5 ποιήματα για το Πάσχα

Το Πάσχα είναι σίγουρα μία από τις πιο «λαμπρές» εορτές στη χώρα μας και σίγουρα αυτή η περίοδος προκαλεί αγαλλίαση και ευχαρίστηση σε όλους μας, αφού κατακλυζόμαστε από όμορφες αναμνήσεις, ενώ πάντα είμαστε έτοιμοι να δημιουργήσουμε νέες.

Η σημασία της Λαμπρής για το λαό μας αποτυπώνεται σε δεκάδες έργα, αλλά εμείς σήμερα επιλέξαμε να σας παρουσιάσουμε πέντε από τα πιο ωραία –και σπαρακτικά– δείγματα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης για το Πάσχα.


Οδυσσέας Ελύτης, «Κυριακή (Πάσχα), 26»

Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί με τη μορφή βουνού κει κατά τα δυτικά. Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμένα, πολύ χαμηλά, κάτω από το παράθυρο.

Σου ’ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν την ψυχή σου. Ύστερα να κατεβείς και, θαρραλέα, να καταλάβεις τη θέση στον τάφο που σου ανήκει.  

 

Τάσος Λειβαδίτης, «Έξοδος»

Η τελετή γινόταν στη μεγάλη σάλα, μόλις μ’ είχαν ξεκρεμάσει απ’ το ηλιοβασίλεμα, με τύλιξαν μ’ ένα σεντόνι, μα οι πληγές φάνηκαν στον τοίχο, το πλήθος συνωστίζονταν στις σκάλες, ζητούσε ν’ αναστηθώ, μα εγώ έπρεπε να μείνω αγνός από θαύματα, και κρυβόμουν πίσω απ’ τα παλτά των ξένων στο διάδρομο, τρώγοντας τα φύλλα από παλιά ημερολόγια,

το ξημέρωμα ήταν ωχρό πίσω απ’ τις μπουκάλες, βγήκα στο δρόμο και γονάτισα στον πρώτο περαστικό, «γιατί το ‘κανες;» με ρωτούσε ο Θεός, είναι ο καιρός της βασιλείας μου, Κύριε, πώς ν’ αρνηθώ;» και τότε ο Θεός μου ‘βαλε στο χέρι αυτό το κλειδί, έτσι μπορώ τώρα ν’ ακούω ήρεμος το ανελέητο βήμα πίσω απ’ τον τοίχο, αθέατος μέσα σε όποια θεία εικόνα.

Ήμουν τόσο μονάχος, που τα σκυλιά που με γάβγισαν στο δρόμο ανέβαιναν τώρα μαζί μου στον ουρανό.  

 

Κική Δημουλά, «Πάσχα στο φούρνο»

Βέλαζε το κατσίκι επίμονα βραχνά.

Άνοιξα το φούρνο με θυμό τι φωνάζεις είπα

σε ακούνε οι καλεσμένοι.

Ο φούρνος δεν καίει, βέλαξε

κάνε κάτι αλλιώς θα μείνει νηστική

χρονιάρα μέρα η ωμότητά σας.

Έβαλα μέσα το χέρι μου. Πράγματι.

Παγωμένο το μέτωπο τα πόδια ο σβέρκος

το χορτάρι η βοσκή τα κατσάβραχα

η σφαγή.  

 

Γιάννης Βαρβέρης, Εσπερινός της αγάπης

Η πόλη με οβελίες αλλού γιορτάζει.

Σταθμός Πελοποννήσου

κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι

μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα.

Είμαστε γέροι πια κι οι δυο

κι εγώ αφού γράφω ποιήματα

πιο γέρος.

Αλλά πού πήγανε τόσοι δικοί μας;

Μέσα σε μια βδομάδα

δεν απόμεινε κανείς.

Ήταν Μεγάλη βέβαια

γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις-

θέλουν πολύ για να υποκύψουν οι κοινοί θνητοί;

Έτσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα

θα ’πρεπε κάπως να ’χαμε κι εμείς χωρέσει.

Όμως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα.

Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε

σ’ ένα παγκάκι

αθάνατοι

καθώς νυχτώνει;  

 

Παυλίνα Παμπούδη, «Νύχτα του Πάσχα»

Έτσι λοιπόν

Ελευθερώνομαι.

Κάτι άγιο, κάτι τρομαγμένο και κάτι ψόφιο

Κάτι που ανασαίνει στο βάλτο και κάτι

 Κουρνιασμένο στο φεγγάρι. Το φυλαχτό

Με τα μεταξένια παραμύθια

Ο γδυτός άγγελος με τον πάσσαλο και την εξουσία

 Το απίστευτο χαμόγελο

Το μοναχό δέντρο ξορκίζοντας τον άνεμο

Οι αλμυροί σου ώμοι – μη –

Ξαφνικά φέγγοντας – μη –

Ειρήνη για τον άνεμο

Ειρήνη για το φύλλωμα το άναρθρο.

Δεν είν’ αυτός ο τόπος, εδώ θα γίνει.

 

Μπα, εσύ

Μια απλή φάση του θανάτου…