανθρωπότητας που ίσως να βιώνεται καλύτερα το καλοκαίρι σε ένα ελληνικό νησί, ας πούμε την Αμοργό… Ο κ. Στάμος Γαλούνης, μας δροσίζει με μία ευχάριστη καλοκαιρινή ιστορία που σίγουρα ξυπνά σε όλους μας αναμνήσεις, πάθη, ευτυχισμένες, αλλά και στενάχωρες στιγμές…


ΑΜΟΡΓΟΣ.

Κοίταζε εκστασιασμένος και μαγεμένος ο άνδρας, εκεί στης Αμοργού την ακρογιαλιά, τη βρεγμένη πανώρια κόρη, που μόλις αναδύθηκε απ το γαλάζιο αρμυρό κρυστάλλινο νερό.

Απόκοσμα καθηλώθηκε στη θέα της, με την αρμονία της καλλιγραφημένης της θωριάς, τα σγουρά μαλλιά που τα’λουζε ο ήλιος, τα μεγάλα μάτια της που έλαμπαν στο ανελέητο φώς μεσημεριού, την κίνηση ελαφίνας και το λίκνισμα χορεύτριας να σαγηνεύει , ν’ αναστατώνει και το βελούδινο πρόσωπο σαν ευαγγέλιο να φανερώνει ομορφιά, αθωότητα, ευγένεια κι’αλήθεια.

Σάστισε ο άνδρας, ανέβασε πυρετό, συγκλονίστηκε εντός του ο ρυθμός του κόσμου, κοντανάσανε, ίδρωνε και με υπνωτισμένο βλέμμα, ακολουθούσε το πανέμορφο αυτό πλάσμα, ελπίζοντας μόνο σε μια ματιά της .

Δίχρωμο φινετσάτο μαγιό, κολιέ κοχυλιών να δένουν χαμηλά τα χυτά αγαλματένια της πόδια, αέρα εκλεπτυσμένης αρχόντισσας, μπλέ ρουά πάνω μέρος, να τονίζονται, να κολάζουν και ν’ αγιάζουν, τα ατίθασα υπέροχα περήφανα στήθη της και σταρένιο σμιλευμένο θεϊκό κορμί, για εικονογράφημα ζωγράφου και τόπο φωτιάς αναστενάρηδων.

Το πεπρωμένο ίσως σκέφτηκε ο άνδρας.

Είχε δει αυτό το θεσπέσιο κορίτσι το προηγούμενο βράδυ, στη Χώρα.

Άκουσε τους φίλους της, να την φωνάζουν Λυδία..!!!

Όμορφο, γλυκό όνομα και τόσο ταιριαστό.

Τον είχε ενθουσιαστικά εντυπωσιάσει, με το υπέροχο ανάλαφρο σε κοραλί αποχρώσεις φόρεμά της, που αναδείκνυε και διαφήμιζε το πύρινο σμιλευμένο κορμί της, το μεταξωτό μπούστο της , με την γοητεία που απλόχερα σκόρπιζε και την αισθητική, εικαστική απόλαυση που χάριζε.

Γέμισε και μοσχοβόλησε η ψυχή του άνδρα, με ανείπωτες ομορφιές, χρώματα, ευωδιές αρμύρας και φαντασιακές ηδονές αληθινού θηλυκού, γοητεύτηκε, έχασε την εγωτική πανοπλία του, αισθάνθηκε ευάλωτος και πρώτη φορά έτοιμος να ταξιδέψει σε άγρια πελάγη, έρωτα, πόνου, απολαύσεων, αισθησιασμού, ψυχικών αναστατώσεων και καρδιακών αρρυθμιών.

Ο χρόνος συμπυκνώθηκε, έγινε συμπαντική στιγμή,ο πάνδηλος θαυμασμός για την πανέμορφη Λυδία, ο ερωτισμός κι η επιθυμία, οδήγησαν -μαζί με τα ασυνείδητα γραμμένα- στη λίμνη των συναισθημάτων, εκεί που δροσίζεται η ψυχή, χορεύει η καρδιά στο κοίταγμα, στο άγγιγμα, στη λαλιά και στο χαμόγελό της.

Παρατηρούσε αχόρταγα μεν, αλλά διακριτικά και σεβαστικά την καλλονή Λυδία των αναστεναγμών, να ξαπλώνει κάτω απ την ομπρέλα της και το φαντασιακό του οργίασε ερήμην της πραγματικότητας.

Ικέτευε νοερά το σύμπαν να συνωμοτήσει και να ακούσει τα μεσημεριανά ξυπνητά του όνειρα, ο γιος της Αφροδίτης.

Κι’ εκεί που ακουμπισμένος στ’ αρμυρίκι… είχε χαθεί στα παραμύθια.. ακούει …το όνομά της… Λυδίαααα! Κι εκείνη να πετάγεται σαν αίλουρος . φωνάζοντας… Αιμίλιεεε!!! ήρθες επιτέλους.!!

Η αγκαλιά , το φιλί με τον μελαχρινό λιγερόκορμο άνδρα, που μόλις αριβάρισε κι η γλώσσα των σωμάτων τους, μαρτυρούσαν και διαλαλούσαν της αγάπης τους, τα θαύματα.

Μελαγχόλησε.. ναυάγησε στην στεριά…ο άνδρας..

Έμεινε ανεπίδοτος κι’ ορφανός ο έρωτας των λίγων στιγμών…σαν τον χρόνο ολάκερης ζωής μιας πεταλούδας.. Δεν ήτανε φαίνεται γραφτό..

.. Πήρε παραμάσχαλα..την καλοκαιρινή του οπτασία , τη μοναξιά του και με βαριά περπατησιά, τράβηξε για την ανηφοριά.

Πάει πιο πάνω.. στο κάτασπρο ξωκλήσι των βράχων, για ν’ αγναντέψει από ψηλά το πέλαγος, ν’ ανάψει ένα κερί και να σιγοτραγουδήσει το παράπονό του.