ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΔΙΧΩΣ ΟΝΟΜΑ – Του κ. Στάμου Γαλούνη

Ο κ. Στάμος Γαλούνης νομίζουμε δε χρειάζεται πλέον συστάσεις, αφού ήδη έχουμε αναδημοσιεύσει 3 από τα σπουδαία, κατά τη γνώμη τη δική μας, αλλά και πολλών συναδέλφων μας, διηγήματά του.

Πλέον τον θεωρούμε δικό μας άνθρωπο, έναν εξαιρετικό φίλο της Ιονικής Οικογένειας και βεβαίως θα συνεχίσουμε να δημοσιεύουμε τα διηγήματά του, στα οποία άλλωστε υπάρχει θερμή ανταπόκριση και από την πλευρά σας.

Το σημερινό διήγημα, δε χρειάζεται ιδιαίτερη εισαγωγή. Ο κόσμος μας συνεχίζει να είναι ένας κόσμος πατριαρχικός, που όμως δε θα ήταν τίποτα χωρίς τις γυναίκες, όπως λέει και ο γνωστός στίχος. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία κινητοποίηση, μία προσπάθεια να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο, αλλά βέβαια, ακόμα οι κοινωνίες μας πρέπει να κάνουν πολλά βήματα για να επέλθει ο ζητούμενος σεβασμός στο γυναικείο φύλλο.

Η ελληνική κοινωνία ιδιαίτερα, παραμένει αρκετά πίσω σε αυτό το μείζον ζήτημα και απόδειξη οι συνεχείς γυναικοκτονίες του τελευταίου χρόνου, αλλά και τα περιστατικά βίας και παρενόχλησης που βλέπουμε στην καθημερινότητά μας.

Τουλάχιστον, πλέον, αυτά μαθαίνονται όλο και περισσότερο και υπάρχει μία μεγάλη κατακραυγή σε βάρος τους. Μην έχουμε αυταπάτες όμως, είμαστε ακόμα στην αρχή ενός δύσβατου δρόμου. Ας ελπίσουμε ότι και σε αυτό το ακανθώδες ζήτημα, όπως πάντα, οι νέες γενιές θα αψηφήσουν τις συντηρητικές λογικές και θα μας οδηγήσουν ως κοινωνία σε ένα καλύτερο μονοπάτι…


<Τό όνομα της συζύγου σας παρακαλώ; >-

λέει ο ειρηνοδίκης , απευθυνόμενος στον μεσήλικα, άνδρα με το σκληρό κουρασμένο ηλιοκαμένο πρόσωπο, τα ροζιασμένα χέρια καί τα ντρίλινα παλιοκαιρισμένα ρούχα.

Σάστισε, ξαφνιάστηκε, χλώμιασε ο άνδρας καί αργοπορημένα απάντησε σιγανά –

< Αλέξαινα >.

-Αυτό ειναι το βαπτιστικό της όνομα; – τον ξαναρωτάει ο δικαστής

–Όχι , όχι , αλλιώς τη λένε – αποκρίθηκε σχεδόν ψιθυριστά ο άνδρας, με τα μάτια κατεβασμένα , κατακόκκινος από ντροπή και βασανιστικά έστυβε το μυαλό του, να θυμηθεί τ όνομα της γυναίκας του.

Ο άνδρας,- ήταν ο μπάρμπα Αλέξης, γεωργός καί κτηνοτρόφος- απ’ ένα ορεινό χωριό του Ξηρομέρου, κι ήταν κατηγορούμενος, στο Ειρηνοδικείο Αστακού -εκεί γύρω στα 1970- για αγροζημία.

Τούς ξέφυγαν τα κατσίκια, μπήκαν στα αμπέλια του Σκαρλάτου καί δεν άφησαν κλήμα και κληματόβεργα. Μεγάλη ζημιά έπαθε ο άνθρωπος. Δέν βρήκε τσαμπί, για να τρυγήσει.

Τόν μήνυσε ο αγροφύλακας καί τώρα, πέρα απ την αποζημίωση που δίκαια πρέπει να πληρώσει, περιμένει με αγωνία καί την ποινή της αδικοπραξίας, που θα του επιβάλει το δικαστήριο.

Να όμως που τού’μελαν τα χειρότερα, δεν θυμόταν τό όνομα της γυναίκας του.

Αν είναι ποτέ δυνατόν! Νά ανοίξει η γη καί να τον καταπιεί.!

Πάνω απο είκοσι χρόνια παντρεμένοι, όλοι την έλεγαν .. Αλέξαινα..( το θηλυκό του δικού του ονόματος)

Εκείνος πάντα την φώναζε .. Γυναίκα ή Αλέξαινα! και τα παιδιά Μάνα! Ποτέ καί κανείς, δεν την φώναζε αλλιώς.

Κί ήταν άξια, εργατική, αξιοπρεπής γυναίκα. Εκείνη κρατούσε γερά καί σταθερά το τιμόνι της οικογένειας, καθαρή μητριαρχία κι εκείνος την σεβόταν, την εκτιμούσε καί αναγνώριζε τις θυσίες καί τη προκοπή της.

Όλες οι γυναίκες στα μέρη εκείνα, ετεροπροσδιορίζονταν – σπάνιες οι εξαιρέσεις- καί εκτός απ τό επώνυμο, τούς άλλαζαν καί τ’ ονομά τους, δίνοντάς τους, αυτό του άνδρα τους .. Χρήστινα, Θοδωράκαινα, Γιάνενα, Σπύραινα, Κώσταινα…

Αυτός ήταν ο κλειστός κόσμος τους, οι άγραφοι νόμοι, οι νοοτροπίες, οι πρακτικές κι’ οι κοινωνικές παραδοχές.

Η κάθε Αλέξαινα, σε πέτρινες εποχές, είχε άλλες έγνοιες, προτεραιότητες, ανάγκες κί επιθυμίες… Μέ έξη παιδιά, καπνά, σιτάρια, γιδοπρόβατα, σπίτι.. τό τελευταίο που την ένοιαζε ήταν τ΄ ονομά της. Νάχει η οικογένεια πρώτα -πρώτα υγεία καί φαί κι όλα τ’ άλλα , ας καρτεράνε.

Μέ σταματημένο το μυαλό του, αγχωμένος καί ντροπιασμένος , μπροστά στον δικαστή και στο ακροατήριο, γυρίζει πρός τα πίσω, εκεί που καθόταν ο μικρός του γιός καί τον ρωτάει:

-Ωρέ Νίκο, πως λέν καλό’μ, τ’μάνα’ς ;-

– Αφροδίτ’ πατέρα – τού απάντησε το παιδί !

– Αφροδίτη! Τόσο ωραίο όνομα!- μουρμούρισε ο δικαστής..

κι ο μπαρμπα Αλέξης ένιωσε μια μαχαιριά μες την καρδιά.

Έγινε η δίκη, πλήρωσε τα δίκαια καί σωστά ο κύρ Αλέξης και τ απόβραδο, πατέρας καί γιός έφτασαν καβάλα στ’ άλογά τους, στο σπίτι, στο χωριό τους.

Έπληκτη η κύρ Αλέξαινα, άκουσε πρώτη φορά τ όνομα της και να τής λέει γλυκά – μπορεί κι ενοχικά-… ουλα καλά Αφροδίτη μ’! Ουλα καλά.

Έκτοτε ..μόνο το όνομά της ,Αφροδίτη!! είχε στα χείλη του.

Πέρασαν τα χρόνια, κύλησε πολύ νερό στον Αχελώο, ήρθε λίγος κοινωνικός πολιτισμός, άλλαξαν οι νόμοι, η γυναίκα ανακτά την υπόστασή της, επιτέλους διατηρεί το επώνυμό της, κανείς δεν διανοείται πλέον να της αλλάξει το όνομα…

κι όμως,.. κι όμως κάποιες θηλυκές όμορφες υπάρξεις κινδυνεύουν από αγέλες εκβαρβαρισμένων, εξαχρειωμένων αρσενικών… κάποιες θηλυκές ιερές ζωές, χάνονται άδικα, άκαιρα καί τραγικά, δολοφονημένες από χέρια, κτηνωδών, υπανθρώπων ανδρών…