
Η 25 Μαρτίου 1821 μέσα από παλιά σχολικά βιβλία
- Posted by Σαράντος Φιλιππόπουλος
- On 25 Μαρτίου, 2022
- 0 Comments
Στα Δημοτικά σχολεία σε παλιότερα χρόνια οι τοίχοι γύρω – γύρω των σχολικών αιθουσών ήταν γεμάτοι από πίνακες ηρώων του 1821. Είχαμε γίνει φίλοι μαζί τους και με τη φαντασία μας πλάθαμε όνειρα για τους δικούς μας ρόλους σ’ εκείνες τις δύσκολες εποχές. Και ο δάσκαλος μάς έβαζε μπροστά στο γεωφυσικό χάρτη – που δεν είχε τοποθεσίες – και έπρεπε να βρούμε και να δείξουμε με το δάκτυλό μας – σχεδόν αυτόματα και με κλειστά μάτια – πού ήταν τα Δερβενάκια, το Σούλι, το Μανιάκι, το Χάνι της Γραβιάς, η Αλαμάνα κλπ κλπ.
Οι εικόνες αυτές έμειναν ανάγλυφες στη μνήμη μας, ήταν και εποχές λιγοστών εικόνων και η θύμηση δεν καταδυναστευόταν από την πλημμύρα των εν πολλοίς φενακισμένων εικόνων όπως σήμερα. Ήταν οι εικόνες των ηρώων μας. Τώρα που η παρακμή έχει στραγγίξει κάθε ικμάδα αυθεντικής και ουμανιστικής αξίας, οι ήρωες των παιδιών είναι άλλοι, είναι οι «αστέρες» της πλήρους ανουσιότητας και της άμετρης ανοησίας της τηλεοπτικής υποκουλτούρας.
Αλλά η ιστορία δεν είναι μια «ουδέτερη περιοχή» του ανθρώπου. Είναι μια ζέουσα πραγματικότητα και αν αγνοείς τα διδάγματά της και την αντιστροφή των αξιών του ανθρωπισμού και της βαθιάς μόρφωσης και της πνευματικής καλλιέργειας, τότε θα λατρεύεις το κίβδηλο και το ποταπό αλλά και θα χάνεις το μέλλον από τον ορίζοντά σου, το δικό σου ορίζοντα, γιατί το μέλλον σου το διαμορφώνουν άλλοι. Και τότε έχεις χάσει την ελευθερία σου!
Το να γνωρίζουν τα παιδιά την ιστορία του λαού τους πολύ καλά δεν είναι προγονοπληξία, δεν είναι δευτερεύον ζήτημα. Είναι βασικό στοιχείο της αυτογνωσίας τους! Και αυτό είναι ευθύνη του σχολείου και των εκπαιδευτικών αλλά και της οικογένειας. Γιατί αν η εν λόγω συζήτηση δεν αρχίσει από την οικογένεια και από τα μικρά χρόνια των παιδιών, δεν θα αποκτήσει ριζώματα η σχέση μας με την ιστορία.
Το μικρό αυτό αφιέρωμα περιλαμβάνει πεζά κείμενα (αποσπάσματα) και ποιήματα, σκίτσα και πίνακες από παλιά σχολικά βιβλία και κυρίως από αναγνωστικά, τα οποία έχουν αναφορά στην 25η Μαρτίου 1821. Έχουν ενδιαφέρον για τους μεγάλους στην ηλικία για να θυμηθούν, για να νοσταλγήσουν, για να στοχαστούν. Έχουν ενδιαφέρον για μεγάλους και για μικρούς, γιατί θα δούνε έστω πρόχειρα ένα μικρό υφάδι που ξετυλίγουν τα σχολικά βιβλία μας, ένα υφάδι που έπαιξε μικρό έστω ρόλο στη διαμόρφωση της εθνικής μας συνείδησης.
του Νίκου Τσούλια
Πηγή : https://www.fractalart.gr/
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ
[24 Ἀπριλίου, 1821]
Τρία πουλάκια κάθονταν ψηλὰ στὴ Χαλκομάτα*,
τόνα τηράει τὴ Λιβαδιὰ καὶ τ’ ἄλλο τὸ Ζιτούνι*,
τὸ τρίτο τὸ καλύτερο μοιρολογάει καὶ λέει:
« Πολλὴ μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σὰν καλιακούδα*,
»Μὴν ὁ Καλύβας ἔρχεται, μὴν ὁ Λεβεντογιάννης; »
« Οὐδ’ ὁ Καλύβας ἔρχεται, οὐδ’ ὁ Λεβεντογιάννης.
»Ὁ ῾Ομὲρ Βρυόνης πλάκωσε μὲ δεκοχτὼ χιλιάδες ».
Ὁ Διάκος σὰν τ’ ἀγρίκησε, πολὺ τοῦ κακοφάνη.
Ψιλὴ φωνὴν ἐσήκωσε, τὸν πρῶτο του φωνάζει:
« Τὸν ταϊφὰ* μου σύναξε, μάσε τὰ παλικάρια,
»δῶσ’ τους μπαρούτη περισσὴ καὶ βόλια μὲ τὶς χοῦφτες
»γλήγορα καὶ νὰ πιάσουμε κάτω στὴν Ἀλαμάνα*,
»πού ’ναι ταμπούρια δυνατὰ κι ὄμορφα μετερίζια*. »
Παίρνουνε τ’ ἀλαφρὰ σπαθιὰ καὶ τὰ βαριὰ τουφέκια,
στὴν Ἀλαμάνα φτάνουνε καὶ πιὰνουν τὰ ταμπούρια.
« Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μὴ φοβηθῆτε,
»σταθῆτε ἀντρειὰ σὰν ῞Ελληνες καὶ σὰ Γραικοὶ σταθῆτε».
Ψιλὴ βροχούλαν ἔπιασε κι ἕνα κομμάτι ἀντάρα,
τρία γιουρούσια ν ἔκαμαν, τὰ τρία ἀράδα ἀράδα.
Ἔμεινε ὁ Διάκος στὴ φωτιὰ μὲ δεκοχτὼ λεβέντες.
Τρεῖς ὧρες ἐπολέμαγε μὲ δεκοχτὼ χιλιάδες.
Βουλῶσαν τὰ κουμπούρια του κι ἀνάψαν τὰ τουφέκια
κι ὁ Διάκος ἐξεσπάθωσε καὶ στὴ φωτιὰ χουμάει,
ξήντα ταμπούρια χάλασε κι ἑφτὰ μπουλουκμπασῆδες*.
Καὶ τὸ σπαθί του κόπηκε ἀνάμεσα ἀπ’ τὴ χούφτα
καὶ ζωντανὸ τὸν ἔπιασαν καὶ στὸν πασὰ τὸν πάγουν,
χίλιοι τὸν πᾶν’ ἀπὸ μπροστὰ καὶ χίλιοι ἀπὸ κατόπι.
Κι ὁ Ὁμὲρ Βρυόνης μυστικὰ στὸ δρόμο τὸν ἑρώτα:
« Γίνεσαι Τοῦρκος, Διάκο μου, τὴν πίστη σου ν’ ἀλλάξης,
»νὰ προσκυνήσης στὸ τζαμί, τὴν Ἐκκλησιὰ, ν’ ἀφήσης; »
Κι ἐκεῖνος τ’ ἀποκρίθηκε καὶ στρίφτει τὸ μουστάκι:
« Ἐγὼ Γραικὸς γεννήθηκα, Γραικὸς θὲ ν’ ἀποθάνω,
»Ἂν θέλετε χίλια φλωριὰ καὶ χίλιους μαχμουτιέδες*,
»μόνον ἑφτά μερῶν ζωὴ θέλω νὰ μοῦ χαρίστε,
»ὅσο νὰ φτάση ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ ὁ Θανάσης Βάγιας ».
Σὰν τ’ ἄκουσε ὁ Χαλίλ – μπεης ἀφρίζει καὶ φωνάζει:
« Χίλια πουγγιὰ σᾶς δίνω γὼ κι ἀκόμα πεντακὸσια,
»τὸ Διάκο νὰ χαλάσετε τὸ φοβερὸ τὸν κλέφτη,
»γιατὶ θὰ σβήση τὴν Τουρκιὰ κι ὅλο μας τὸ ντοβλέτι* ».
Τὸ Διάκο τὸτε παίρνουνε καὶ στὸ σουβλὶ τὸν βάζουν,
ὁλόρθο τὸν ἐστήσανε κι αὐτὸς χαμογελοῦσε.
« Σκυλιὰ κι ἂν μὲ σουβλίσετε, ἕνας Γραικὸς ἑχάθη.
»Ἂς εἶν’ ὁ Ὀδυσσεὺς καλὰ κι ὁ καπετὰν Νικήτας,
»ποὺ θὰ σᾶς σβήσουν τὴν Τουρκιὰ κι ὅλο σας τὸ ντοβλέτι ».
Δημοτικὸν
IΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΩΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ, ΣΤ΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ, 1974
Κλέφτες καὶ Ἀρματολοί.
Πολλοὶ Ἕλληνες ποὺ ἔπεφταν στὴ δυσμένεια τῶν Τούρκων ἔβρισκαν καταφύγιο στὰ βουνά. Ἐκεῖ πήγαιναν καὶ ὅσοι δὲν μποροῦσαν νὰ ὑποφέρουν τὴ σκλαβιὰ καὶ ποθοῦσαν τὴν ἐλεύθερη ζωή. Οἱ ἄντρες αὐτοὶ ὀνομάστηκαν κλέφτες. ῎Εκαναν ὁμάδες καὶ ζοῦσαν στὰ βουνά. Περιφρονοῦσαν τὴν τουρκικὴ ἐξουσία καὶ πολλὲς φορὲς ἔκαναν καὶ ἐπιθέσεις κατὰ τῶν Τούρκων γιὰ νὰ ἐλευθερώσουν κρατούμενους χριστιανοὺς ἢ γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν τὰ βασανιστήρια τῶν ὑπόδουλων ῾Ελλήνων. Τὸ ὄνομα κλέφτης δὲν ἦταν ἀτιμωτικό, ἀλλὰ τότε σήμαινε τὸ γενναῖο ἄντρα, αὐτὸν ποὺ ἤθελε νὰ ἐλευθερωθῆ καὶ ἦταν τιμητικὸ καὶ ἔνδοξο.
Κάθε ὁμάδα Κλεφτῶν εἶχε τὸν ἀρχηγὸ της, ποὺ λεγὸταν καπετάνιος. Οἱ κλέφτες γυμνάζονταν στὸ πήδημα, στὸ τρέξιμο, στὸ λιθάρι καὶ στὴ σκοποβολή. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ἔγιναν ξακουστοὶ γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ ἱκανότητα ποὺ εἶχαν ἀποκτήσει. Σώζονται ὀνόματα κλεφτῶν ποὺ μποροῦσαν νὰ περάσουν τὴ σφαίρα μέσα ἀπὸ ἕνα δαχτυλίδι ἀπὸ μεγάλη ἀπόσταση ἢ ποὺ μποροῦσαν νὰ πηδήσουν ὁλόκληρη ἅμαξα
φορτωμένη ξερό χόρτο ἢ νὰ ξεπεράσουν στὸ τρέξιμο καὶ τὸ γρήγορο ἄλογο. ᾽Εγύμναζαν ἀκόμα τὸ σῶμα τους γιὰ νὰ ἀντέχη στὶς στερήσεις, στὴν πείνα, στὴ δίψα, στὸ κρύο καὶ στὶς κακουχίες.
Τὰ δημοτικὰ τραγούδια
῾Η ὑποδούλωση τῶν ἑλληνικῶν χωρῶν στοὺς Τούρκους εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ φύγουν ὅλοι οἱ γραμματισμένοι καὶ μορφωμένοι ῞Ελληνες, ὅσοι σώθηκαν ἀπὸ τὴ σφαγή, νὰ κλείσουν τὰ σχολεῖα, καὶ νὰ σταματήση κάθε πνευματικὴ ἀνάπτυξη μεταξὺ τῶν ὑπόδουλων. Ἀλλὰ ἄν σταμάτησε ἡ σπουδὴ τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν γραμμάτων, τῆς λόγιας παράδοσης, τῆς ποίησης καὶ τῆς λογοτεχνίας, ὁ ἑλληνικὸς λαὸς δὲν ἔμεινε χωρὶς ποίηση, χωρὶς τραγούδι.
Στὶς ἀρχὲς ἄγνωστοι λαϊκοὶ ποιητὲς συνέθεταν στὴν ὁμιλούμενη ἀπὸ τὸ λαὸ γλώσσα ποιήματα καὶ μοιρολόγια μὲ τὰ ὁποῖα θρηνοῦσαν τὴν ἄλωση τῆς Πόλης καὶ τραγουδοῦσαν τὰ δεινοπαθήματα τῶν ῾Ελλήνων καὶ τοὺς πὸθους των. Ἀργότερα ὑμνοῦσαν στὰ τραγούδια τους τὴ ζωὴ καὶ τὰ κατορθώματα τῶν κλεφτῶν καὶ τῶν ἀρματολῶν.
Ἔτσι ἔγιναν τὰ δημοτικὰ τραγούδια τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Πολλὰ ἀπὸ τὰ δημοτικὰ τραγούδια ἔγιναν καὶ πρωτοτραγουδήθηκαν ἀπὸ τὶς γυναῖκες, τὶς ἀδελφάδες ἤ τὶς μητέρες πολεμιστῶν καὶ ἄλλα ἀπὸ ἄγνωστους ἄντρες ποὺ ἔζησαν διάφορα περιστατικὰ καὶ αἰσθάνθηκαν τὴν ἐπίδραση τους ζωηρὴ μέσα στὴν ψυχή τους. Τὰ δημοτικὰ τραγούδια καὶ ποιήματα ἔχουν ἁπλὴ γλώσσα, μεγάλη ἐκφραστικὴ δύναμη καὶ ποιητικὴ τέχνη. Ὑμνοῦν τὴ γενναιότητα, τὴν εὐγένεια, τὴν παλληκαριὰ καὶ τὴ λεβεντιά, ἐκφράζουν τὴ θλίψη γιὰ τὸν πρόωρο θάνατο καὶ τὶς πικρίες τῆς ζωῆς, παρουσιάζουν ἔντονο τὸ αἴσθημα τῆς φιλίας καὶ τῆς ἀγάπης καὶ ὑμνοῦν τὴ φύση.
Τὰ δημοτικὰ τραγούδια τὰ τραγούδησαν οἱ ἀρματωλοὶ καὶ οἱ κλέφτες, ἀπάνω στὰ ἀπάτητα λημέρια τους, στὸν Ὄλυμπο καὶ στὴν Πίνδο, στ’ Ἄγραφα καὶ στὸ Βάλτο, στὸ Ξηρόμερο καὶ στὸν Ἀσπροπόταμο. Ἀπὸ κεῖ μεταδόθηκαν ἀπὸ στόμα σὲ στόμα σ’ ὅλα τὰ βουνὰ καὶ στοὺς κάμπους καὶ ἀναφτέρωσαν τὸ φρόνημα τῶν κατατρεγμένων ραγιάδων καὶ θέρμαναν στὶς καρδιὲς τους τὸν πόθο τῆς ἐλευθερίας.
Καὶ σήμερα ὁ ἑλληνικὸς λαὸς μὲ πολλὴ εὐχαρίστηση τραγουδάει ἢ ἀκούει νὰ τραγουδιῶνται τὰ κλέφτικα τραγούδια, γιατὶ τοῦ θυμίζουν τὴν πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ κατάσταση τοὺ Ἔθνους…
Ἡ ἐπανάσταση στὴ Στερεὰ ῾Ελλάδα. ῾Η μάχη τῆς Ἀλαμάνας καὶ ὁ Ἀθανάσιος Διάκος
Τὴν ἔκρηξη τῆς ἐπανάστασης στὴν Πελοπόννησο ἀκολούθησε και ἡ ἔκρηξη τῆς ἐπανάστασης στὴ Στερεὰ ῾Ελλάδα. Στὶς 3 τοῦ Ἀπρίλη τοῦ 1821 ὁ Διάκος σήκωσε τὴν ἐπαναστατικὴ σημαία στὴ Λειβαδιά, ὁ Πανουργιᾶς στὴν Ἄμφισσα καὶ ὁ Δυοβουνιώτης στὴ Βοδονίτσα.
Ὁ Χουρσὶτ ἔστειλε 9000 ἄντρες μὲ τὸν Ὁμὲρ Βρυώνη καὶ τὸν Κιοσὲ Μεχμὲτ, γιά νὰ καταστείλουν τὴν ἐπανάσταση τῆς Στερεᾶς καὶ ὕστερα νὰ κατέβουν στὴν Πελοπόννησο νὰ βοηθήσουν τὸν Μουσταφάμπεη. Ὁ κίνδυνος ἦταν μεγάλος. Ἄν ἔφταναν τὰ στρατεύματα αὐτὰ στὴν Πελοπόννησο, ἡ ἐπανάσταση θὰ κινδύνευε.
Γι’ αὐτὸ οἱ ὁπλαρχηγοί τῆς Στερεᾶς Διάκος, Πανουργιᾶς καὶ Δυοβουνιώτης ἀποφάσισαν νὰ τὰ ἐμποδίσουν καὶ ἔπιασαν τὸ δρόμο ποὺ φέρνει ἀπὸ τὴ Λαμία στὴν Ἄμφισσα. Ὁ Πανουργιᾶς καὶ ὁ Δυοβουνιώτης ὀχυρώθηκαν στὰ ὑψώματα πρὸς τὴν Οἴτη καὶ ὁ Διάκος ἔπιασε τὸ γεφύρι τῆς Ἀλαμάνας ποὺ εἶναι πάνω στὸν ποταμό Σπερχειό. Ὁ Ἀθανάσιος Διάκος καταγόταν ἀπὸ τὴ Μουσουνίτσα τῆς Παρνασσίδας. Τὰ νεανικά του χρόνια τὰ πέρασε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου του Προδρόμου ποὺ εἶναι κοντά στην Ἀρτοτίνα, μέσα σὲ ἕνα πυκνὸ δάσος, κάτω ἀπὸ τὶς γυμνὲς καὶ ἀπόκρημνες κορφὲς τῶν Βαρδουσίων. Τὸ σεμνὸ ἔνδυμα τοῦ κληρικοῦ ἔκρυβε μιὰ θερμὴ ἑλληνικὴ καρδιὰ μὲ ἀκατάβλητο ἡρωικὸ φρόνημα.
Ἀργότερα ὑπηρέτησε στὸ στρατὸ τοῦ Ἀλῆ-πασᾶ καὶ ἐκεῖ γνώρισε καὶ συνδέθηκε φιλικά μὲ τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο. Ὕστερα ἔγινε ἀρματολὸς στὴν περιφέρεια τῆς Λειβαδᾶς καὶ ἐκεῖ μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Τὴν ἀπόφαση γιὰ τὴν κήρυξη τῆς ἐπανάστασης πῆρε μαζὶ μὲ τοὺς Ἐπισκόπους Ταλαντίου Νεόφυτο καὶ Ἄμφισσας Ἠσαΐα σὲ σύσκεψη ποὺ ἔκαναν στὴ μονὴ τοῦ ὁσίου Λουκᾶ.
Η καταστροφὴ τῆς Χίου (Μᾶρτιος 1822)῾
Η Χίος δὲν εἶχε ἐπαναστατήσει κατὰ τὸ πρῶτο ἔτος τῆςἐπανάστασης, γιατὶ βρισκόταν κοντά στὴ Μικρασιατικὴ ἀκτὴ καὶ μποροῦσαν σὲ κάθε στιγμὴ νὰ περάσουν σ’ αὐτὴ τουρκικὰ
στρατεύματα καὶ νὰ καταστείλουν τὴν ἐπανάσταση. Ἀλλὰ καὶ γιατὶ δὲν αἰσθανόταν καὶ πολὺ τὸ βάρος τῆς δουλείας. Ὁ Σουλτάνος εἶχε διατάξει νὰ μὴ πιέζουν πολὺ τοὺς κατοίκους τῆς Χίου, γιατὶ ἀπὸ ἐκεῖ προμηθευόταν τὸ παλάτι του τὸ ἀρωματικὸ μαστίχι.
Ἀλλὰ στὶς ἀρχὲς τοῦ 1822 ὁ ἀρχηγὸς τῆς Σάμου Λυκοῦργος Λογοθέτης ἦρθε στὴ Χίο μὲ 2500 ἄνδρες, ὕψωσε τὴ σημαία τῆς ἐπανάστασης καὶ ἀνάγκασε τοὺς Τούρκους νὰ κλειστοῦν στὸ
φρούριο.
Μόλις ἔφθασε ἡ εἴδηση τῆς ἐπανάστασης τῆς Χίου στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ Σουλτάνος ὀργίστηκε καὶ διάταξε τὸ ναύαρχο Καρᾶ–Ἀλῆ νὰ πλεύση στὴ Χίο καὶ νὰ μὴν ἀφήση «λίθον ἐπί λίθου»…
Ο φιλελληνισμὸς στὴν Εὐρώπη καὶ ὁ λόρδος Βύρων
Ἡ ἀναγέννηση τῶν γραμμάτων στὴν Εὐρώπη, ὕστερα ἀπὸ τὸ μεσαίωνα, εἶχε γνωρίσει στοὺς Εὐρωπαίους τὴ χώρα, ὅπου ἀναπτύχθηκε ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς πολιτισμός. Πολλοὶ Εὐρωπαῖοι εἶχαν ἐπισκεφθῆ τὰ ἀρχαῖα μνημεῖα στοὺς ἑλληνικοὺς τόπους καὶ εἶχαν γνωρίσει τὸν ἑλληνικὸ λαὸ κάτω ἀπὸ τὴν τουρκικὴ δεσποτεία. Διάφοροι συγγραφεῖς ἔγραψαν καὶ δημοσίευσαν στὴν Εὐρώπη ταξιδιωτικὲς πληροφορίες καὶ ἐντυπώσεις ἀπὸ τὴν ῾Ελλάδα.
Γι’ αὐτὸ, ὅταν ξέσπασε ἡ ἑλληνικὴ ἐπανάσταση, οἱ λαοὶ τῆς Εὐρώπης εἶχαν ἰδέα γιὰ τὴν ῾Ελλάδα καὶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Σ’ αὐτὸ βοήθησαν καὶ οἱ πλούσιες ἑλληνικὲς Κοινότητες τοῦ Ἐξωτερικοῦ, τὰ ἐμπορικὰ γραφεῖα καὶ τὸ ἐμπορικὸ ναυτικό.
Ὅσο ὅμως κι’ ἄν ἦταν γνωστὴ ἡ Ἑλλάδα καὶ ὅσο κι’ ἄν συμπαθοῦσαν τοὺς Ἕλληνες πολλοί στὴν Εὐρώπη, τὸ ἑλληνικὸ ἐπαναστατικὸ κίνημα τοῦ 1821 δὲν εὐχαρίστησε τὶς κυβερνήσεις τῶν κρατῶν τῆς Εὐρώπης, γιατί αὐτὲς ἦσαν ἀντίθετες στὴν αὐτοδιάθεση τῶν λαῶν καὶ εἶχαν συγκροτήσει τὴν ἱερὴ συμμαχία…
Ὁ Ἀνδρέας Μιαούλης καὶ ἡ ναυμαχία τοῦ Γέροντα.
Ὕστερα ἀπὸ τὰ Ψαρὰ ὁ τουρκικὸς στόλος ἔπλευσε κατὰ τὴ Σάμο μὲ σκοπὸ νὰ τὴν καταλάβη καὶ νὰ τὴν καταστρέψη. Ὁ ἑλληνικὸς ὅμως στόλος πρόφτασε καὶ ἔπιασε τὸ στενὸ ποὺ εἶναι ἀνάμεσα Σάμου καὶ Μικρασιατικῆς ἀκτῆς. Στὶς μικροναυμαχίες ποὺ ἔγιναν ὁ τουρκικὸς στόλος ἔπαθε ἀρκετὲς ζημιές. Οἱ Ἕλληνες πῆραν ἐκδίκηση γιὰ τὶς σφαγὲς τῶν Ψαριανῶν. Ὁ ἔνδοξος πυρπολητὴς Κανάρης ἔκαψε μὲ τὰ πυρπολικά του τρία τουρκικὰ καράβια.
Ὕστερα ἀπὸ τὶς ἀποτυχίες του αὐτὲς ὁ τουρκικὸς στόλος ἀποσύρθηκε στὴν Κῶ καὶ περίμενε ἐκεῖ τὸν αἰγυπτιακὸ στόλο.Τὸν Αὔγουστο ἦρθε καὶ ὁ στόλος τῆς Αἰγύπτου. Οἱ δυὸ στόλοι ἀποτελοῦσαν τώρα μιὰ μεγάλη ναυτικὴ δύναμη ἀπὸ 400 καράβια μὲ 50.000 ναῦτες καὶ 2.500 κανόνια. Ὁ ἑλληνικὸς στόλος εἶχε 80 μονάχα πλοῖα μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἀνδρὲα Μιαούλη.
Ὁ Ἀνδρέας Μιαούλης γεννήθηκε στὴν Εὔβοια. Ὁ πατέρας του ἦταν ναυτικὸς καὶ εἶχε δικά του πλοῖα. Τόσο ἔμπειρος καὶ ἄφοβος ναυτικὸς ἦταν ὁ Ἀνδρέας Μιαούλης ποὺ μὲ τὰ τολμήματά του πολλὲς φορές εἶχε παραβιάσει τὸν ἀποκλεισμὸ τῶν γαλλικῶν παραλίων ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους καὶ ἔκανε ἐμπόριο σιτηρῶν στὴ Γαλλία. Ἀπὸ 17 χρονῶν κυβερνοῦσε ἐμπορικὸ πλοῖο. Εἶχε ἀποκτήσει ἀρκετὴ περιουσὶα καὶ τὸ ὄνομά του ἦταν ἀκουστὸ στοὺς ἑλληνικοὺς ναυτικοὺς κύκλους. Ὅταν ἄρχισε ἡ ἐπανάσταση, δίστασε νὰ πάρη ἐνεργὸ μέρος, ὅταν ὅμως τὸ ἀποφάσισε, ἀφοσιώθηκε σ’ αὐτὴ μ’ ὅλη τὴ δύναμη καὶ τὴν ἱκανότητά του καὶ ἔγινε ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῶν Τούρκων…
ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΗΜΑΙΑΝ
Αὐτὸ εἶναι τὸ ἱερὸ πανί, τὸ γαλανὸ καὶ τ’ ἄσπρο,
κομμάτι ἀπ’ ἀνοιξιάτικο καὶ ξάστερο οὐρανό,
ποὺ εἶναι λευκὸ σὰν τὸν ἀφρὸ τοῦ κύματος, ποὺ ἀνθίζει
σὲ περιγιάλι ὁλόγλυκο, σὲ πέλαγο μακρινό.
Αὐτὸ εἶναι τὸ ἱερὸ πανί, πού, ὅταν περνᾷ μπροστά μας,
ὑγραίνονται τὰ βλέφαρα καὶ σπαρταρᾷ ἡ καρδιά μας.
Δὲν εἶναι ἡ αὔρα, ποὺ ἔρχεται γλυκὰ νὰ τὸ χαϊδέψῃ,
δὲν τ’ ἀνεμίζει πρόσχαρα ἡ αὔρα ἡ σιγανή˙
εἶναι μιὰ ἀθάνατη πνοή, ποὺ ὁρμᾷ νὰ ζωντανέψη
μὲ ἀνατριχίλα ἀνέκφραστη τὸ δίχρωμο πανί.
Τὸ πῆρε κάποια μάγισσα καὶ τό ᾽καμε χλαμύδα,
νὰ ζῆ σ’ αὐτὸ καὶ πάλλεται ὀλόκληρη ἡ Πατρίδα.
Εἶναι ἡ Σημαία! Τὴν ᾽βλόγησαν παπᾶδες μ’ ἄσπρα γένεια,
μέσ’ στῆς σκλαβιᾶς τὸ τρίσβαθο κι ἀπόκρυφο σχολειό,
ἔκλαψαν μάτια καὶ καρδιὲς ἐπάνω της, καὶ οἱ κόρες
τὴν νύκτα τὴν ὑφαίνανε κρυφὰ στὸν ἀργαλειό,
Σὰν βόρειο σέλας ἄστραψε στὴν Λαύρα μιὰ ἡμέρα
κι ἁπλώθηκε ὡς τὸν ἕβδομο οὐρανὸ κι ἀκόμη πέρα.
Ποιὰ λύρα ἔχει τὴν δύναμι γιὰ νὰ σὲ ψάλῃ ἐπάξια;
Εἶσαι τῆς νέας ῾Ελλάδος μας ἡ ἁγία εἰκόνα ᾽Εσύ.
Εἶσαι λαχτάρα ποὺ λυγάει τὰ γόνατα τῶν’ σαλάβων,
εἶσαι τοῦ γένους τ’ ὅραμα, Σημαία μας χρυσῆ
ποὺ ὅταν τὰ μάτια ἐπάνω σου μὲ σέβας τὰ καρφώνει
θαρρεῖς καὶ κάποιο οὐράνιο φῶς σὲ περικυκλώνει…
Ν. Ζαφειρίου «Ἡ ῾Ελληνικὴ Σημαία» Στέφανος Δάφνης
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ
– Κολοκοτρώνα! Κολοκοτρώνα!
Ἔτσι ἔλεγαν οἱ ἐχθοοὶ καὶ τὸ αἷμά τους ἐπάγωνε. Ἡ φαντασία τους τὸν ἔπλαθε τεράστιο γίγαντα μὲ τρία μάτια. Τὸ μεσανό, πελώριο, ἐπάνω ἀπὸ τὴ μύτη, στὸ μέτωπο. Τὸν ἤθελαν τριχωτὸ σὰν ἀρκούδα· μὲ φοβερὰ δόντια κάπρου, γυριστὰ, κοφτερὰ σὰν χαντζάρια.
Καὶ πῶς τὸν ἐφαντάσθηκαν οἱ Εὐρωπαῖοι; Μεγαλοκέφαλο, τρομερὸν ἀτσίγγανο μ’ ἀλλοίθωρα μάτια.
Καὶ οἱ ἄλλοι, ποὺ τὸν εἶδαν κοντά; Μυτερὸ σταχτόχρωμο βράχο, ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι σπαρμένοι στὸ Αἰγαῖο, ἄγρια μορφή, σκαμμένη ἀπὸ τὸν καιρό, χαλασμένη ἀπὸ τὸν πόλεμο, φαγωμένη ἀπὸ τὴν ἀδιάκοπη ἀνησυχία, ὅμοια μὲ βράχο, ποὺ τὸν δέρνουν τὰ κύματα. Καὶ ἕνας Γάλλος συνταγματάρχης, ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Κολοκοτρώνη στὴν Τρίπολη, σ’ ὁλάκερη τὴν πολιορκία, τοῦ κολλάει ἕνα μουστάκι πελώριο.
(…)
Η ΔΟΞΑ ΤΩΝ ΨΑΡΩΝ
Στῶν Ψαρῶν τὴν ὁλόμαυρη ράχι
περπατῶντας ἡ Δόξα μονάχη
μελετᾷ τὰ λαμπρὰ παλληκάρια
καὶ στὴν κόμη στεφάνι φορεῖ,
γινωμένο ἀπὸ λίγα χορτάρια,
πού ’χαν μείνει στὴν ἔρημη γῆ.
Διονύσιος Σολωμὸς
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ, Ἕκτης Δημοτικοῦ, 1952
Οι ήρωες του 1821 είναι «εδώ», φωτογραφίες τους γεμίζουν τους τοίχους των σχολικών αιθουσών. Ο γιος της Καλογριάς εμπνέει με τον ηρωισμό του: «Ὁ Καραϊσκάκης ἄρρωστος βαριὰ πῆγε στὴ Δομνίτσα τῆς Εὐρὑτανίας ὅπου ἀρκετὸ καιρὸ τὸν φιλοξενοῦσαν οἱ φίλοι του Γιολδασαῖοι. Μεταξὺ ἄλλων τὸν ἔβλεπε ταχτικὰ καὶ ὁ εὐσεβέστατος παπὰς Παπαγιάννης Φαρμάκης. Αὐτὸς ἔλεγε κατόπιν σὲ ὅλους, πόσο μεγάλος ἦταν ὁ πατριωτισμὸς τοῦ καπετάνιου τῆς Ρούμελης καὶ πόσο θερμὴ ἡ πίστη του»…
Το Σουλιοτόπουλο τιμάει το όνομά του, «Κώστα, ὁ γιός μας πιὰ μεγάλωσε· τρέχει στὰ δεκαπέντε. Διψᾶ στὸν πόλεμο νἀρθῆ. Κάθε πρωὶ καὶ κάθε βράδυ μοῦ κλαίγεται τὸ παλληκάρι μου. Μπροστά σου, ἀπὸ ντροπή, κρατιέται καὶ σωπαίνει. Ὅμως κάθε φορὰ ποὺ ξεκινᾶς, αὐτὸ σπαράζει. Καὶ πέφτει στὴν ἀγκαλιά μου καὶ δέρνεται».
Αλλά και το τσοπανάκι δεν μένει πίσω: «όταν ἄρχισε ἡ μάχη στὰ Δερβενάκια, ἕνα τσοπανάκι λεροφορεμένο, ἄοπλο, ἀλλὰ μὲ μάτια γοργοκίνητα, μὲ τὴ μαγκούρα του τὴν ποιμενική, πλησίασε στὸ μέρος ποὺ ἦταν ὁ Κολοκοτρώνης κι ἔβλεπε κι αὐτὸ μὲ περιέργεια καὶ θαυμασμὸ τὸν πόλεμο ποὺ γινόταν παρακάτω».
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Γ΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ, 1955
ΕΜΠΡΟΣ!
Ἐμπρός! Ὁλόρθοι, ἀτρόμαχτοι.
Μαυρίλα, ἀστροπελέκι.
Νά τὸ σπαθί, γοργάστραψε,
καὶ νά ἡ βροντή, τουφέκι.
Στὸν Πίνδο ἀπ’ τὸν Ταΰγετο
καὶ στὰ Βαλκάνια ὥς πέρα
μιὰ φλόγα, μιὰ φοβέρα
κι ἕνας ὁ νοῦς: Ἐμπρός!
Ἐμπρός, ἀδέρφια, ἀτράνταχτοι,
κι ἂς πέφτῃ ἀστροπελέκι.
Νά τὸ σπαθί, γοργάστραψε,
βρόντησε τὸ τουφέκι.
Κρήτη, ὁ Μωριᾶς, ἡ Ρούμελη,
ἐμπρός. Ἡ Ἑλλάὃα λάμπει,
ἀχολογᾶν οἱ κάμποι,
καῖνε οἱ καρδιες. Ἐμπρός!
«Παιδικὴ Ἀνθολογία», Κ. Παλαμᾶς
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Β΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ, 1963
Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας.
Τί εἶναι ἡ Πατρίδα μας; Μὴν εἶν’ οἱ κάμποι΄;
Μὴν εἶναι τ’ ἄσπαρτα ψηλὰ βουνά;
Μὴν εἶν’ ὁ ἥλιος της, ποὺ χρυσολάμπει;
Μὴν εἶναι τ’ ἄστρα της τὰ φωτεινά;
Μὴν εἶναι κάθε της ρηχὸ ἀκρογιάλι
καὶ κάθε χώρα της μὲ τὰ χωριά;
κάθε νησάκι της, ποὺ ἀχνὰ προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;
Ὅλα Πατρίδα μας! Κι αὐτὰ κι ἐκεῖνα,
καὶ κάτι πού ᾽χομε μέσ’ στὴν καρδιά,
ποὺ λάμπει ἀθώρητο, σὰν ἥλιου ἀχτῖνα
καὶ κράζει μέσα μας: Ἐμπρός, παιδιά!
Ἰωάννης Πολέμης