«Μεγάλη Παρασκευή», της συγγραφέως Νικολίτσας Μπλούτη-Καράτζαλη

Η Μεγάλη Εβδομάδα είναι σίγουρα συνυφασμένη με τις πολύ όμορφες παραδόσεις του λαού μας, που χάνονται στα βάθη των αιώνων. Έθιμα που μπορεί να διαφέρουν από τόπο σε τόπο, αλλά στο επίκεντρό τους έχουν την κατάνυξη, αλλά και το μήνυμα ελπίδας και ανανέωσης που φέρει το Πάσχα.

Δυστυχώς βέβαια, οι παραδόσεις έχουν αρχίσει να ξεθωριάζουν μπροστά στον πολύβουο καμβά του σύγχρονου, αγχωτικού τρόπου ζωής. Ωστόσο, ακόμα δεν έχουν χαθεί και οι περισσότεροι από εμάς διατηρούμε μέσα μας, ως νοσταλγικές αναμνήσεις, τις όμορφες στιγμές που περάσαμε με τους δικούς μας ανθρώπους τηρώντας αυτές τις παραδόσεις κατά τη διάρκεια των εορτών του Πάσχα.

Η συγγραφέας Νικολίτσα Μπλούτη – Καράτζαλη, σε μία πολύ γλυκιά αποτύπωση των βιωματικών εμπειριών της, αναδεικνύει μία Μεγάλη Παρασκευή «από τα παλιά» σε σχέση με τη Μεγάλη Παρασκευή του σήμερα, της ταχύτητας και της ευκολίας.

Ας ελπίσουμε ότι αυτές οι αναμνήσεις, δε θα μείνουν αποτυπωμένες μόνο σε άρθρα, χρονογραφήματα και βιβλία, αλλά θα γίνουν βιώματα και για τις επόμενες γενιές…


Κάθε Μεγάλη Παρασκευή αυτό που θυμάμαι πιο πολύ, είναι η μυρωδιά απ’ τις βιολέτες που με λιγώνει και μου φέρνει μεγάλη στεναχώρια και την κοιλιά μου που γουργουρίζει σαν τη γάτα απ’ την πείνα. Πατάτες νερόβραστες είχε σήμερα η γιαγιά κι αυτές τις είχαν βράσει από χθες τ’ απόγευμα, γιατί σήμερα είπαμε, δε βάζει τσουκάλι καμιά νοικοκυρά. Ούτε δουλειές κάνει να κάνει στο σπίτι λέει καμία, γιατί πενθάμε όλα τα σπίτια. Πάει το καθισιό σύννεφο! Όλες πέρα δώθε στην εκκλησιά είναι και περνάνε τάχα μου απ’ την πλατεία τα πιο μεγάλα τα κορίτσια για να τα βλέπουνε τ’ αγόρια…

Φτάσαμε… Μπαίνουμε σιωπηλοί στην εκκλησιά κι ανάβουμε το κεράκι μας όλοι με τη σειρά στο μανουάλι. Η Φωτούλα μας σηκώνει και την Αγγέλα ν’ ανάψει το δικό της. Αυτές τώρα ετοιμάζονται ν’ ανέβουνε στο γυναικωνίτη, εγώ πρέπει να προσέξω να βρω θέση να καθίσω λίγο πιο πίσω από κει που κάθομαι τις άλλες φορές, για να ’μαι πιο κοντά στη Βαρβάρα.

Ιιιιιιιι! Χριστούλη μου! Να την η Βαρβάρα! Τι όμορφη που ’ναι μωρέ… Ίδια η Παναγιά! Άφησε και τα μαλλιά της μοιραία… Σίγουρα θα τη ματιάσουνε. Της έχει βάλει η μάνα της κάνα φυλαχτό στον κόρφο όπως εμένα η γιαγιά μου, γιατί ματιάζομαι εύκολα; Μόλις περνάω από δίπλα της, γυρνάει και μου κρυφογελάει. Της τραβάω κι εγώ την άκρη απ’ το φόρεμα για να καταλάβει πως την είδα. Να κι ο Λάμπρος με τον Γιώργη. Ωραία, έχουνε καθίσει κοντά στα κορίτσια για να τα βλέπουμε καλά. Σε λίγο θ’ αρχίσουνε να μοιρολογάνε τον Χριστό και να τον ραίνουν με τα λουλούδια που ’χουν στο καλαθάκι τους. Να την, πάλι με κοιτάει… Ωχ, Θέ μου, λιγοθυμιά μου ’ρχεται απ’ τη ματιά της, ανατρίχιασα! Είναι και το λιβάνι, είναι κι οι βιολέτες… Δε θα τη γλιτώσω σήμερα. “Ιησούς Χριστός νικάει κι όλα τα κακά σκορπάει…”

Η ζωή έν τάφω, κατετέθης Χριστέ,

Και αγγέλων στρατιαί εξεπλήτοντο…”

Τι όμορφα που ’ναι! Τι ζεστά! Τα κορίτσια αρχίσανε το μοιρολόι και μου ’ρχεται και μένα τώρα να κλάψω, που ακούω τα μοιρολόγια της καημένης της Παναγιάς στον γιο της.

Ω, γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον

Πού έδυ σου το κάλλος…”

 Χριστέ μου! Τι λόγια όμορφα είν’ αυτά που λέει η καψερή η Παναγιά! Πάλι ανατρίχιασα… Η Βαρβάρα ψέλνει μαζί με τις άλλες και τον παπά που τις βοηθάει να μη χάσουνε τον σκοπό και μου φαίνεται πως έχει την πιο γλυκιά φωνή απ’ όλες.

Ευτυχώς, ο Θεός έκλαψε για τον γιο του το πρωί στην “αποκαθήλωση” και τώρα έχει πια ξανοίξει. Όλα είναι έτοιμα να ξεκινήσουμε. Τέσσερις άντρες με μπράτσα γερά σηκώνουνε τον επιτάφιο στις πλάτες τους κι όλοι ακολουθάμε από πίσω μ’ ευλάβεια. Ακόμα κι ο παπάς με τους ψάλτες, πίσω απ’ τον επιτάφιο είναι και δίπλα του από δω κι από κει τον συνοδεύουνε τον Χριστό τα κορίτσια που συνεχίζουνε να τον ραίνουν με τα πέταλα των λουλουδιών. Χθες νομίζω πως η γιαγιά μου έκοψε κι απ’ τα δικά μας ένα μεγάλο ματσάκι, γιατί λέει, πως τέτοια μέρα όλες οι γυναίκες πρέπει να πάνε ένα λουλούδι στον Χριστό. Κάνανε πάντως πολύ καλή δουλειά χθες βράδυ οι γυναίκες που ξενυχτήσανε για να τον στολίσουνε, σαν εργόχειρο δουλεμένο στο χέρι απ’ αυτά που κεντάνε τα κορίτσια μοιάζει ο επιτάφιος. Καλά τώρα, αφού έβαλε το χρυσό χεράκι της η γιαγιά μου, τι περίμενα να ’ναι άσχημος;

Τέσσερις άλλοι άντρες ετοιμάζονται τώρα να κάνουνε αλλαγή με τους πρώτους, γιατί φαίνεται πως κουραστήκανε. Είναι βαρύς ο επιτάφιος είπε ο παπάς πέρσι στη γιαγιά μου, επειδή είναι όλος από ξύλο μασίφ και βαραίνει σαν μολύβι. Του χρόνου θα του πω να πιάσω κι εγώ σειρά να τον σηκώνω, γιατί τους ζηλεύω αυτούς που τον κρατάνε. Είναι και δίπλα στα κορίτσια… Φτάσαμε κιόλας στην εκκλησιά της Παναγιάς που ’ναι το νεκροταφείο και κάνουμε στάση για να ψάλλουνε και να μπορέσουνε να κάνουνε την αλλαγή οι άντρες. Όλοι κρατάμε από ένα κεράκι αναμμένο στα χέρια μας, όπως στην Ανάσταση και πρέπει να προσέχουμε τον μπροστινό μας μην τον κάψουμε.

Όλα τα φώτα των σπιτιών είναι αναμμένα και το λιβάνι μοσχοβολάει απ’ άκρη σ’ άκρη του χωριού, γιατί ανάβουνε απόψε όλες οι γυναίκες έξω απ’ τα σπίτια τους, όπως όταν περνάμε τον Αϊ-Δημήτρη τον άγιό μας. Σήμερα όμως, όλοι είμαστε σοβαροί και στενοχωρημένοι γιατί συνοδεύουμε το άγιο σώμα του κρεμασμένου Χριστού μας που τον κάρφωσαν οι άχρηστοι οι Ιούδες πάνω στον σταυρό, μαζί με τον ληστή και τον άλλον τον άσωτο που δε θυμάμαι τώρα πώς τον λένε… Ίσα κι όμοια τον κάνανε τον γιο του Θεού με τους ληστές οι αντίχριστοι; Άι στο καλό, νευριάζω πολύ όσο τα σκέφτομαι αυτά.

Το νεκροταφείο όπως το θωρούμε απ’ την ανηφορούλα που ’χουμε σταματήσει, μοιάζει σαν ένα μικρό χωριό που ’χει ανάψει κι αυτό όλα τα φώτα του. Μόνο που τα σπίτια του είναι ανάσκελα και τα φώτα του καντηλάκια που τρεμοσβήνουνε απ’ το αεράκι. Το απόγευμα όλοι οι νοικοκυραίοι φροντίσανε ν’ ανάψουνε τα καντηλάκια τους, να μην είναι τέτοια μέρα σβηστά. Είπα κι εγώ στη γιαγιά να μου βάλει καινούργιο λαδάκι σε μπουκάλι και πήγα κι άναψα σ’ όλους. Και στους γονιούς της Φωτούλας, γιατί από τότε που ’ρθε να μείνει κοντά μας είναι κι αυτοί της οικογενείας μας. Άναψα και τ’ άλλου του γεροντάκου που με κοιτάει γελαστός απ’ τη φωτογραφία του κι είναι μονάχος, αφού δεν τον φροντίζει κανένας. Οι γονείς μου τώρα, σκέφτομαι πως μπορεί να μας βλέπουνε και μένα και την Αγγέλα μας που ’μαστε καλά κι υπάκουα παιδιά κι ακολουθάμε σεμνά τον επιτάφιο του Χριστού. Θα χαίρονται σίγουρα για μας που μεγαλώσαμε τόσο… Με πιάνει μια στενοχώρια και γι’ αυτούς τώρα, που θα μπορούσαμε να ’μαστε όλοι μαζί. Θα ’θελα αν γινότανε, το Σάββατο το βράδυ που θ’ αναστηθεί ο Χριστός να τους ανάσταινε κι αυτούς κι ας ήτανε για μια μονάχα μέρα. Να σουβλίζαμε παρέα το αρνί, να το ψήναμε παρέα στους λάκκους κι ύστερα να καθόντουσαν όλοι στο γιορτινό τραπέζι. Να χορταίνανε κι αυτοί μια στάλα, γιατί σίγουρα με τις λειτουργιές της γιαγιάς θα τους κόβει λόρδα τόσο καιρό που ’χουνε να φάνε κανονικό φαγητό. Αλλά δε γίνεται και λυπάμαι, τι να γίνει όμως; “Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς κι οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους”, λέει η γιαγιά. Ποιος ξέρει, μπορεί κι αυτοί να μαζευτούνε όλοι αύριο και να γιορτάσουνε την Ανάσταση και να φάνε και να πιούνε και να γλεντήσουνε όπως εμείς. “Ποιος έχει γυρίσει από κει να μας πει πώς είναι”, λέει ο παπα-Λουκάς, που σημαίνει πως μπορεί και να το κάνουνε και να μην το ξέρουμε εμείς…

Τώρα που περνάμε απ’ την πλατεία, μονάχα λίγα γεροντάκια είναι που δε μπορούνε να περπατήσουνε κι έχουνε καθίσει να προσκυνήσουνε από δω. Ούτε πανήγυρη έχουμε βέβαια μετά να πάμε να γλεντήσουμε, όλοι θα περάσουμε κάτω απ’ τον επιτάφιο και μετά θα πάμε ένας- ένας στο κονάκι μας, λέει η γιαγιά να πενθήσουμε με την ησυχία μας. Μια μέρα ακόμα μέχρι την Ανάσταση… Κι αύριο πάλι, ποιος ξυπνάει απ’ τα χαράματα για να κοινωνήσει; Ήθελα να ’ξερα αφού ο παπάς είναι δικός μας άνθρωπος, γιατί δεν του λέει να ’ρθει σπίτι μετά την εκκλησιά να μας κοινωνήσει κι εμάς τα ορφανά, να μην τρέχουμε με την τσίμπλα στα μάτια πρωινιάτικα να πιάσουμε σειρά; Κι ούτε κακάο δε θα μας δώσει απόψε η γιαγιά, με βλέπω να μην κλείνω μάτι όλη νύχτα, θα σκέφτομαι το ψητό αρνί που θα γυρίζει την Κυριακή στη σούβλα και θα μου τρέχουνε τα σάλια στο μαξιλάρι…

Νικολίτσα Μπλούτη-Καράτζαλη